Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου

 

Η κυβέρνηση φέρεται ως το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και απασχολεί τα πανεπιστήμια να είναι η «πανεπιστημιακή βία». Χωρίς, βέβαια, να ρωτήσει τα ίδια τα πανεπιστήμια

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση, πιεσμένη καθώς είναι από τη συνεχιζόμενη απαίτηση της κοινωνίας για δικαιοσύνη για τα Τέμπη, στην οποία μέχρι τώρα δεν ανταποκρίνεται, αλλά και από την επίμονη δυσαρέσκεια για το κόστος ζωής, αναζητούσε μια διέξοδο. Ιδίως από τη στιγμή που είδε ότι δεν μπορούσε να καταφύγει σε μια δελεαστική πολιτική «παροχών».

Χρειαζόταν, δηλαδή, ένα ζήτημα το οποίο να μπορεί να αγγίξει ευαίσθητες χορδές του ακροατηρίου της και γύρω από το οποίο να μπορεί να παρουσιάσει «έργο», ασκώντας ταυτόχρονα πίεση και στην αντιπολίτευση.

Και τέτοια βολικά θέματα είναι πάντα αυτά που αφορούν τις πολιτικές «νόμου και τάξης». Εύπεπτο αφήγημα και δοκιμασμένη συνταγή όχι μόνο γιατί το ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας, είναι σε γενικές γραμμές πιο συντηρητικό και υπέρ μια εικόνας κοινωνικής «ευταξίας». Γενικότερα η κοινωνία -επιρρεπής ακόμη στις εκστρατείες συκοφάντησης κινημάτων και μη ελεγχόμενων αντιδράσεων- επιδιώκει την «κανονικότητα» και αντιπαθεί το «μπάχαλο». Στην εποχή δε της εικόνας η επιτυχία του εγχειρήματος είναι σε μεγάλο βαθμό εξασφαλισμένη γιατί το βασικό δεν είναι εάν ο πολίτης με έναν άμεσο τρόπο υφίσταται κάποια επίπτωση ή νιώθει ότι ευθέως απειλείται η ασφάλειά του. Αρκεί να δει αυτό το ακροατήριο πλάνα που θα το πείσουν ότι υπάρχουν κάποιοι τόποι, όπως τα Εξάρχεια ή η Πολυτεχνειούπολη, που είναι «χώροι ανομίας», για να πει μετά «μπράβο» εάν προταθούν «αυστηρά μέτρα».

Ένα τέτοιο έργο ξεδιπλώνεται και το τελευταίο διάστημα με αφορμή κάποια περιστατικά, καταδικαστέα σε κάθε περίπτωση, που έχουν προβληθεί ως εάν τα πανεπιστήμια να είναι χώροι «ανομίας», χώροι στους οποίους κανείς «κινδυνεύει». Παρότι, βέβαια, όποιος γνωρίζει όντως τα πανεπιστήμια, ξέρει πολύ καλά ότι τα Πανεπιστήμια είναι πολύ λιγότερο βίαιοι χώροι από αρκετές γειτονιές, στις οποίες όμως η ζωή συνεχίζεται κανονικά και κανείς δεν τις συκοφαντεί ως «άντρα ανομίας» που χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης.

Αυτό, όμως, μικρή σημασία έχει για την κυβέρνηση, που επιμένει να θεωρεί ότι αυτή θα υπαγορεύσει στα πανεπιστήμια ποια είναι τα προβλήματά τους, αντί να ακούσει τι είναι αυτό που όντως ζητούν. Γνωρίζοντας, βέβαια, ότι καθώς αυτή ελέγχει τη χρηματοδότηση, στη διαπραγμάτευση μαζί τους έχει και το μαχαίρι έχει και το πεπόνι…

Και έτσι φτάσαμε στο να βάζει τελεσίγραφα η κυβέρνηση στα πανεπιστήμια για το πώς θα προχωρήσουν τη δική της ατζέντα.

Έτσι για παράδειγμα τους ζητάει να βάλουν ελεγχόμενη είσοδο, αλλά δεν διευκρινίζει εάν θα τους προσφέρει τους πόρους για τα μηχανήματα, για τη φύλαξη αυτών, για τη στελέχωση των εισόδων, για την 24ωρη φύλαξη, για την περίφραξη και τον φωτισμό των ελεύθερων χώρων, ορισμένοι από τους οποίους είναι και «πράσινοι πνεύμονες» για τους κατοίκους των γύρω περιοχών.

Ή τους ζητά να συμμορφωθούν εδώ και τώρα με μια κατεύθυνση πειθαρχικών μέτρων που θα αφορούν τα «επεισόδια» μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους και θα κινούνται στην κατεύθυνση των «αυτόματων» διαγραφών ή αναστολών της φοιτητικής ιδιότητας, παραβλέποντας ότι μια τέτοια κατεύθυνση απλώς θα πολώσει την κατάσταση με τους φοιτητές, που εύλογα θα δουν εδώ τον κίνδυνο να ποινικοποιηθούν πρακτικές διεκδίκησης, όπως οι καταλήψεις ή οι παραστάσεις διαμαρτυρίας.

Για να μην αναφερθώ στο ότι η κυβέρνηση κατασκευάζει μια νέα μορφή βίας, την «πανεπιστημιακή βία», χωρίς να την ορίζει και χωρίς να εξηγεί γιατί πρέπει να αντιμετωπίζεται με πιο αυστηρούς όρους σε σχέση με άλλες μορφές βίας εκτός πανεπιστημίου. Πέραν βέβαια του ίδιου του ζητήματος ότι το να μιλάμε για «πανεπιστημιακή βία» ως πρόβλημα, κυρίως εξυπηρετεί μια επικοινωνιακή κυβερνητική ατζέντα, παρά αναδεικνύει ένα πραγματικό πρόβλημα. Απλώς σε ένα εκλογικό ακροατήριο που πιθανώς έχει χρόνια να περάσει από τα πανεπιστήμια προσφέρεται μια εικόνα «χάους» απέναντι στην οποία παίρνει «δραστικά μέτρα» η κυβέρνηση.

Βεβαίως, όλα αυτά δεν έχουν σχέση με τα πραγματικά προβλήματα των πανεπιστημίων σήμερα. Και ευτυχώς ήρθε η Σύνοδος των Πρυτάνεων να επαναφέρει τη συζήτηση στις πραγματικές της διαστάσεις.

Οι Πρυτάνεις ως πρώτη προτεραιότητα θέτουν τη χρηματοδότηση. Γιατί αυτή τη στιγμή τα πανεπιστήμια έχουν τακτικούς προϋπολογισμούς που είναι στο 50% σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση. Γιατί το 2025 η επιχορήγηση για τη συντήρηση είναι 50% μειωμένη, την ώρα που αρκετά κτίρια ήδη εμφανίζουν προβλήματα παλαιότητας (κοινώς θα αρχίσουν να πέφτουν σοβάδες στα κεφάλια των φοιτητών). Γιατί η χρηματοδότηση ανά φοιτητή παραμένει στο 1 / 3 του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, την ώρα που θεωρούμε ότι το μέλλον της χώρας είναι η έρευνα, η τεχνολογία και η διαμόρφωση εργατικού δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης, στραγγαλίζουμε οικονομικά τα ιδρύματα που κατεξοχήν παράγουν έρευνα, τεχνολογία και εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό.

Ως δεύτερη προτεραιότητα θέτουν την υποστελέχωση ιδίως σε διοικητικό προσωπικό, αλλά και σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Να το πω απλά: ζητάμε π.χ. να έχουν καλύτερη φύλαξη, αλλά δυνατότητα να προσλάβουν φύλακες σε ικανό αριθμό δεν έχουν. Ούτε μπορούν να έχουν όλο το διδακτικό προσωπικό που χρειάζονται, παρότι είναι γνωστό ότι η προσφορά θέσεων διδακτικού προσωπικού εκτός όλων των άλλων είναι τρόπος για να αντιστραφεί το brain drain.

Έπειτα, οι Πρυτάνεις υπογραμμίζουν ότι πρέπει η Πολιτεία να βοηθήσει με το πρόβλημα των λεγόμενων «αιώνιων φοιτητών». Γιατί χωρίς νομοθετική ρύθμιση τα πανεπιστήμια θα βρεθούν αντιμέτωπα με την υποχρέωση διαγραφών, κάτι που με τη σειρά του μόνο ως θρυαλλίδα θα λειτουργήσει. Και αυτό παρότι τα Πανεπιστήμια έχουν κάνει πολύ σοβαρές προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια μόνιμη ρύθμιση που θα εξασφάλιζε ότι φοιτητές που θέλουν και μπορούν να πάρουν πτυχίο, ακόμη και εάν για διάφορους λόγους καθυστέρησαν, θα έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.

Και βέβαια τα πανεπιστήμια έχουν και συγκεκριμένες προτάσεις για τα θέματα ασφαλείας. Καταρχάς λένε το αυτονόητο: ότι όλα αυτά πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες κάθε ιδρύματος. Άλλες οι ιδιαιτερότητες στα ιδρύματα στο κέντρο, άλλες σε πανεπιστημιουπόλεις, άλλες είναι οι προτεραιότητες στην επαρχία, άλλες στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Δεύτερον, ότι και εδώ χρειάζεται οικονομική ενίσχυση, γιατί διαφορετικά τα σχέδια θα μείνουν στα χαρτιά. Και τρίτον υπενθυμίζουν αυτό που η κυβέρνηση διαρκώς ξεχνά: ότι χωρίς άσυλο τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να θεωρούνται αποκλειστικά υπεύθυνα για την προστασία των χώρων, αλλά πρέπει και η Πολιτεία να κάνει έναν απολογισμό του εάν όντως παίρνει την υπόθεση στα σοβαρά.

Όλα αυτά απλώς έρχονται να υπογραμμίσουν ότι εάν θέλουμε να γίνουν καλύτερα τα πανεπιστήμια – και προφανώς πρέπει να θέλουμε να γίνουνε καλύτερα αφού εκεί παράγεται και συζητιέται το μέλλον της χώρας – θα πρέπει να τα ακούσουμε προσεκτικά. Να ακούσουμε τις ανάγκες τους και τις προτεραιότητες που θέτουν και να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την πανεπιστημιακή κοινότητα ως κακομαθημένα παιδιά που θα τους υποδείξει η Πολιτεία ποιο είναι το συμφέρον τους.

Σε τελική ανάλυση για πάρα πολλά θέματα επιλέγουμε να ακούμε τα πανεπιστήμια και να κάνουμε αυτό που υποδεικνύουν: αρκεί να σκεφτούμε την πανδημία ή τους σεισμούς. Και καλά κάνουμε.

Επομένως, ας ακούσουμε τα ίδια τα πανεπιστήμια όταν ιεραρχούν τα προβλήματά τους και προτείνουν λύσεις.

πηγή