Αρνητική πρωτιά για τη χώρα μας για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα
Την ίδια ώρα, η βαθμολογία της Ελλάδας στο δείκτη της πολιτικής ελευθερίας του Τύπου είναι ακόμα χειρότερη από τον γενικό δείκτη.
Βαθμολογούμαστε με κάτω από τη βάση (44,4 στα 100. Βρισκόμαστε στην 94η θέση, εξαιτίας μιας σειράς συστημικών πληγών: Ο ασφυκτικός κυβερνητικός έλεγχος στα δημόσια ΜΜΕ – που υπάγονται απευθείας στο γραφείο του πρωθυπουργού, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ανεξαρτησία τους.
Η βραδύτητα και η αναποτελεσματικότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, που δεν έχει αναμορφωθεί ουσιαστικά.
Τέλος, η παρακολούθηση δημοσιογράφων από την ΕΥΠ – η οποία επίσης εποπτεύεται από τον πρωθυπουργό – και η στοχοποίησή τους από το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator.
Οι νόμοι που ψηφίστηκαν ως απάντηση στο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών Predatorgate, κρίνονται ανεπαρκείς για να προστατεύσουν τους πολίτες από την αυθαίρετη παρακολούθηση, καθώς δεν πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
«Αγκάθι» για τη δικαιοσύνη είναι το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο απάλλαξε την ΕΥΠ από την εμπλοκή της στο σκάνδαλο των υποκλοπών.
Το νομοσχέδιο για τα μέσα ενημέρωσης οδήγησε στη δημιουργία μιας αμφιλεγόμενης επιτροπής δεοντολογίας, αναφέρεται χαρακτηριστικά. Επίσης γίνεται αναφορά στην καταδίκη δημοσιογράφου για διάδοση ψευδών πληροφοριών, χωρίς να υπάρχουν ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία, μια χαρακτηριστική περίπτωση SLAPP.
Από τους πέντε επί μέρους δείκτες που άπτονται της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα, ο χειρότερος από όλους είναι η οικονομική κατάσταση. Εκεί η χώρα μας βρίσκεται στην 127η θέση, στην τελευταία ζώνη της παγκόσμιας κατάταξης, με μόλις 35 βαθμούς στους 100, σε χειρότερη κατάτσαση από την Κολομβία, το Περού και την Αϊτή.
Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, σε συνδυασμό με τη μείωση του αναγνωστικού κοινού και των διαφημιστικών προϋπολογισμών, έχει θέσει σε αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη επιβίωση πολλών μέσων ενημέρωσης. Ο αντίκτυπος της νέας νομοθεσίας που αποσκοπεί στην αύξηση της διαφάνειας της ιδιοκτησίας και της χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης παραμένει αβέβαιος.