Του Θανάση Παπαδή

 

Τελικά, οι περισσότερο καλοπληρωμένοι εργαζόμενοι βρίσκονται στον ιδιωτικό τομέα και όχι στο δημόσιο, όπως επικρατούσε μέχρι σήμερα η αντίληψη. Πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) καταρρίπτει τον μύθο ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται καλύτερα από τους ιδιωτικούς, με τα στοιχεία να αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Παρά το γεγονός ότι οι συνολικοί μέσοι μισθοί στον δημόσιο τομέα φαίνονται ελαφρώς υψηλότεροι, όταν γίνεται σύγκριση μεταξύ εργαζομένων με παρόμοιο εκπαιδευτικό επίπεδο, εμπειρία και ηλικία, οι διαφορές αμοιβών είναι υπέρ του ιδιωτικού τομέα.

Η μελέτη του ΚΕΠΕ, που εστιάζει στη σύγκριση «πανομοιότυπων» εργαζομένων, αποκαλύπτει ότι η υστέρηση στον δημόσιο τομέα είναι σημαντική, φτάνοντας από 15,8% έως 18,6%, ανάλογα με τη μεθοδολογία που ακολουθείται. Αν και ο μέσος καθαρός μισθός στον δημόσιο τομέα το 2023 ήταν 8% υψηλότερος από εκείνον του ιδιωτικού τομέα (1.179,3 ευρώ έναντι 1.090 ευρώ), η σύγκριση γίνεται με δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν δύο επιπλέον μισθούς (13ο και 14ο), κάτι που δεν ισχύει στον δημόσιο τομέα, όπου έχουν καταργηθεί αυτοί οι επιπλέον μισθοί. Για να υπάρχει ομοιόμορφος υπολογισμός, οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα υπολογίστηκαν με βάση τους 14 μισθούς, και το τελικό αποτέλεσμα καταδεικνύει τη σημαντική διαφορά στις αποδοχές των δύο τομέων.

Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι οι αμοιβές στο δημόσιο τομέα, όταν λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες και οι συγκρίσεις με το ιδιωτικό πεδίο, είναι σαφώς χαμηλότερες. Ως εκ τούτου, το βασικό πλεονέκτημα του δημόσιου τομέα παραμένει πλέον η εργασιακή ασφάλεια, που συνδέεται με τη μονιμότητα των υπαλλήλων και τη σταθερότητα των θέσεων εργασίας. Ωστόσο, η αίσθηση ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι «καλοπληρωμένοι» αποδυναμώνεται από τα δεδομένα της έρευνας.

 

Η θέση της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρώπη

Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά την εικόνα της υπεροχής των αμοιβών στον δημόσιο τομέα, η σύγκριση των αμοιβών σε διεθνές επίπεδο αποδεικνύει τη θέση της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2024 το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα ήταν 50% χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με το κόστος εργασίας στη χώρα μας να καταγράφεται στα 16,7 ευρώ, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται στα 33,5 ευρώ. Οι χώρες της ευρωζώνης, με μέσο κόστος εργασίας 37,3 ευρώ ανά ώρα, καταδεικνύουν την απόσταση της Ελλάδας από τα υψηλότερα επίπεδα.

Εντυπωσιακή είναι η διαφορά ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, με το Λουξεμβούργο να καταλαμβάνει την πρώτη θέση με 55,2 ευρώ ωριαίο κόστος εργασίας, ενώ η Βουλγαρία καταγράφει το χαμηλότερο κόστος με 10,6 ευρώ. Η Ελλάδα, με το 16,7 ευρώ ανά ώρα, βρίσκεται κοντά στις τελευταίες θέσεις, υπερτερώντας μόλις της Βουλγαρίας και άλλων χωρών όπως η Ρουμανία (12,5 ευρώ), η Ουγγαρία (14,1 ευρώ) και η Λετονία (15,1 ευρώ). Χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία καταγράφουν υψηλότερα κόστη, με την Ισπανία να φτάνει τα 25,5 ευρώ και την Ιταλία τα 30,9 ευρώ. Στις βόρειες χώρες της Ευρώπης, οι αποδόσεις είναι σαφώς υψηλότερες, υποδεικνύοντας τη μεγάλη διαφοροποίηση στην αμοιβή της εργασίας.

Αυτό το φαινόμενο αποτυπώνει την ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την αμοιβή των εργαζομένων και τις συνθήκες εργασίας. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, ενώ η Ελλάδα διατηρεί τις χαμηλότερες τιμές όσον αφορά το κόστος εργασίας, οι χώρες με υψηλότερες αμοιβές για τους εργαζομένους έχουν προχωρήσει σε πολιτικές και οικονομικές ρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα και βελτιώνουν τις συνθήκες εργασίας.

Αναμφίβολα, τα δεδομένα αυτά καθιστούν σαφές ότι, παρά την εικόνα της υπεροχής του δημόσιου τομέα όσον αφορά τους μισθούς, το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας έγκειται στη γενική ανισότητα των αμοιβών και στο χαμηλό επίπεδο της αμοιβής των εργαζομένων, που καθιστούν τη χώρα λιγότερο ανταγωνιστική στον ευρωπαϊκό και διεθνή στίβο. Ειδικότερα, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα συνεχίζουν να πλήττονται από χαμηλούς μισθούς, ενώ η εργασιακή ασφάλεια, που είναι το κύριο πλεονέκτημα του δημοσίου, δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει βελτιώσεις στην οικονομική ευημερία και την ποιότητα ζωής των Ελλήνων.

πηγή