Της Δέσποινας Τερτιλίνη, Μέλους του Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ”ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ”
Γ’ μέρος
Το Συμβούλιο του Πέραν έδωσε άδεια για δαπάνη 31.000 υπέρπυρων για πρόσληψη 100 μισθοφόρων από την Χίο. Ο κυβερνήτης Ποντεστά και μία ειδική υπηρεσία του Πέραν χρηματοδότησαν κρυφά με δάνειο εγγυημένο από την περιουσία του Μέγα Δούκα (πρωθυπουργός) Νοταρά στην Γένοβα ενώ διευκόλυνε μυστικά αρκετούς εθελοντές να περάσουν στην Πόλη. Οι Βενετοί επειδή διέμειναν στο εσωτερικό της επηρεάζονταν άμεσα. Ο βάιλος (μόνιμος διπλωματικός απεσταλμένος) επέβαλε την παραμονή των βενετικών πλοίων και όρισε την ευθύνη της άμυνας τεσσάρων κύριων πυλών των χερσαίων τειχών σε διακεκριμένους Βενετούς της Πόλης ενώ ο επικεφαλής των βενετικών γαλέρων ανέλαβε την διοίκηση όλων των πλοίων στον Κεράτιο κόλπο, του οποίου η είσοδος κλείστηκε με πλωτό φράγμα αποτελούμενο από βαριές αλυσίδες με πλωτήρες.
Από τους ιστορικούς της Άλωσης (Φραντζής, Δούκας, Χαλκοκονδύλης, Κριτόβουλος) μόνον ο Φραντζής ήταν αυτόπτης μάρτυρας των διαδραματιζόμενων ως αυτοκρατορικός γραμματέας. Στην αιχμαλωσία έχασε τις σημειώσεις του αλλά τις ξανάγραψε όσο ήταν ακόμη νωπές. Στην απογραφή που έκανε κατά εντολή του Κωνσταντίνου όλων των ανδρών ακόμα και των καλογήρων που ήταν ικανοί για όπλα βρέθηκαν 4.983 Έλληνες και λίγο κάτω από 2.000 ξένοι που το κύριο σώμα τους αποτελούνταν από 700 Γενουάτες με δύο γαλέρες και αρχηγό τον Giustiniani. Από αυτούς επτά βενετικά πλοία υπό τον Πιέτρο Νταβάντζο με 700 Βενετούς και άλλες οικογένειες αριστοκρατών είχαν εγκαταλείψει την Πόλη εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι κατά τις πρώτες μέρες της πολιορκίας.
Ο στρατός του Μεχμέτ υπολογίστηκε σε 80.000 άνδρες, ξεχωριστά οι ορδές των ατάκτων του. Όλο τον χειμώνα 1452 οπλουργοί από όλες τις κτήσεις κατασκεύαζαν κράνη, θώρακες, ασπίδες, ακόντια, σπαθιά, βέλη, βαλίστρες, κριούς. Ο στόλος του περιλάμβανε 6 τριήρεις, 10 διήρεις, 15 γαλέρες με κουπιά, 75 φούστες και 20 παραντάρια. Το καλοκαίρι του 1452 ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός κατασκευαστής πυροβόλων απευθύνθηκε στον Κωνσταντίνο για προσφορά πυροβόλου αλλά δεν είχε χρήματα όχι μόνον για τις υπηρεσίες του αλλά και για να του διαθέσει τις πρώτες ύλες. Στράφηκε στον Μεχμέτ που του έδωσε τετραπλάσιο μισθό και αφού δοκίμασε το πρώτο πυροβόλο που το τοποθέτησε στο Anadolu Hisari τον διέταξε να κατασκευάσει άλλο διπλάσιο. Για το δεύτερο με μήκος 26 ποδιών + 8 ιντσών (1 πόδι = 0,305 μέτρα) και βάρος βλήματος 600 κιλά μας δίνει την παραστατική περιγραφή της δοκιμής του ο Δούκας. Όταν πυροδότησε την πυρίτιδα και διαθερμάνθηκε ο αέρας που είχε μέσα του εξακοντίστηκε το βλήμα με βαρύ υπόκωφο και ουρανομήκη ήχο ενώ ο αέρας γέμισε ομιχλώδη καπνό σε απόσταση ενός μιλίου και χώθηκε στην γη σε βάθος 6 ποδιών. Τα χυτήρια του έβγαλαν και άλλα μικρότερα.
Λίγο πριν την πολιορκία ο Μεχμέτ ζήτησε από τον Σέρβο ηγεμόνα Μπράνκοβιτς να του στείλει 1500 ιππείς με το πρόσχημα ότι θα τους χρησιμοποιούσε εναντίον του διεκδικητή του θρόνου Καραμάνογλου. Φθάνοντας στο στρατόπεδο τους ανακοινώθηκε η αλήθεια. Οι Σέρβοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Αλλά τους δήλωσαν ότι αν το επιχειρούσαν θα τους σκότωναν μέχρι ενός. Έτσι βρέθηκαν να πολεμούν απρόθυμα στο πλευρό των Οθωμανών. Εξάλλου ο ίδιος είχε συγγενέψει με τον αυτοκρατορικό οίκο και το 1448 χρηματοδότησε την επισκευή ενός μέρους των τειχών της πόλης. Μετά την Άλωση εξαγόρασε πολλούς αιχμαλώτους. Σε μεσαιωνικά δημώδη σέρβικα χρονικά η άλωση αντιμετωπίζεται ως συμφορά του ίδιου του σερβικού λαού.
Τα τείχη σχημάτιζαν ένα τρίγωνο με ελαφρά καμπυλωμένες πλευρές. Κατά μήκος των ακτών του Κεράτιου κόλπου και της θάλασσας του Μαρμαρά ήταν μονά και υψώνονταν σχεδόν από την θάλασσα με δύο μικρά οχυρωμένα λιμάνια για ελαφριά πλεούμενα που δεν μπορούσαν να παρακάμψουν το ακρωτήριο να μπουν στον Κεράτιο λόγω των ισχυρών βορείων ανέμων. Το Θεοδοσιανό τριπλό τείχος κάλυπτε σχεδόν όλο το χερσαίο τμήμα από την Κερκόπορτα (κοντά στην Συνοικία Βλαχερνών) ως την Θάλασσα του Μαρμαρά. Απέναντι από τα μονά ευάλωτα τείχη της συνοικίας των Βλαχερνών τοποθετήθηκε από τον Μεχμέτ το κανόνι του Ουρβανού. Κάθε σειρά είχε διαφορετικό ύψος κλιμακωτό (χαμηλό τείχος με επάλξεις, εξωτερικό: 25 πόδια, εσωτερικό: 40 πόδια). Μπροστά από το χαμηλό τείχος υπήρχε βαθιά και φαρδιά (60 ποδιών) τάφρος ενώ υπήρχε και μία άλλη μικρότερη μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού. Ο Κωνσταντίνος διέταξε την εκβάθυνση της τάφρου λόγω προσχώσεων πολλών σημείων, την καταστροφή των γεφυρών και το κλείσιμο των πυλών της. Η είσοδος στον Κεράτιο κλείστηκε με βαρύ αλυσιδωτό φράγμα στερεωμένη σε πύργους του Πέραν και της Ακρόπολης.


Η άμυνά της στηριζόταν σε ακόντια, βέλη, βομβάρδες με βαλίστρες για να ρίχνουν πέτρες. Μόλις διαπιστώθηκε ότι οι κραδασμοί που προκαλούσαν οι εκπυρσοκροτήσεις πυροβόλων κατέστρεφαν ακόμα περισσότερο τα τείχη, υπήρξαν κατηγορίες για τους πυροβολητές από ανικανότητα ως υπόνοιες προδοσίας. Οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν να μειώσουν την κρούση των εχθρικών πυροβόλων κρεμώντας φύλλα από δέρματα ή μπάλες από ξύλα πάνω στα τείχη αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κάθε βράδυ γινόταν επισκευές με ξύλα και βαρέλια γεμάτα χώμα. Όταν κατεδαφίστηκαν δύο μικρά φρούρια έξω από τα τείχη τα Θεραπειά και το Στούδιο όλοι οι επιζώντες ανασκολοπίστηκαν απέναντι από τα τείχη για να βλέπουν οι αμυνόμενοι τι θα πάθαιναν.
Στην Πρίγκιπο (το μεγαλύτερο νησί της ομώνυμης συστάδας στη Θάλασσα του Μαρμαρά) το πάχος του τείχους που είχε κτιστεί από τους μοναχούς για προστασία τους από τους πειρατές ήταν τέτοιο που δεν επέτρεψε στα φορητά πυροβόλα να κάνουν ζημιές. Μόλις φύσηξε ευνοϊκός άνεμος τοποθέτησαν φρύγανα κατά μήκος των τειχών και τα άναψαν ρίχνοντας θειάφι και κατράμι. Όσοι δεν χάθηκαν στα χαλάσματα θανατώθηκαν. Ο άμαχος πληθυσμός δουλοποιήθηκε επειδή επέτρεψαν να προβληθεί αντίσταση.
Ύστερα από την πρώτη νικηφόρα ναυμαχία των αμυνόμενων για την κατοχή του Κεράτιου κόλπου, ο Μεχμέτ πέρασε τα πλοία του από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κόλπο μέσω της στεριάς του Πέραν, παρακάμπτοντας το αλυσιδωτό φράγμα για να ολοκληρώσει την περικύκλωση της Πόλης. Κατασκεύασαν ένα είδος τροχιοδρόμου σχηματισμένο από τροχοφόρα έλκυθρα με μεταλλικές ρόδες. Τα πόντισαν στην θάλασσα και με τροχαλίες τράβηξαν στην ακτή τα δεμένα πλοία ενώ ομοζυγίες βοδιών τα έσπρωχναν στους ανηφορικούς δρόμους. Οι εργασίες γίνονταν με απόκρυψη μαύρου καπνού από το κανόνι που υπήρχε στην πίσω μεριά του Πέραν.
Εσκεμμένα μερικά βλήματα έπεφταν στις επάλξεις τειχών του Πέραν, απομακρύνοντας τους αμυνόμενους από την παρατήρηση. Το σχέδιο των αμυνόμενων να σταλούν δύο μικρές φούστες που θα περνούσαν απαρατήρητες ανάμεσα σε τέσσερα μεγάλα μεταφορικά και γαλέρες για να κόψουν τα σχοινιά των αγκυρών τους και να τους πετάξουν εύφλεκτες ύλες προδόθηκε. Στην συνδυασμένη ναυμαχία που ακολούθησε με τα κανόνια και το πυροβολικό να ρίχνουν συνεχόμενες βολές ο Μεχμέτ κέρδισε μία νίκη, την περικύκλωσή της Πόλης από παντού. Ταυτόχρονα η διακίνηση εμπορευμάτων γινόταν πολύ δύσκολη καθιστώντας εμφανής την έλλειψη τροφίμων διότι ούτε τα αλιευτικά μπορούσαν να ψαρέψουν στον Κεράτιο.
Οι Οθωμανοί παράλληλα με τις ναυτικές και χερσαίες επιχειρήσεις είχαν αρχίσει από τις πρώτες μέρες της πολιορκίας τις προσπάθειες κατασκευής υπονόμων κάτω από τα τείχη από επαγγελματίες μεταλλωρύχους από τα ορυχεία του Νόβο Μπρούντο της Σερβίας. Γρήγορα τους ανακάλυψε ο Σκώτος μηχανικός Γκράντ γνώστης τεχνικής υγρού πυρός ο οποίος άνοιξε μία ανθυπονόμο, τους συνάντησε, μπήκε μέσα και έβαλε φωτιά στα ξύλινα στηρίγματα. Η οροφή τους έπεσε θάβοντας πολλούς από αυτούς. Αυτό συνεχίστηκε πολλές μέρες σε πολλά σημεία ταυτόχρονα. Η κατασκευή των ανθυπονόμων γινόταν από Έλληνες στρατιώτες με την καθοδήγηση του Γκράντ. Σε μερικές περιπτώσεις μπόρεσαν να τους διώξουν με καπνό, σε άλλες πλημμυρίζοντας τους υπονόμους με νερό από δεξαμενές που προορίζονταν να τροφοδοτούν με νερό την τάφρο.
Για την προετοιμασία της τελικής εφόδου οι Οθωμανοί είχαν κατασκευάσει στην διάρκεια της νύκτας έναν ξύλινο πύργο πάνω σε ρόδες επενδυμένο με δέρματα ζώων και με εσωτερικές σκάλες που οδηγούσαν σε μία εξέδρα στο ύψος περίπου των τειχών. Στην εξέδρα τοποθέτησαν κλίμακες εφόδου τόσο για χρήση τελικής εφόδου όσο και για προστασία των εργατών που γέμιζαν την τάφρο με πέτρες από γκρεμίσματα, κλαδιά, χώμα. Κατά την δοκιμή αντοχής του ξύλινου πύργου οι αμυνόμενοι πρόλαβαν και τοποθέτησαν βαρελάκια με μπαρούτι μέσα στα υλικά της τάφρου και το ανατίναξαν. Ο ξύλινος πύργος κατέρρευσε σκοτώνοντας όσους υπήρχαν πάνω του.
Η τελευταία τους ενθαρρυντική εμπειρία ήταν στις 23 Μαϊου όταν οι Οθωμανοί προσπάθησαν να υπονομεύσουν το τείχος των Βλαχερνών με το κόλπο της κατασκευής υπονόμων. Οι αμυνόμενοι συνέβαλαν μερικούς υπονομοποιούς μαζί με τον ανώτερο αξιωματικό τους, τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια αποκάλυψαν όλες τις άλλες θέσεις τους. Ανάμεσα τους υπήρχε ένας υπόνομος που η είσοδος ήταν κρυμμένος κάτω από τον ξύλινο πύργο – παρατηρητήριο του Μεχμέτ με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τις υπονομευτικές τους δραστηριότητες.
Όταν πια στο στρατόπεδο του Μεχμέτ είχε αρχίσει η αμφισβήτηση διότι η πολιορκία είχε ήδη κρατήσει επτά εβδομάδες και ο Χαλήλ πασάς την σιγόνταρε, οι πράκτορες του τον πληροφόρησαν ότι ένας στόλος διατάχθηκε να αποπλεύσει από την Βενετία και οι φήμες έλεγαν ότι ήδη είχε φθάσει στην Χίο. Ο Μεχμέτ έστειλε τον απεσταλμένο του Ισμαήλ γιο ενός εξωμότη Έλληνα υποτελή ηγεμόνα της Σινώπης στον Κωνσταντίνο με μήνυμα περί λύσης πολιορκίας, και υπαγωγή σε φόρο υποτέλειας με 100.000 χρυσά νομίσματα. Η απάντησή του: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ΄ εμόν εστίν ουτ΄ άλλον των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Αμέσως μετά άρχισε ένας συνεχής και σφοδρότατος βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών μέχρι να υποκύψουν από την εξάντληση και απόγνωση, ενώ κατά τις τελευταίες μέρες η εξάντληση νεύρων των αμυνόμενων είχε φέρει φιλονικίες και κατηγορίες μεταξύ Ελλήνων, Βενετών, Γενουατών.
Την παραμονή της άλωσης στρατιώτες και πολίτες τα ξέχασαν όλα και ενώ οι άνδρες εργάζονταν στην επιδιόρθωση των κατεστραμμένων τειχών εκ των οποίων το μεσοτείχειο είχε υποστεί εκτεταμένες καταστροφές, στην πόλη σχηματιζόταν λιτανεία προς τον Ι.Ν. της Αγίας Σοφίας σε μία τελευταία λειτουργία με εξομολόγηση και θεία κοινωνία, αδιαφορώντας αν την μετάληψη θα την έδινε ορθόδοξος ή καθολικός ιερέας. Εκεί ο αυτοκράτορας έβγαλε λόγο ενθαρρυντικό και ενωτικό που αναγράφεται από τον Φραντζή και τον Αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης. Φυσικά ο καθένας τα έγραψε πολύ αργότερα και ρητορικά προσθέτοντας υπαινιγμούς και αφορισμούς.
Τα ξημερώματα της Τρίτης 29 Μαϊου όρμησαν κατά κύματα ο στρατός του Μεχμέτ με πρώτους τους άτακτους μισόγυμνους Βασιβουζούκους, Γερμανούς, Ούγγρους, Ιταλούς, Σέρβους, ακόμα και Έλληνες που πολεμούσαν είτε για χρυσάφι είτε επειδή ήταν ήδη υποταγμένοι και όμηροι στα χέρια του.
Η τελική πράξη του δράματος παίχθηκε στην γωνία του τείχους των Βλαχερνών με το Θεοδοσιανό, όταν ο Μεχμέτ έριξε στην μάχη τους πειθαρχημένους και καλά εκπαιδευμένους γενίτσαρους. Όρμησαν στο χαμηλό τείχος ανεβαίνοντας ο ένας στους ώμους του άλλου για να στηρίξουν στερεότερα τις σκάλες τους ενώ οι αμυνόμενοι πετούσαν συνεχώς πέτρες ή έσπρωχναν τις σκάλες τους. Την κρίσιμη στιγμή που φαινόταν ότι οι γενίτσαροι δεν θα μπορούσαν να ανοίξουν δρόμο – ο αγώνας ήταν σώμα με σώμα – ένα βλήμα από το κανόνι του Ουρβανού γκρέμισε το χαμηλό τείχος σε αρκετό πλάτος και μια μικρή ομάδα γενιτσάρων προχώρησε μέσα από το ρήγμα του χαμηλού τείχους στην μεσοτείχια αυλή.
Παρατηρώντας την Κερκόπορτα (την είχαν κτίσει αλλά την ξανάνοιξαν επειδή επέτρεπε επιδρομές στα νώτα του εχθρού και ξέχασαν να την ασφαλίσουν) 50 γενίτσαροι πέρασαν από αυτήν ενώ οι περισσότεροι κοντοστάθηκαν σκεφτόμενοι ότι είναι ενέδρα και ζήτησαν ενισχύσεις ενώ ακόμα λιγότεροι άρχισαν να ανεβαίνουν την σκάλα του οδηγεί στις επάλξεις. Οι αμυνόμενοι που ήταν έξω από την πύλη γύρισαν προς τα πίσω για να ανακτήσουν τον έλεγχο της και να εμποδίσουν τους υπόλοιπους εξοντώνοντας τους. Τότε ένας πυροβολισμός από μικρή απόσταση τραυματίζει θανάσιμα τον Giustiniani.
Μέχρι να τον μεταφέρουν από τους δρόμους της πόλης κάτω στο λιμάνι όλοι οι Γενουάτες είχαν περάσει την Κερκόπορτα εγκαταλείποντας την μάχη. Οι περισσότεροι που τον είδαν συμπέραναν ότι η μάχη είχε κριθεί. Κάποιος φώναξε ότι οι Τούρκοι είχαν μπει μέσα. Ακολούθησε πανικός που τον αντιλήφθηκε ο Μεχμέτ «Η Πόλη είναι δική μας». Οι αμυνόμενοι, που στο μεταξύ συνήλθαν, προέβαλαν πεισματώδη αντίσταση αλλά ο μεγάλος αριθμός των γενιτσάρων τους απώθησε προς το εσωτερικό τείχος όπου πολλοί έπεφταν στην τάφρο. Από τις επάλξεις του χαμηλού τείχους τους τόξευαν οι Τούρκοι ενώ άλλοι ανέβηκαν το εσωτερικό τείχος χωρίς αντίσταση και ύψωσαν την ημισέλινο στον πύργο. Ακούστηκε κραυγή «Η Πόλις εάλω».
Δέσποινα Τερτιλίνη, Μέλος του Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ”ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ”