Του Γιώργου Ηλιόπουλου
Όπως καθίσταται προφανές, δασμοί της τάξης του 0% συνεπάγονται μηδενικά έσοδα, όπως επίσης και ανάλογοι στο 100%, όπως αποκαλύπτει και η πρόσφατη προσωρινή ολιγοήμερη διακοπή εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ και Κίνας, όταν η μία πλευρά επιβάλλει δασμούς της τάξης του 145% και η άλλη ανάλογους στο 125%.
Η καμπύλη πάντως στοιχειοθετεί πως δασμοί στο εύρος του 10% έως 15%, εισφέρουν σημαντικά ποσά νέων εσόδων, χωρίς να προκαλούν ζημία στην οικονομική δραστηριότητα, με την αρχική απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ, για καθολικούς δασμούς σε όλες τις εισαγωγές της τάξης του 10%, να κινείται προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Ούτως ή άλλως, ο Arthur Laffer, αποτελεί βασικό οικονομικό σύμβουλο του νέου προέδρου από την αρχή της προεκλογικής περιόδου και μάλιστα κατά την διάρκεια της προηγούμενης θητείας του, ο Ντόναλντ Τραμπ τον τιμά το 2019 με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας, την ανώτατη διάκριση της χώρας για Αμερικανό πολίτη.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη ηγεσία, η νέα κυβέρνηση αντιλαμβάνεται πως η χώρα οφείλει να εγκαταλείψει την τακτική της λειτουργίας της οικονομίας με δυσθεώρητα υψηλά ελλείμματα, από την στιγμή μάλιστα που η διεθνής καθαρή επενδυτική θέση των ΗΠΑ βυθίζεται στο αρνητικό επίπεδο των 25 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που ισούται περίπου με το σύνολο των ελλειμμάτων των Αμερικανών κατά την διάρκεια τω τελευταίων τριών δεκαετιών.
Μετά το 2015, οι αλλοδαποί θεσμικοί επενδυτές σχηματίζουν μεγάλες θέσεις στις μετοχές των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, αλλά εάν η επενδυτική έκρηξη αρχίσει να φθίνει, οι ΗΠΑ θα αναγκασθούν να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να πείσουν τους επενδυτές εξωτερικού να αγοράζουν τίτλους του αμερικανικού ομοσπονδιακού δημοσίου, δεδομένο που συνεπάγεται πως θα προσφέρουν μεγαλύτερα επιτόκια για να προσελκύσουν κεφάλαια.
Οι αμερικανικές εισαγωγές
Πιθανότατα παραμένει αδύνατον να υπολογισθούν διάφορες αντικρουόμενες δυνάμεις που πρόκειται να ενεργοποιηθούν και οι περιορισμοί στην προσφορά θέτουν ένα μεγάλο ζήτημα, με τις ΗΠΑ να υποφέρουν από ελλείψεις εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού, όπως διαπιστώνει απογοητευμένος ο όμιλος της TSMC από την Ταϊβάν, κατά την περίοδο κατασκευής των εγκαταστάσεων παραγωγής μικροεπεξεργαστών στην Αριζόνα.
Οι ΗΠΑ εισάγουν πλέον το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαιουχικών αγαθών, γεγονός που συνεπάγεται πως οι εγχώριοι κατασκευαστές δεν έχουν την δυνατότητα να αντικαταστήσουν τα εισαγόμενα είδη με εγχωρίως παραγόμενα, χωρίς να προμηθευθούν από το εξωτερικό περισσότερες μηχανές και διάφορα απαραίτητα παρελκόμενα. Η Καμπύλη Laffer αντικατοπτρίζει την κοινή λογική, αλλά αποδεικνύεται και πανίσχυρη, με το σημείο που ανακλά την μέγιστη δυνατή φορολόγηση να καταπνίγει ταυτόχρονα και την ανάπτυξη.
Ο εντοπισμός του μέγιστου σημείου στην καμπύλη δεν αποτελεί κάτι αυταπόδεικτο, αλλά θέτει με σαφήνεια ένα πλαίσιο στο πρόβλημα, με τους υποστηρικτές στην πλευρά της προσφοράς να προβάλλουν το επιχείρημα ότι η οικονομική ανάπτυξη που προέρχεται από την μείωση της φορολογίας θα αντισταθμίσει το κόστος έκδοσης νέων τίτλων για να καλυφθεί το μεταβατικό κενό στα έσοδα, αναφερόμενοι όμως σε μία εποχή που η σχέση χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ, μόλις φθάνει το 30%, όταν όμως υπερβαίνει πλέον το 125% και ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής ανέρχεται τότε στο 70%, όταν έχει πλέον περιορισθεί στο 37%.
Η Σχέση Καμπύλης και Εσόδων
Ο νέος υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ αποκαλεί το δημόσιο χρέος “καταστροφικό” και αναμφίβολα έχει τους λόγους του, αλλά και αντιλαμβάνεται πως η χώρα έχει την ανάγκη νέων πηγών εσόδων με τους δασμούς να αποτελούν κομβικό στοιχείο του νέου μείγματος οικονομικής πολιτικής.
Μία εβδομάδα μετά την αφοριστική του δήλωση, ο γνωστός οίκος αξιολόγησης Moody’s υποβαθμίζει το αξιόχρεο της αμερικανικής οικονομίας από την ανώτατη επενδυτική βαθμίδα Αaa σε Αa1. Η απόφαση κρίνεται περισσότερο πολιτική από την στιγμή που ο οίκος την αναβάλλει διαρκώς από το 2021 και σαφέστατα στρέφεται εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ, που έχει κάθε λόγο να αντιδράσει.
Μία Καμπύλη Laffer για τους δασμούς πάντως έχει κάποιες διαφορές και σε αντίθεση με την ανάλογη για τους φόρους, τα έσοδα δεν μηδενίζονται, από την στιγμή που τα τέλη επιβάλλονται σε τιμές και όχι σε εισοδήματα. Η δεξιά πλευρά της καμπύλης παραμένει επάνω από τα επίπεδα του μηδενός, αν και οι πολύ υψηλοί δασμοί θα προκαλέσουν απώλεια εσόδων από την στιγμή που θα μειωθούν οι εισαγωγές και θα συρρικνωθεί η οικονομική δραστηριότητα.
Οι ήδη γενικοί δασμοί της τάξης του 10% πρόκειται να αποφέρουν έσοδα της τάξης των 300 δισεκατομμυρίων (δισ.) δολαρίων, με ένα μέρος τους να προέρχεται από τους αλλοδαπούς εξαγωγείς και όχι από τους Αμερικανούς πελάτες τους, είτε μέσω συναλλαγματικής υποτίμησης, είτε μέσω ελάττωσης του περιθωρίου κέρδους. Εάν χονδρικά υποτεθεί πως θα επιβαρυνθούν με το 50% των συνολικών τελών, τότε η τιμές των εισαγόμενων αγαθών θα αυξηθούν μόνον κατά 5%, οπότε και δεν πρόκειται να επηρεάσουν σημαντικά την εσωτερική αγορά των ΗΠΑ.
Εάν στα 300 δισ. δολάρια προστεθούν και 200 δισ. δολάρια από τις περικοπές και κάποιες μικρές μειώσεις επιτοκίων ελαττώσουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους κατά ακόμα 200 δισ. δολάρια, τότε το σύνολο των 700 δισ. δολαρίων περιορίζει το έλλειμμα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη δημιουργεί τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο για να επεκταθούν οι μειώσεις φόρων εισοδήματος του 2019, ευνοώντας την οικονομική δραστηριότητα, την αγορά εργασίας και συνεπακόλουθα την ανάπτυξη. Ήδη οι περικοπές που επιχειρεί ο Έλον Μασκ με το επιτελείο του, οδηγούν τον προϋπολογισμό τον Απρίλιο σε πλεόνασμα και μάλιστα το μεγαλύτερο από το υψηλό του 2021 του ιδίου μηνός.
Επιπτώσεις των δασμών στις εισαγωγές
Οι εισαγωγές αναμένεται να μειωθούν με έναν δασμό της τάξης του 15% να περιορίζει την αύξηση των εσόδων στα 350 δισ. δολάρια, αν και οι εξαγωγείς θα υπομείνουν, όπως και στην περίπτωση του 10% το ίδιο βάρος και η οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση των τελών θα ελαττώσει την συμμετοχή των εξαγωγέων αναλογικά στο κόστος.