Abdullah Bozkurt / Stockholm

Η άρνηση δεκαετιών για τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών στο πλουσιότερο ίδρυμα μειονότητας της Κωνσταντινούπολης προσελκύει και πάλι το διεθνές ενδιαφέρον, καθώς οι τουρκικές αρχές εξακολουθούν να αψηφούν απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που έκρινε ότι η πρακτική αυτή παραβιάζει βασικά δικαιώματα.

Το Ίδρυμα Νοσοκομείου του Μπαλουκλί (Balıklı Rum Hastanesi Vakfı, BRHV), που ιδρύθηκε το 1794 και αναγνωρίστηκε ως ίδρυμα μειονότητας με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, επιβλέπει ένα εκτενές δίκτυο φιλανθρωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένου ενός νοσοκομείου, γηροκομείων και κλινικών. Διαθέτει επίσης εκτενή ακίνητη περιουσία, γεγονός που το καθιστά το πλουσιότερο ίδρυμα του είδους του στην εναπομείνασα ελληνική ορθόδοξη κοινότητα της Τουρκίας.

Ωστόσο, το ίδρυμα δεν έχει καταφέρει να πραγματοποιήσει εκλογές για το διοικητικό του συμβούλιο από το 1991, όταν και συγκροτήθηκε το υφιστάμενο σχήμα έπειτα από σοβαρές παρατυπίες, που ουσιαστικά απέκλεισαν τη συμμετοχή του ευρύτερου ελληνικού στοιχείου. Το συμβούλιο έχει δεχθεί δριμεία κριτική από μέλη της κοινότητας για τις φερόμενες παρατυπίες και την έλλειψη διαφάνειας.

Ο πρόεδρος του συμβουλίου, Κωνσταντίνος Γιουβανίδης, φέρεται να διατηρεί στενές σχέσεις με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sabah, η οποία ανήκει στην οικογένεια Ερντογάν, τον Οκτώβριο του 2023, ο Γιουβανίδης εξήρε τον πρόεδρο, λέγοντας: «Χάρη στον πρόεδρό μας οι μειονότητες ζουν μια χρυσή εποχή. Παλαιότερα ήμασταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Τώρα νιώθουμε ίσοι πολίτες. Από την εποχή του Ατατούρκ καμία κυβέρνηση δεν πλησίασε έτσι τις μειονότητες — όλες τους έπαιρναν από τις μειονότητες χωρίς να δώσουν τίποτα σε αντάλλαγμα. Με τον Ερντογάν, οι μειονότητες ανέκτησαν και τις περιουσίες και τα δικαιώματά τους». Και πρόσθεσε: «Το να αρνείται κανείς αυτό είναι αγνωμοσύνη. Ζούμε την πιο ελεύθερη περίοδο της ζωής μας».

Ο βασικός λόγος για την απουσία εκλογών βρίσκεται σε ένα νομικό και γραφειοκρατικό κενό που έχει δημιουργηθεί από τις τουρκικές αρχές. Το υφιστάμενο συμβούλιο αποφεύγει επίσης να κινήσει διαδικασία εκλογών, δηλώνοντας πως δεν θα προχωρήσει χωρίς το πράσινο φως από την κυβέρνηση.

Ο Κωνσταντίνος Γιουβανίδης, πρόεδρος του Ιδρύματος Ελληνικού Νοσοκομείου Μπαλικλί, εμφανίζεται μαζί με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Εντογάν κατά τη διάρκεια επίσκεψης στο προεδρικό μέγαρο στις 27 Μαρτίου.

Σύμφωνα με τους κανονισμούς του 2004 και του 2008 που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Τουρκίας, τα ιδρύματα μειονοτήτων υποχρεούνται να διεξάγουν εκλογές για το διοικητικό τους συμβούλιο κάθε τέσσερα χρόνια. Ενώ άλλες μειονοτικές κοινότητες συμμορφώθηκαν με αυτούς τους κανόνες, το Ίδρυμα του Μπαλουκλί (BRHV) απέτυχε επανειλημμένα να το πράξει. Μέλη της κοινότητας αναφέρουν ότι οι προσφυγές τους προς τη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων (Vakıflar Genel Müdürlüğü, VGM), την αρμόδια αρχή για τα ιδρύματα στην Τουρκία, καθώς και προς το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, έμειναν αναπάντητες.

Ένα νομικό κενό προέκυψε μετά την ακύρωση των προηγούμενων κανονισμών περί εκλογών το 2013. Αν και η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί να εισαγάγει νέο θεσμικό πλαίσιο, δεν εκδόθηκε κανένα μέχρι και σχεδόν μία δεκαετία αργότερα. Στο μεταξύ, η διοίκηση του BRHV παρέμεινε αμετάβλητη, αποκλείοντας ουσιαστικά τα μέλη της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας από κάθε συμμετοχή στη διοίκηση του σημαντικότερου ιδρύματός τους.

Το 2014, μέλη του BRHV κατέθεσαν αγωγή σε τουρκικό δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η απουσία εκλογών παραβιάζει τόσο το Σύνταγμα της Τουρκίας όσο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 7ο Πολιτικό Δικαστήριο Μπακίρκιοϊ απέρριψε την υπόθεση, αποφαινόμενο ότι η έλλειψη κανονιστικού πλαισίου δεν αποτελεί αντικείμενο της δικαστικής εξουσίας. Το δικαστήριο αγνόησε σχετική πραγματογνωμοσύνη που χαρακτήριζε το υφιστάμενο διοικητικό συμβούλιο παράνομο και ανέφερε ότι οι εκλογές θα μπορούσαν να διεξαχθούν με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο.

Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας έκρινε ότι η τουρκική κυβέρνηση παραβίασε τα θεμελιώδη δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, αποτυγχάνοντας να διευκολύνει τη διεξαγωγή εκλογών διοικητικού συμβουλίου στο Ίδρυμα Νοσοκομείου του Μπαλουκλί.

Οι προσφυγές στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Yargıtay) απορρίφθηκαν τον Νοέμβριο του 2017, γεγονός που οδήγησε σε ατομική προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας το 2019. Οι προσφεύγουσες —Ευθυμία Μέντζλου, Ευδοξία Γαλανοπούλου, Κατίνα Ευδοκία Βεριόπολος, Μαρία Φιλίμων και Κέτη Βούτσας— υποστήριξαν ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν εποπτεία επί του ιδρύματος και κατήγγειλαν παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους στην ιδιοκτησία, την ελευθερία θρησκείας και συνείδησης, καθώς και στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι.

Με απόφασή του στις 19 Δεκεμβρίου 2023, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η παρατεταμένη αναστολή των εκλογών παραβίαζε την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των προσφευγουσών, βάσει του Άρθρου 33 του τουρκικού Συντάγματος και του Άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το δικαστήριο διέταξε τη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων να λάβει άμεσα μέτρα για τη διοργάνωση εκλογών στο BRHV. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει διεξαχθεί καμία εκλογική διαδικασία.

Στις 2 Ιουλίου 2024, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτημα στη VGM για την εφαρμογή της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η VGM απάντησε στις 24 Ιουλίου, δηλώνοντας ότι τα ιδρύματα που διαχειρίζονται νοσοκομεία απαιτούν ειδική ρύθμιση εγκεκριμένη από το Υπουργείο Υγείας. Η απαίτηση αυτή, που βασίζεται στο Άρθρο 15 κανονισμού του 2022, όριζε ότι οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023 — προθεσμία που παρήλθε χωρίς καμία ενέργεια.

Η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών υπέβαλε επιστολή στα Ηνωμένα Έθνη, διαμαρτυρόμενη για την παρεμπόδιση, εκ μέρους των τουρκικών αρχών, της διεξαγωγής εκλογών διοικητικού συμβουλίου στο ίδρυμα της ελληνικής μειονότητας.

Νομικοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι η επίκληση της VGM στην ανάγκη έγκρισης από το Υπουργείο Υγείας στερείται νομικής βάσης στο τουρκικό δίκαιο, στον Νόμο περί Βακουφίων ή στη Συνθήκη της Λωζάννης. Μια ομάδα μελών της κοινότητας έχει καταθέσει ξεχωριστή προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αμφισβητώντας τη νομιμότητα του κανονισμού του 2022.

Μέσα σε κλίμα αυξανόμενης απογοήτευσης, η ηγεσία της κοινότητας προσέφυγε στα Ηνωμένα Έθνη. Σε επιστολή που υπεβλήθη στις 24 Απριλίου 2025, η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών επικαλείται τα Άρθρα 40 και 42 της Συνθήκης της Λωζάννης, τονίζοντας ότι η Τουρκία βρίσκεται σε συστημική παραβίαση των διεθνών της υποχρεώσεων για την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων. Η επιστολή επισημαίνει ότι το BRHV, το μεγαλύτερο από τα 70 ελληνικά ορθόδοξα ιδρύματα της Τουρκίας, λειτουργεί εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες χωρίς κοινοτική εποπτεία.

Σήμερα, ο ελληνικός ορθόδοξος πληθυσμός στην Τουρκία αριθμεί λιγότερους από 1.000 ανθρώπους — από περισσότερους από 125.000 έναν αιώνα πριν. Για πολλούς, η υπόθεση του BRHV δεν αποτελεί απλώς αποτυχία της νομικής και διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά και ένδειξη της συνεχιζόμενης υπονόμευσης της θεσμικής αυτονομίας των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων.

Παρά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν έχει υπάρξει καμία σαφής ένδειξη για το πότε —ή αν— θα εκδοθεί η απαραίτητη κανονιστική ρύθμιση που θα επιτρέπει τη διεξαγωγή εκλογών στα ιδρύματα μειονοτήτων που διαχειρίζονται νοσοκομεία.

Το Ίδρυμα Μπαλουκλί και το τέλος της θεσμικής κυριαρχίας των Ελλήνων της Πόλης

Η πολυετής παρεμπόδιση της διεξαγωγής εκλογών στο Ίδρυμα Μπαλουκλί (BRHV) στην Κωνσταντινούπολη δεν συνιστά μια απλή νομική ή διοικητική εκκρεμότητα. Αντιθέτως, είναι η επιτομή της συστηματικής απαξίωσης της ελληνικής ορθόδοξης μειονότητας από το τουρκικό κράτος και μια θλιβερή επιβεβαίωση της σταθερής διολίσθησης της Τουρκίας από κάθε έννοια κράτους δικαίου, διεθνούς νομιμότητας και πολιτισμικής συνύπαρξης.

Ένα ίδρυμα-σύμβολο χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση

Το Ίδρυμα Μπαλουκλί, με ιστορία από το 1794 και με τεράστια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση, παραμένει στα χέρια ενός διοικητικού συμβουλίου που δεν έχει εκλεγεί από το 1991. Η διατήρηση του ιδρύματος υπό καθεστώς “διοικητικού μονοπωλίου” όχι μόνο ακυρώνει κάθε έννοια κοινοτικής αυτονομίας, αλλά και υπονομεύει το κύρος της ίδιας της ελληνικής παρουσίας στην Πόλη.

Αξίζει να τονιστεί ότι η ελληνική κοινότητα δεν έχει μόνο ιστορικά ή συναισθηματικά δικαιώματα. Η Συνθήκη της Λωζάννης, την οποία η Τουρκία επικαλείται επιλεκτικά, κατοχυρώνει συγκεκριμένα δικαιώματα εκπροσώπησης, διαχείρισης ιδρυμάτων και πολιτιστικής αυτοδιάθεσης. Τα άρθρα 40 και 42 που επικαλείται η Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών στην επιστολή της προς τα Ηνωμένα Έθνη δεν είναι διακηρύξεις προθέσεων — είναι διεθνείς δεσμεύσεις.

Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Η Ε.Ε., παρά το γεγονός ότι παρακολουθεί στενά την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, συχνά υποβαθμίζει ζητήματα που αφορούν τις μη μουσουλμανικές μειονότητες, ως «εσωτερικά». Αυτό είναι θεσμικά και ηθικά προβληματικό. Ειδικά σε μια περίοδο που η Τουρκία επιχειρεί την αναθέρμανση των σχέσεών της με τις Βρυξέλλες, τέτοιες κραυγαλέες περιπτώσεις παραβίασης δικαιωμάτων πρέπει να τεθούν ξεκάθαρα στο τραπέζι, ως προϋποθέσεις για ουσιαστική πρόοδο.

Από την πλευρά του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο φαίνεται να τηρεί διακριτική στάση, πιθανώς υπό το βάρος της πολιτικής ευθραυστότητας της θέσης του στην Τουρκία. Ωστόσο, η σιωπή σε τέτοιες υποθέσεις εγκυμονεί τον κίνδυνο της πλήρους απώλειας θεσμικής κυριαρχίας των εναπομεινάντων ελληνικών ορθοδόξων δομών.

Το τέλος της εποχής και η ευθύνη της Αθήνας

Η υπόθεση του BRHV αποκρυσταλλώνει κάτι βαθύτερο: το τέλος της εποχής της ζωντανής κοινοτικής παρουσίας των Ελλήνων στην Τουρκία. Με λιγότερους από 1.000 Έλληνες Ορθοδόξους να ζουν στην Κωνσταντινούπολη, και με τα βασικά τους ιδρύματα χωρίς εκλεγμένη διοίκηση, η κατάσταση δεν είναι απλώς θλιβερή· είναι υπαρξιακή.

Η Αθήνα οφείλει να μην αντιμετωπίζει παθητικά τέτοιες εξελίξεις. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και η Προεδρία της Δημοκρατίας, πρέπει να εντάξουν συστηματικά το ζήτημα των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Πόλης στην ευρύτερη ατζέντα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής.

Η Τουρκία σήμερα αμφισβητεί εμπράκτως όχι μόνο την πολιτισμική υπόσταση αλλά και τη θεσμική επιβίωση της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Η υπόθεση του Μπαλουκλί είναι μια εμβληματική υπενθύμιση ότι η εθνική μνήμη και η διεθνής νομιμότητα δεν πρέπει να τίθενται σε αναστολή χάριν της «διπλωματικής ηρεμίας».

Nordic Monitor

ΠΗΓΗ