Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Ώρες ώρες αναρωτιέμαι σε ποιους νομίζει ότι απευθύνεται η κυβέρνηση;
Γιατί σίγουρα δεν απευθύνεται στην ελληνική κοινωνία. Δεν απευθύνεται σε όσους ένιωσαν ότι «από τύχη ζούμε» όταν έγινε η τραγωδία στα Τέμπη. Και σίγουρα δεν απευθύνεται σε όσους γέμισαν δρόμους και πλατείες στις 28 Φεβρουαρίου.
Τα γράφω αυτά γιατί ειλικρινά αδυνατώ να αντιληφθώ τι περιμένει η κυβέρνηση όταν ανακοινώνει τώρα ότι θα πάρει μέτρα για να είναι ο σιδηρόδρομος ασφαλής. Όταν ανακοινώνει σήμερα ότι θα αναδιοργανώσει τον ΟΣΕ. Όταν ανακοινώνει σήμερα την εφαρμογή συστήματος ώστε να ξέρουμε που είναι κάθε συρμός.
Γιατί το ερώτημα που προκύπτει είναι πάρα πολύ απλό και αφοπλιστικό: Γιατί δεν πήρε η κυβέρνηση της ΝΔ αυτά τα μέτρα το 2019 όταν ήρθε στην εξουσία και άρα θα μπορούσε υποθετικά να είχε αποτρέψει την τραγωδία του 2023; Γιατί δεν έκανε εξαρχής προτεραιότητα την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, αλλά ούτε αργότερα παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις των ειδικών; Γιατί δεν ανακοίνωσε μέτρα αμέσως μετά την τραγωδία στα Τέμπη;
Γιατί τα ανακοινώνει τώρα; Μετά την τεράστια παλλαϊκή διαμαρτυρία, το βαθύ ρήγμα μέσα στην κοινωνία, τη διάχυτη αίσθηση ότι υπήρξε επιχείρηση συγκάλυψης.
Η απάντηση είναι απλή και καταλυτική: γιατί εξακολουθεί να μην κατανοεί και να υποτιμά την ελληνική κοινωνία. Εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει ότι η κοινωνία έχει πολύ πιο σαφή εικόνα των ευθυνών, ότι η κοινωνία έχει κατανοήσει ότι γύρω από το σιδηρόδρομο είχε στηθεί μια μηχανή «απορροφησιμότητας» πόρων χωρίς πραγματικό έργο, ότι η κοινωνία έχει αντιληφθεί ότι το μόνο που νοιάζει αυτή την κυβέρνηση, από το 2023 μέχρι σήμερα, είναι πρωτίστως να μην έχει πολιτικό κόστος, ότι η κοινωνία γνωρίζει ότι μέχρι τώρα πραγματική ανάληψη πολιτικής ευθύνης δεν υπάρχει.
Και γι’ αυτό το λόγο καταλαβαίνει πολύ καλά ότι και τώρα όλες αυτές οι ανακοινώσεις δεν αποτυπώνουν πραγματικό ενδιαφέρον για την αγωνία και τις ανάγκες της, αλλά απλώς επικοινωνιακή διαχείριση για να επανασυσπειρωθεί ένα μέρος του κυβερνητικού εκλογικού ακροατήριου.
Αυτό είναι που εξηγεί γιατί αυτή η προσπάθεια στο τέλος θα αποτύχει να αντιστρέψει πραγματικά το κλίμα. Όπως θα πέσει στο κενό ακόμη και το ενδεχόμενο συναίνεσης στην παραπομπή Καραμανλή, ιδίως όταν πολύ πρόσφατα τον είχαν απαλλάξει μετ’ επαίνων.
Γιατί αυτό που ζητούν οι πολίτες είναι μια βαθιά πολιτική αλλαγή. Όχι με την έννοια της εναλλαγής κυβέρνησης. Αλλά με αυτή μιας πραγματικής τομής στον τρόπο που λειτουργεί συνολικά το πολιτικό σύστημα. Μια επανεκκίνηση ουσιαστικά του κράτους ώστε να ξαναγίνει ένας μηχανισμός που να λειτουργεί προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Και αυτή η κυβέρνηση πολύ δύσκολα μπορεί να πείσει ότι θα καταφέρει κάτι τέτοιο.