Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Η συγκίνηση για το θάνατο του Πέπε Μουχίκα ήρθε να θυμίσει ότι εξακολουθούμε να αναζητούμε το πάντρεμα της ηθικής με την πολιτική
Δεν είναι τυχαίο ότι ο θάνατος του Πέπε Μουχίκα προκάλεσε, παγκοσμίως, τόσο μεγάλη συγκίνηση.
Γιατί, όπως και να το δει κανείς, ήταν ένας πολιτικός που αποτελούσε εξαίρεση από πολλές απόψεις.
Δεν ήταν μόνο ότι ήταν ένας παλιός αντάρτης, του κινήματος των Τουπαμάρος, που πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή. Είδαμε, σε διάφορες χώρες, ανθρώπους με ανάλογη διαδρομή, να καταλήγουν το αντίθετο του νεανικού εαυτού τους.
Ούτε, απλώς, ότι ήταν ένας πετυχημένος πρόεδρος της Ουρουγουάης που κατάφερε στο τέλος τη θητείας του να δει τη χώρα του να είναι σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του.
Ήταν και ο τρόπος που με σαφήνεια απαρνήθηκε κάθε έννοια πολυτέλειας και προνομίων. Κρατούσε για τον εαυτό του ένα μικρό μόνο μέρος της προεδρικής αποζημίωσης και δώριζε το 90% σε κοινωνικά προγράμματα. Ζούσε όχι στο προεδρικό μέγαρο, αλλά στο αγρόκτημα που είχε με τη σύζυγό του. Οδηγούσε έναν παλιό «σκαραβαίο».
Πόσους εν ενεργεία πολιτικούς που διαλέγουν αυτό τον δρόμο της απλότητας και της συνειδητής φτώχειας, μπορούμε να σκεφτούμε;
Μπορούμε όμως να σκεφτούμε αρκετούς πολιτικούς που είδαν –και βλέπουν– την πολιτική ως επικερδή δραστηριότητα.
Παραγνωρίζοντας εκείνη τη βασική αρχή ότι ο σωστός πολιτικός από την πολιτική βγαίνει φτωχότερος σε σχέση με το πώς ήταν πριν μπει.
Και δεν το λέω αυτό υποκύπτοντας σε εύκολο λαϊκισμό. Αλλά γιατί με την εξουσία του πλούτου, παγκοσμίως, να αυξάνεται, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη για ανεξαρτησία σε κάθε επίπεδο των πολιτικών.
Γιατί δεν είναι μόνο ο κίνδυνος «πολιτικής διαφθοράς». Είναι ο τρόπος που «κανονικοποιείται» μια συνολικότερη πολιτική και ιδεολογική συναλλαγή. Γιατί οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι πρέπει να… ανταμείβονται για την προσφορά τους, που δεν έχουν πρόβλημα με τις εκάστοτε χορηγίες, που περνούν συχνά τις «περιστρεφόμενες πόρτες» ανάμεσα σε πολιτική και επιχειρήσεις, είναι πολιτικοί που αργά ή γρήγορα χάνουν την αίσθηση του «δημόσιου συμφέροντος» και το ταυτίζουν με αγοραίο συμφέρον.
Όμως, η ουσία της πολιτικής είναι η ικανότητά της να συμβάλει στην αλλαγή των πραγμάτων. Μόνο που για να το κάνει αυτό πρέπει να μπορεί να συγκρούεται, πρέπει να μπορεί να τιθασεύει, όταν αυτό χρειάζεται, και την αγορά. Διαφορετικά, κοινωνική πρόοδος δεν μπορεί να υπάρξει.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε όντως ανάγκη από πολιτικούς που κάνουν πράξη αυτή την ανεξαρτησία από τον πλούτο και που διαλέγουν μια φτώχεια που σε τελική ανάλυση τους κάνει να καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα και την πραγματικότητα που ζουν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους των οποίων καθορίζουν τις τύχες. Όταν ο τρόπος ζωής κάποιου είναι πραγματικά κοντινός σε αυτόν των ανθρώπων για τους οποίους παίρνεις αποφάσεις, είναι πιο πιθανό να έχει επίγνωση και των πραγματικών προβλημάτων τους, άρα και των πραγματικών αναγκών τους.
Όχι γιατί από μόνη της η φτώχεια είναι εγγύηση ορθών αποφάσεων. Αλλά τουλάχιστον εγγυάται λιγότερες αποφάσεις υπαγορευμένες από αυτούς που το μόνο που δεν έχουν στο νου τους είναι το δημόσιο συμφέρον. Και εξασφαλίζει αυτιά ανοιχτά στην αγωνία της κοινωνίας.