Της Δέσποινας Τερτιλίνη, Μέλους του Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ”ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ”
Β’ μέρος
Ο Μανουήλ Β΄ 1391-1425, καλλιεργημένος με φιλολογικές και θεολογικές κλίσεις, δεν κατάφερε να ανακόψει την πορεία του Βυζαντίου προς την πτώση. Εκμεταλλεύτηκε ωστόσο τις συγκυρίες. Στην Α΄ πολιορκία της Πόλης από τον Βαγιαζήτ οργανώθηκε από τον βασιλιά της Ουγγαρίας Σιγησμούνδο αντιτουρκική σταυροφορία με Γερμανούς, Γάλλους, Πολωνούς, Βοημούς, Ιταλούς, Ισπανούς, Άγγλους, Βλαχιώτες με τον ηγεμόνα Mircea, Βενετούς και Γενοβέζους που συμφώνησαν να επιτηρούν αντίστοιχα τα Στενά και τον Εύξεινο Πόντο. Συγκεντρώθηκε ισχυρή δύναμη 100.000 ανδρών που απέτυχε λόγω ασυνεννοησιών και διχογνωμιών στο σχέδιο των επιχειρήσεων και η τούρκικη πολιορκία συνεχίστηκε.
Οι εκκλήσεις του Μανουήλ προς την Δύση έφεραν 1200 Γάλλους στρατιώτες με τον στρατάρχη – πρεσβευτή τους ο οποίος αφού διέσπασε τον τούρκικο κλοιό της Πόλης, έκανε μικροεπιχειρήσεις στα περίχωρα φτάνοντας ως την Μικρά Ασία αλλά κατανοώντας ότι χρειαζόταν πολύ περισσότερες δυνάμεις του πρότεινε να κάνουν μία γύρα μαζί διότι η προσωπικότητά του θα τους κέρδιζε όλους. Αυτό και έγινε αλλά ο Μανουήλ έπαιρνε μόνον υποσχέσεις.
Η συντριβή του στρατού του Βαγιαζήτ το 1402 στην Άγκυρα και η αιχμαλωσία του από τον Ταμερλάνο και τους Τατάρους του κατάφεραν την αναβολή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης για μισό περίπου αιώνα καθώς έδωσαν την ευκαιρία στον Μανουήλ να χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν καλύτερα το πατροπαράδοτο όπλο της βυζαντινής διπλωματίας μέσω της ανάμειξης του στα εσωτερικά ζητήματα του Οθωμανικού θρόνου, όταν οι γιοί του Βαγιαζήτ άρχισαν να φιλονικούν για την διαδοχή.
Οι βυζαντινοί πέτυχαν να έχουν την εύνοια του Μωάμεθ Α΄ ή Μεχμέτ ο οποίος σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη τους παραχώρησε Θεσσαλονίκη, Σκιάθο, Σκόπελο, Σκύρο, περιοχών Ευξείνου Πόντου και Θάλασσας του Μαρμαρά και διατήρησε φιλικές σχέσεις δια βίου ασχολούμενος με την σταθεροποίηση της διοίκησης, την κατασκευή φρουρίων κατά μήκος των συνόρων και τον εξωραϊσμό των πόλεων.
Ο Μανουήλ Β΄ μετέβη στην Πελοπόννησο για να την ενισχύσει. Άκουσε τις εισηγήσεις του Πλήθων – Γεμιστού για την αναδιοργάνωση του κράτους βάσει αρχαιοελληνικών αρχών και προτύπων, οχύρωσε τον Ισθμό κτίζοντας το Εξαμίλιον. Αναγκάστηκε να επιβάλει ειδικούς φόρους τους οποίους μερικοί μεγαλογαιοκτήμονες τους αισθάνθηκαν ιδιαίτερα βαρείς και στασίασαν. Τους συνέντριψε και τους έστειλε υπό περιορισμό στην Πόλη.
Επί εξουσίας του Ιωάννη Η΄ 1425-1448 η επικράτεια του Βυζαντίου περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της καθώς και στο Δεσποτάτο του Μωρέως όπου με την ενσωμάτωση του Πριγκιπάτου Αχαϊας σημειώθηκαν οι τελευταίες βυζαντινές επιτυχίες. Βενετικές κτήσεις ήταν Μεθώνη, Κορώνη, Άργος, Ναύπλιο, Ναυαρίνο. Ο Μουράτ ύστερα από βραχεία αλλά σκληρότατη πολιορκία κατέλαβε την Θεσσαλονίκη από τους Βενετούς το 1430 και ο πληθυσμός της, όσοι δεν σφάχτηκαν, οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία ενώ το ίδιο έτος παραδόθηκαν και τα Ιωάννινα εξασφαλίζοντας κάποια προνόμια.
Η κυριότερη στρατιωτική του μεταρρύθμιση ήταν η αναδιοργάνωση συνταγμάτων γενιτσάρων που τα αποτελούσαν αιχμαλωτισμένα χριστιανόπουλα. Καθορίστηκε ότι κάθε χριστιανική οικογένεια θα παρέδιδε ένα γιό στους αξιωματούχους του σουλτάνου. Ανατρέφονταν σε δικά τους σχολεία ως πιστοί μωαμεθανοί. Άριστα εκπαιδευμένοι αποτελούσαν τα επίλεκτα σώματα της σουλτανικής φρουράς. Τους απαγορευόταν ο γάμος για να είναι η ζωή τους αφιερωμένη στην υπηρεσία του.
Ο Ιωάννης ενέδωσε στις παπικές πιέσεις για Ένωση, προσδοκώντας στρατιωτική βοήθεια. Η πολυπληθής σύνοδος (700 μέλη) διήρκεσε όλο το 1438 στη Φεράρα, μεταφέρθηκε το 1439 στην Φλωρεντία για λόγους οικονομικούς και υγειονομικούς (επιδημία). Η μεταφορά και παραμονή των βυζαντινών έγινε με παπικά έξοδα, πράγμα που χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης σε κρίσιμα σημεία των διαβουλεύσεων. Η κυρίως βυζαντινή αντιπροσωπεία είχε 30 μέλη, επισκόπους και λαϊκούς. Στις μακρές και δύσκολες συζητήσεις σχετικά με το θέμα της ορθής ερμηνείας των Κανόνων Οικουμενικών Συνόδων και των Πατερικών κειμένων έπρεπε να γίνει παραδεκτό ότι οι δυτικοί είχαν την ορθότερη διατύπωση για την απόδοση ελληνικών θεολογικών όρων επειδή σπάνια συνέβαινε να βρεθεί το ακριβώς αντίστοιχο στα ελληνικά.
Τους απασχόλησε το παπικό filioque (το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού) και το δόγμα περί του κτιστού ή άκτιστου των ενεργειών του Θεού. Από τους φιλοσόφους ο Βησσαρίων και ο Ισίδωρος ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της λατινικής άποψης, ο Σχολάριος, ο Αμοιρούτζης, ο Τραπεζούντιος την δέχθηκαν. Ο Πλήθων κατάφερε να αποσύρει την υπογραφή του, αν και στο τέλος η Ένωση επιβλήθηκε με τη βία. Ο Μάρκος Ευγενικός (Έφεσσο) δεν υπέγραψε, παρόλο που απειλήθηκε ότι θα χάσει την επισκοπική του έδρα.
Το 1443 άρχισε η εκστρατεία κατά των Τούρκων με 25.000 από Ούγγρους, Πολωνούς, Βλαχιώτες, Σέρβους, Βουργουνδούς, Βενετούς. Παράλληλα ήταν σε εξέλιξη μία επανάσταση στην Αλβανία υπό τον Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη, μία εκστρατεία του Κωνσταντίνου, Δεσπότη Μυστρά στη Θεσσαλία και μία επικίνδυνη εξέγερση στην Καραμανία. Ο Μουράτ δέχθηκε την πρόταση για υπογραφή δεκαετής ανακωχής με αντάλλαγμα την απαλλαγή Σερβίας, Βλαχίας από τα δεσμά υποτέλειας.
Επειδή η συνθήκη δεν ικανοποίησε καμία πλευρά, ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι έπεισε τον Ουγγροπολωνό Λαδίσλαο Δ΄ να καταπατήσει τον όρκο του. Η αποφασιστική σύγκρουση κατέληξε σε ολοσχερή καταστροφή του στρατού του. Έπειτα ο Μουράτ επιτέθηκε κατά του Κωνσταντίνου ο οποίος υποχώρησε στο Εξαμίλιον (οχύρωση κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου). Κατά τη σύγκρουση ο Μουράτ εκπόρθησε τα οχυρώματα, ο Μυστράς έγινε φόρου υποτελή στον Μουράτ ενώ οι Τούρκοι ξεχύθηκαν στην Πελοπόννησο λεηλατώντας, αιχμαλωτίζοντας και σφάζοντας.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ 1449-1453, ανεβαίνοντας στον θρόνο κατείχε τις πόλεις Μήδεια, Αγαθούπολη, Πύργος, Αγχίαλος, Μεσημβρία στα παράλια Ευξείνου Πόντου, Ηράκλεια (Ραιδεστός), Σηλυμβρία, προάστια Πόλης κατά μήκος της Θάλασσας του Μαρμαρά, τον Μοριά, τα νησιά Ιμβρος, Θάσος, Σαμοθράκη, Λήμνος. Οι πρώτες πράξεις του Μεχμέτ με την άνοδό του στον οθωμανικό θρόνο ήταν η επικύρωση συνθηκών ειρήνης που είχε υπογράψει ο πατέρας του. Παρασυρμένοι από το φιάσκο της προηγούμενης ανόδου του Μεχμέτ που είχαν καταγράψει όλοι οι πρεσβευτές θεώρησαν ότι ήταν απίθανο να αναδειχθεί σε σοβαρή απειλή. Τα φαινόμενα απάτησαν.
Αμέσως μετά την κατάπνιξη της συνδυασμένης εξέγερσης των υποταγμένων πρόσφατα εμιράτων και την αναταραχή στα συντάγματα των γενιτσάρων που ζητούσαν μεγαλύτερους μισθούς που ο Μεχμέτ την αντιμετώπισε με υποχώρηση μερικών αιτημάτων, καθαίρεση διοικητή και προσχώρηση μεγάλου αριθμού σκευοφυλάκων και γερακάρηδων από το κυνηγητικό τμήμα που τους είχε εμπιστοσύνη, ο Κωνσταντίνος αναθάρρησε.
Έστειλε πρεσβευτές να του υπενθυμίσουν την μη καταβολή των χρημάτων που είχαν συμφωνηθεί για την συντήρηση του πρίγκιπα Ορχάν, τονίζοντας την ύπαρξη ενός διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου στην βυζαντινή αυλή. Ο Χαλήλ πασάς, ευμενής φίλος των χριστιανών με την ανοχή ενός ευλαβούς μουσουλμάνου της παλαιάς σχολής που είχε φθάσει στο σημείο να κατηγορηθεί αργότερα από τους ομοϊδεάτες του για δωροδοκία, εξοργισμένος τους είπε: «Ο μακαρίτης σουλτάνος ήταν επιεικής και ευσυνείδητος φίλος σας, ο τωρινός όχι… Γελιέστε αν νομίζετε ότι θα μας φοβίσετε με τις φαντασιώσεις σας… Δεν είμαστε ανόητα ή αδύναμα παιδαρέλια.
Αν θέλετε να ανακηρύξετε τον Ορχάν σουλτάνο της Θράκης, είστε ελεύθεροι να το πράξετε… Αν επιθυμείτε να ανακτήσετε τα εδάφη που χάσετε πριν από καιρό προσπαθήστε το. Ένα να ξέρετε όμως. Δεν θα καταφέρετε τίποτα από όλα αυτά. Το μόνο που θα πετύχετε είναι να χάσετε και ότι σας έχει απομείνει». O Μεχμέτ, καταλαβαίνοντας ότι του είχε δώσει πάτημα για να παραβεί τον δεκαετή όρκο του, και ακούγοντας ότι μία ιταλική μοίρα περιπολούσε κατά μήκος των Στενών, προχώρησε με τον στρατό του στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου.
Αποβιβάστηκε σε βυζαντινό έδαφος, μη καταδεχόμενος να ζητήσει την άδεια του Κωνσταντίννου. Παρατηρώντας με το οξύ του βλέμμα κατάλαβε ότι θα ήταν ωφέλιμο να κτίσει ένα φρούριο στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου απέναντι από το φρούριο Αναντολού Χισάρ για να επιθεωρεί τα πλοία που θα περνούσαν τον Βόσπορο.
Έβαλε σε πράξη το έργο του: Διέταξε την έξωση των Ελλήνων από τις πόλεις του Κάτω Στρυμόνα και την κατάσχεση εισοδημάτων, έστειλε διαταγές για την συγκέντρωση 1000 ειδικευμένων οικοδόμων και ανάλογο αριθμό ανειδίκευτων εργατών στη καθορισμένη τοποθεσία. Πριν βγει ο χειμώνας οι τοπογράφοι του εξέταζαν το έδαφος ενώ οι εργάτες γκρέμιζαν εκκλησίες και μοναστήρια που ήταν κοντά για συγκέντρωση οικοδομικών υλικών και επαναχρησιμοποίηση τους (διεθνής όρος spolia). Μεταξύ αυτών ήταν κάποιοι κίονες από τα γκρεμισμένα ερείπια του Ι.Ν. Ταξιάρχη Μιχαήλ.
Όσοι προσπάθησαν να τους αποτρέψουν κατεσφάγησαν. Η Βενετία υπέβαλε στις 27/8/1452 τέσσερεις μέρες πριν την ολοκλήρωση κατασκευής του φρουρίου πρόταση στη Γένουα για κοινή επιχείρηση καταστροφής του αφού και οι δύο είχαν ζωτικά συμφέροντα λόγω αποικιών να παραμείνει ανοικτός ο δρόμος προς τον Εύξεινο Πόντο. Αλλά η πρόταση απορρίφθηκε από τους Γενοβέζους που δυσπιστούσαν έναντι των Βενετών.
Η τοποθέτηση τριών μεγάλων πυροβόλων ήρθε με την εντολή: «Όποιο πλοίο δεν συμμορφωνόταν, θα βυθιζόταν». Πολύ χαρακτηριστικό είναι το πάθημα ενός Βενετικού πλοίου μετά την βύθισή του. Όσοι δεν πνίγηκαν αιχμαλωτίστηκαν, μεταφέρθηκαν στην έδρα του σουλτάνου στο Διδυμότειχο και αφού αποκεφάλισαν το πλήρωμα, ανασκολόπισαν τον πλοίαρχο δίπλα στο δημόσιο δρόμο.
Ο Κωνσταντίνος έστειλε διαδοχικά τρεις φορές πρεσβευτές. Την πρώτη για να υπενθυμίσει την παράβαση συνθήκης δέκα ετών και την ανάκληση αδείας του Μανουήλ για την κατασκευή του Αναντολού Χισάρ. Το αποτέλεσμα ήταν να διωχθεί η πρεσβεία. Τη δεύτερη έστειλε δώρα και παρακάλεσε να μην καταστραφούν τα χωριά στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Αγνοήθηκε όμως και πάλι. Την Τρίτη φορά αναζήτησε διαβεβαίωση ότι η κατασκευή του φρουρίου δεν είναι προάγγελος επίθεσης. Οι πρεσβευτές φυλακίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν.
Στην ανακήρυξη της Ένωσης εκκλησιών που διαβάστηκε 12/12/1452 στην Αγία Σοφία ο καρδινάλιος Βησσαρίων, θέλοντας να δείξει την αποδοχή του λαού ανέφερε ότι η εκκλησία ήταν υπερπλήρης, μόνον ο Γεννάδιος και 8 μοναχοί απουσίαζαν. Στην πραγματικότητα όμως ο Γεννάδιος τηρούσε σιγή μέσα στο κελί του. Ο λαός δέχθηκε το τετελεσμένο με σκυθρωπή παθητικότητα και εκκλησιαζόταν μόνον σε εκκλησίες με αμόλυντους ιερείς. Επήλθε ακόμα περαιτέρω διάσπαση μεταξύ ανωτέρων κληρικών και αξιωματούχων της αριστοκρατίας, όσων απέμειναν μετά την νυκτερινή φυγή τους για να γλιτώσουν τα δεινά.
Οι βυζαντινοί και είχαν πληρώσει ακριβά το τίμημα και είχαν εξαπατηθεί. Τα ανταγωνιζόμενα συμφέροντα των δυτικών δυνάμεων απέκλειαν εκ των προτέρων κάθε αποτελεσματική βοήθεια. Ο πιο ισχυρός ηγεμόνας στην Μεσόγειο ο Αλφόνσος Ε΄ της Αραγωνίας και Νεαπόλεως εποφθαλμιούσε για τον εαυτό του το αυτοκρατορικό στέμμα. Κάθε χώρα είχε άλλες προτεραιότητες. Οι Αγγλογάλοι επούλωναν τις πληγές τους από τον εκατονταετή πόλεμο. Ο Γερμανός αυτοκράτορας επιβουλευόταν το στέμμα της Ουγγαρίας και ήρθε σε ρήξη με τον Ουννιάδη στον οποίο ο Κωνσταντίνος είχε υποσχεθεί την παραχώρηση της Μεσημβρίας χωρίς όμως να καταφέρει να τον κινητοποιήσει.
Στην Αλβανία η συνεχής οθωμανική επιθετικότητα εναντίον του Καστριώτη που ακολουθούσε τακτική ανταρτοπολέμου δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την ανάληψη ενεργειών αντιπερισπασμού προς ανακούφιση της Πόλης. Έτσι, αν και συγγενής των Παλαιολόγων, δεν προσέφερε παρά μόνον παθητική βοήθεια. Ο πάπας Νικόλαος διέθεσε μόνον 200 Ιταλούς τοξότες. Οι Γενουάτες είχαν αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στις αποικίες τους Πέραν και Χίο που επηρεάζονταν άμεσα από τις εξελίξεις, αποφασίζοντας να τηρήσουν επισήμως ουδέτερη στάση για να αποφύγουν την ανοικτή εμπλοκή τους στις εχθροπραξίες.