Το κρίσιμο δεν είναι ποιος θα τα βρει με ποιον στην αντιπολίτευση, αλλά εάν έχουν κάτι να πουν και εάν μπορούν να «φτιάξουν λαό»

 

Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου

Παρατηρώ τις συζητήσεις και τις αντιπαραθέσεις εντός της αντιπολίτευσης. Όλη η συζήτηση γίνεται με όρους γεωμετρίας: ποια κόμματα συμφώνησαν σε κοινή στάση για την πρόταση προανακριτικής. Ποια κόμματα υπέγραψαν μαζί δήλωση για τη Γάζα. Ποια ανταποκρίθηκαν στη μία ή την άλλη πολιτική πρόσκληση.

Δεν θέλω να πω ότι όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις ή οι συγκλίσεις δεν έχουν κάποιο  περιεχόμενο. Ούτε ότι δεν διατυπώνονται, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, επιχειρήματα. Αλλά ότι, πολύ απλά δεν αντιλαμβάνονται το ουσιώδες.

Και αυτό είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι ποιο κόμμα πηγαίνει με ποιο. Ούτε καν απλώς το εάν λέει κάτι. Το ερώτημα σήμερα είναι εάν κάποιο κόμμα, μέτωπο ή πρωτοβουλία «φτιάχνει λαό».

Η Νέα Δημοκρατία, ας πούμε φτιάχνει τον λαό της.

Αυτό το μειοψηφικό, αλλά αρκετά συμπαγές, τμήμα της κοινωνίας, που στις δημοσκοπήσεις δηλώνει ότι τα πράγματα κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, που βλέπει τα οικονομικά του να βελτιώνονται, που εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες επιδότησης που έδωσε το «επιτελικό κράτος» και που μοιράζεται την ίδια ιδεολογική αντιπάθεια για τα κοινωνικά κινήματα, τα «Εξάρχεια» σε όλες τις παραλλαγές τους.

Ο λαός της ΝΔ δεν είναι πλειοψηφικός και ως ένα βαθμό μπορεί να παρασυρθεί και από τις σειρήνες της ακροδεξιάς, που του χαϊδεύει ουκ ολίγα αντανακλαστικά. Όμως, σε αυτή τη φάση δίνει στη Νέα Δημοκρατία μια αφετηρία εκλογική που κανένα άλλο κόμμα δεν διαθέτει.

Ο λαός αυτός της ΝΔ δεν φύτρωσε μέσα σε μια μέρα. Αναλογεί σε κοινωνικές δυναμικές υπαρκτές που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε αυτές τις πολιτικές. Σφυρηλατήθηκε στην αντιπαράθεση με άλλες απόψεις και τοποθετήσεις. Ενισχύθηκε από ΜΜΕ που επένδυσαν σε αυτή τη γραμμή. Εξυπηρετήθηκε από στοχευμένες κρατικές πολιτικές.

Τι από όλα αυτά έγινε από την «άλλη πλευρά»;

Η άλλη πλευρά έχασε μέσα στις συνθήκες της εφαρμογής του τρίτου μνημονίου και του τρόπου που πήγαμε, μετά το τέλος του, στις εκλογές του 2019, τότε που κυριάρχησε η λογική του «χρηματοδοτικού μαξιλαριού», την ευκαιρία να κάνει τη δυναμική της αντίθεσης στα μνημόνια και της αποκήρυξης του παλαιού κομματικού συστήματος δυναμική διαμόρφωσης ενός νέου λαού. Το ίδιο και όταν θεώρησε, από το 2019 έως και σήμερα, ότι τη δουλειά θα την κάνει η δυσαρέσκεια από μόνη της, φέρνοντας την εξουσία σαν «ώριμο φρούτο». Κάτι που διατηρείται ακόμη και σήμερα με το βαθύ ρήγμα που γεννά το αίτημα για δικαιοσύνη για τα Τέμπη.

Παραβλέπει, δηλαδή, ότι από τη φύση της η δυσαρέσκεια, η οργή, η αγανάκτηση κινητοποιούν μεν, αλλά δεν συγκροτούν λαό, γιατί δεν υπερβαίνουν τον κατακερματισμό και την εξατομίκευση, ακόμη και εάν οι άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους και τις πλατείες.

Γιατί ο λαός για να φτιαχτεί θέλει ένα κοινό και συνεκτικό όραμα, ένα σύνολο στρατηγικών αιτημάτων που να ορίζουν όχι απλώς μια άλλη διακυβέρνηση, αλλά μια άλλη πορεία. Θέλει σχήματα που να ανασυγκροτούν τη συλλογικότητα σε όλα τα επίπεδα και τη κοινή ταυτότητα. Θέλει μια δημόσια σφαίρα, μέσων ενημέρωσης αλλά και δημόσιων διανοουμένων που να διαπαιδαγωγούν την κοινωνία πέρα από την αγανάκτηση και τη δυσαρέσκεια.

Θέλει ακόμη γνώση του ποια είναι η κοινωνία. Ποια είναι η κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων και της μεσαίας τάξης. Πώς ζει και για ποια πράγματα αγωνιά. Όχι μόνο αυτών που ψηφίζουν αλλά αυτών των ολοένα και πιο πολλών που δεν ψηφίζουν και που εάν ψήφιζαν το τοπίο θα ήταν διαφορετικό.

Θέλει μια ικανότητα να ακούς την κοινωνία. Γιατί πάντα έχει να πει πράγματα. Γιατί οι άνθρωποι σκέφτονται πολύ περισσότερο από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε. Και κάποτε υπήρχαν κινήματα, συνδικάτα, σύλλογοι, επιστημονικές ενώσεις που ως ένα βαθμό επέτρεπαν να ακούγεται η κοινωνία, κάτι που σήμερα δεν ισχύει και τα κόμματα εμπιστεύονται συχνά επαγγελματίες της επικοινωνίας για τους οποίους η πραγματική κατάσταση της κοινωνίας είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων μια στατιστική τάση προς ερμηνεία.

Και βέβαια θέλει ηγέτες που να μπορούν να αναμετρηθούν με αυτά τα καθήκοντα. Δηλαδή, ανθρώπους που να μπορούν να κάνουν τον κόπο όχι της επικοινωνίας και της προβολής, αλλά της σκέψης και της επεξεργασίας θέσεων. Που να μπορούν να αναμετρηθούν όχι απλώς με την κυβέρνηση, αλλά με την ιστορία. Που να θελήσουν να διδαχτούν από την κοινωνία, αλλά και να την καθοδηγήσουν.

Μόνο τότε θα μιλάμε για έναν άλλο λαό, πλειοψηφικό αυτή τη φορά και με γείωση όχι μόνο στις πιο αδικημένες και ταλαιπωρημένες κοινωνικές ομάδες, αλλά και στις πιο δυναμικές και δημιουργικές. Ένα λαό που θα μπορούσε να πάει τη χώρα σε άλλη κατεύθυνση.

Αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολο. Ούτε και μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Και σίγουρα θα περάσει δοκιμασίες. Όμως, είναι ο μόνος δρόμος για να αλλάξουν ουσιαστικά τα πράγματα και να βγούμε από τα σημερινά αδιέξοδα.

Και αυτό σημαίνει να επιστρέψει η στρατηγική. Γιατί όσο η πολιτική συζήτηση εγκλωβίζεται στην τακτική και, αναπόφευκτα, στους τακτικισμούς, στην επικοινωνία και τη διαχείριση του επιφαινόμενου, στην άμεση επικαιρότητα και τη «γεωμετρία», τόσο θα χάνεται πολύτιμος χρόνος. Και λαό δεν θα έχουμε…

πηγή