Τα όσα συνέβησαν στη Γερμανία είναι πολύ διδακτικά για την κατάσταση στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα και την απουσία πραγματικών ηγετών.

 

Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου

Τελικά αποφεύχθηκαν τα μεγάλα δράματα στη Γερμανία και ο Φρίντριχ Μερτς εξελέγη καγκελάριος με τη δεύτερη ψηφοφορία.

Βεβαίως, είχε προηγηθεί ένα πρωτοφανές για τα γερμανικά πράγματα… κοψοχόλιασμα, καθώς στην πρώτη ψηφοφορία δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία παρότι αυτή στα χαρτιά υπήρχε.

Μικρή σημασία έχει ποια ήταν τα κίνητρα των λίγων βουλευτών που θέλησαν να στείλουν στην ψηφοφορία ένα παραπάνω από ηχηρό μήνυμα, «σπάζοντας» την κομματική γραμμή. Το σημαντικό είναι ότι θεώρησαν ότι μπορούσαν να το κάνουν, παρότι γνώριζαν πολύ καλά πόσο μεγάλη θα ήταν η αναστάτωση.

Γιατί, προφανώς, δεν θα τολμούσαν να κάνουν τέτοιο «καψώνι» ούτε στον Κολ, ούτε στον Σρέντερ, ούτε στη Μέρκελ.

Και γι’ αυτόν το λόγο η κατάσταση αυτή απλώς έρχεται να υπογραμμίσει το γεγονός ότι η πολιτική κρίση στην Ευρώπη έχει πάρει πλέον τα χαρακτηριστικά και μιας κρίσης ηγεσίας. Μιας απουσίας πραγματικών ηγετών.

Άλλωστε, και ο ίδιος ο Μερτς κατάφερε να έχει παράθυρο ευκαιρίας μόνο από τη στιγμή που αποχώρησε από το προσκήνιο η μεγάλη εσωκομματική του αντίπαλος, αυτή που ουσιαστικά ανέκοψε την ηγετική πορεία του για χρόνια, η Άνγκελα Μέρκελ. Που όταν ήρθε στην εξουσία, αρκετοί τη θεωρούσαν κάπως «άχρωμη», όμως όταν έφυγε άρχισε αμέσως η νοσταλγία για τη δική της διακυβέρνηση. Βλέπετε και ο Όλαφ Σολτς που τη διαδέχτηκε όχι μόνο δεν κατάφερε να αποδείξει ότι μπορούσε να οδηγήσει τη Γερμανία σε μια διαφορετική τροχιά, αλλά και οδήγησε το ιστορικότερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του πλανήτη στο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα της ιστορίας του.

Βεβαίως το φαινόμενο της απουσίας ηγετικών προσωπικοτήτων δεν είναι μόνο γερμανικό. Στη Γαλλία ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να είναι εξαιρετικά ικανός στη διαχείριση της θεατρικότητας της ηγεσίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι από τους πιο αντιδημοφιλείς προέδρους στη γαλλική ιστορία, με την Ακροδεξιά να έχει ενισχυθεί σημαντικά στη διάρκεια της δικής του θητείας.

Το ζήτημα δεν αφορά προφανώς τα πρόσωπα μόνο. Πρωτίστως αφορά τις πολιτικές που διατυπώνονται και ξεδιπλώνονται και τις πολιτικές δυνάμεις που τις εκπροσωπούν.

Εδώ και χρόνια πρώτα και κύρια στις χώρες όπως η Γερμανία που θεωρούνται ότι παίζουν ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη το μόνο που προκύπτει είναι μια βαθύτερη στρατηγική αμηχανία.

Ακόμη και οι μετατοπίσεις πολιτικής που έχουν γίνει, όπως για παράδειγμα η συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούν να επαναληφθούν καταστροφικές εμμονές σε σχέση με τα ελλείμματα και το χρέος όπως αυτές που οδήγησαν στα Μνημόνια, δεν συνοδεύονται από κάποια πραγματική «αλλαγή παραδείγματος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι δικαιολογούνται «υπερβάσεις» για τις αμυντικές δαπάνες, αλλά ακόμη συζητά η Ευρώπη εάν αυτό θα έπρεπε να επεκταθεί και στα ζητήματα που αφορούν το κοινωνικό κράτος.

Ούτε είναι τυχαίο ότι ενώ υπάρχει μια επίγνωση ότι μια ορισμένη εκδοχή λιτότητας τελικά οδήγησε την Ευρώπη σε μια βαθύτερη στασιμότητα, κανείς δεν τολμά να μιλήσει για αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των οικονομικά αδύναμων. Ή ότι ενώ όλοι παραδέχονται ότι χρειάζεται ένας πιο ενεργός και στρατηγικός ρόλος του κράτους, η πολιτική σκέψη κινείται ακόμη στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης. Τι άλλο δείχνει, για να πω ένα παράδειγμα ελληνικό, το γεγονός ότι την ώρα που η Αμερική «πυροβολεί τα πόδια της» με το να γίνει μια χώρα αφιλόξενη τελικά για το επιστημονικό ταλέντο, και άρα η Ευρώπη μπορεί να προσελκύσει αυτό το δυναμικό, εδώ προωθούνται τα ιδιωτικά σουπερμάρκετ πτυχίων.

Και βέβαια, την ίδια στρατηγική αμηχανία δείχνει το γεγονός ότι την ώρα που η άκρα δεξιά προσπαθεί να καπηλευτεί την κοινωνική δυσαρέσκεια και την πολιτική κρίση, η βασική στρατηγική κατεύθυνση είναι να υιοθετούν τα κόμματα κυρίως της κεντροδεξιάς τη ατζέντα της ακροδεξιάς, με αποτέλεσμα η τελευταία και να νομιμοποιείται και τελικά να ενισχύεται. Κάτι που είδαμε και στη Γαλλία και στη Γερμανία.

Είναι σε αυτό το τοπίο μιας στρατηγικής αμηχανίας, μιας αδυναμίας σκέψης έξω από ένα πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο που έχει εξαντλήσει κάθε δυναμική και μιας ουσιαστικής αποκοπής από την πραγματικότητα των λαϊκών στρωμάτων, που η Ευρώπη αντιμετωπίζει και μια κρίση ηγεσίας.

Γιατί όταν η πολιτική υποκαθίσταται από τη διαχείριση του υπάρχοντος, την επικοινωνία και τη διαπραγμάτευση πίσω από κλειστές πόρτες, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να αναδειχτούν άνθρωποι που θα μπορούν να βλέπουν τις ιστορικές δυναμικές, να καταλαβαίνουν πότε αυτές είναι ιστορικές ευκαιρίες και να οδηγούν κοινωνίες ολόκληρες σε μεγάλες ιστορικές καμπές.

Στην καλύτερη περίπτωση, να επιβραβευτούν οι πιο κυνικοί, όσοι μπορούν να συναλλαχθούν αποτελεσματικότερα με τους εκπροσώπους του πλούτου, και όσοι μπορούν να ανελίσσονται διατηρώντας μιας επικοινωνιακή «εικόνα». Και αυτοί όχι πάντα σε μεγάλο βαθμό, γιατί το φαινόμενο να είναι ο… Κανένας ο πιο δημοφιλής πολιτικός δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα.

Όμως, στην ιστορία δεν υπάρχουν μεγάλες πολιτικές αλλαγές που δεν είχαν και πρόσωπα να τις εκπροσωπούν. Όπως δεν υπάρχουν και μεγάλοι ηγέτες χωρίς ένα ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Και κυρίως δεν υπάρχουν ηγέτες χωρίς μια ουσιαστική σχέση με την κοινωνία και την αγωνία της.

Μια πρόκληση που αφορά πρωτίστως τον ευρύτερο δημοκρατικό και προοδευτικό χώρο που καλείται να δώσει ξανά πειστικά παραδείγματα ότι ηγεσία δεν σημαίνει απαραίτητα ακροδεξιά δημαγωγία…

Αντιθέτως η επικίνδυνη αυτή στροφή προς το λαϊκισμό και την ευκολία που χαϊδεύει αυτιά αποτελεί ασφαλή δρόμο για την καταστροφή. Ο προοδευτικός χώρος βρίσκεται σε ιστορική καμπή και η ευθύνη του είναι τεράστια.

Η επανεφεύρεση της ουσιαστικής πολιτικής και η νοηματοδότησή της στις σύγχρονες συνθήκες, η ανάδειξη του εναλλακτικού δρόμου στην εποχή του ατομικισμού και της ΑΙ, η δημιουργία οράματος που θα εμπνεύσει την κοινωνία είναι το δύσκολο έργο που καλείται να επιτελέσει πριν να είναι αργά και η επέλαση της ακροδεξιάς μη αναστρέψιμη.

Δυστυχώς ούτε στην Ελλάδα, φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της συγκυρίας τα κόμματα που εκπροσωπούν τον χώρο αυτό. Κατά δήλωσή τους τουλάχιστον καθώς η δημιουργική ασάφεια στις τοποθετήσεις, ο στρογγυλεμένος κατά το δοκούν λόγος, η έλλειψη στρατηγικού σχεδίου, δυναμικής και γείωσης με την κοινωνία καθιστά δύσκολο έργο την τοποθέτησή τους στο πολιτικό φάσμα.

Ξένη προς τον ιδεολογικό αυτό χώρο, πόσο μάλλον στην Αριστερά, και η προσκόλλησή τους στα αξιώματα και στις ταμπέλες, η περιχαράκωσή τους. Αδύναμοι να προτάξουν τον κοινό σκοπό, έναντι των προσωπικών φιλοδοξιών, αρνούμενοι να συνειδητοποιήσουν την ανεπάρκεια τους να ηγηθούν μιας προσπάθειας πραγματικής αλλαγής.

Αρχηγίσκοι και (υπο)κόμματα που φυτοζωούν και στερούν ορμή, αντί να το επιζητούν και να το τροφοδοτούν, σε αυτό που θα μπορούσε όντως να εμπνεύσει και να παρακινήσει την κοινωνία να βρει το «οξυγόνο» που ζητάει.

πηγή