Η παράδοση δεν είναι φορτίο. Είναι πυξίδα. Και χωρίς πυξίδα, η έρημος δεν έχει έξοδο.
Του Μητροπολίτη Σιγκαπούρης και Νοτίου Ασίας, Κωνσταντίνου – Διδάκτορα Κοινωνιολογίας
Δεν είναι όλα για τον πολιτισμό. Κάποια είναι για την ψυχή. Κι αν την ψυχή την ξεριζώσεις, μετά τι να κάνεις με το κτίσμα; Απλά να το δείχνεις;
Υπάρχουν τόποι που μιλούν. Που δεν σου φωνάζουν στ’ αυτί αλλά σου ψιθυρίζουν στο στέρνο. Κατευθείαν στην καρδιά. Ένας τέτοιος τόπος είναι η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Στα βράχια εκείνα τα καμένα από ήλιο και σιωπή. Ανάμεσα σε μονοπάτια που δεν χαρτογραφούνται αλλά θυμούνται, στέκει μια ανάσα αιωνιότητας. Ένα μοναστήρι. Ένα καταφύγιο. Μια εστία. Μια φωνή ελληνική που ψέλνει ακόμα, όταν όλοι γύρω έχουν σωπάσει.
Δεν είναι θέμα πίστης. Μην το περιορίζεις εκεί. Δεν είναι αν ανάβεις κερί ή όχι. Είναι αν ξέρεις πού ανήκεις, πού πατούν τα πόδια σου όταν όλα γύρω σου είναι έρημος.
Η Μονή αυτή, δεν είναι απλώς “σημαντική”. Είναι σπονδή ιστορική, φτιαγμένη από δάκρυα και από τη λιτότητα της Ορθόδοξης Παράδοσης που δεν θέλησε να κατακτήσει, αλλά να υπηρετήσει. Και οι πέτρες της; Δεν είναι οικοδομικό υλικό. Είναι προσευχές που σκλήρυναν με τους αιώνες. Είναι ιστορίες που δεν έγιναν ποτέ ντοκιμαντέρ. Είναι μοναχοί που έζησαν κι έφυγαν χωρίς βιογραφικό, μόνο με το κομποσκοίνι στο χέρι.
Και μέσα σε όλη αυτή την άγρια ομορφιά, τι είναι που μας κρατά ακόμα εκεί; Το ελληνορθόδοξο ήθος. Το ύφος. Η γλώσσα. Η μελωδία των ψαλμών. Το χρώμα του ξύλου στην Ωραία Πύλη. Ο τρόπος που χτυπάει το τάλαντο χαράματα. Όχι σαν θόρυβος. Σαν δήλωση.
″Είμαστε ακόμη εδώ. Ελληνικά. Ορθόδοξα. Άκαμπτοι σαν φως στην έρημο.”
Και τώρα, κάποιοι λένε να το διεθνοποιήσουμε. Να το ανοίξουμε σε όλους, λέει, να γίνει «οικουμενικό μουσείο». Και γιατί όχι, λέει, να χάσει και την “ελληνική του ιδιοκτησία και ταυτότητα”. Να γίνει “ουδέτερο”. Ουδέτερη ψυχή όμως δεν υπάρχει.
Οτιδήποτε Ιερό δεν δημεύεται. Αν δεν θέλεις να το υπηρετείς τότε… το εγκαταλείπεις αλλά δεν το ιδιοποιείσαι. Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά δεν είναι ένας ακόμα “ιστορικός χώρος”. Δεν είναι τουριστικό αξιοθέατο. Δεν είναι ένα ακόμα αρχιτεκτονικό μνημείο. Είναι το αρχαιότερο εν λειτουργία μοναστήρι του κόσμου. Και είναι ελληνορθόδοξο. Αυτό δεν είναι μια απλή αναφορά καταγωγής. Είναι δήλωση ταυτότητας. Είναι πνευματική αλήθεια.
Το μοναστήρι φτιαγμένο από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, και από τότε, επί δεκαπέντε αιώνες, φυλάττει όχι μόνο την ορθόδοξη πίστη αλλά και μια ολόκληρη πολιτισμική μνήμη. Χειρόγραφα μοναδικά, εικόνες βυζαντινής τέχνης, και κυρίως το Ιερό Λείψανο της Αγίας Αικατερίνης, το οποίο δεν βρίσκεται εκεί για να εκτεθεί αλλά για να τιμάται. Δεν είναι μουσειακό εύρημα. Δεν είναι μούμια για γυάλινη προθήκη. Δεν είναι ένα θρησκευτικό έκθεμα για “πολυπολιτισμική παρατήρηση”. Είναι ένας ζωντανός σύνδεσμος με την αγιότητα, με το θαύμα, με το φως που φέρει η Ορθοδοξία.
Κι όμως, σήμερα, η Μονή απειλείται. Όχι από ληστές της ερήμου ή σεισμούς, αλλά από κάτι πιο ψυχρό: Τη δήμευση. Την επιχειρούμενη μετατροπή της σε “περιουσιακό στοιχείο του αιγυπτιακού κράτους”, αφαιρώντας τη διοίκηση από την ελληνορθόδοξη μοναστική του κοινότητα που επί αιώνες τη διαχειρίζεται με σεβασμό, αυτάρκεια και προσευχή. Μια διοίκηση που δεν εφευρέθηκε, αλλά παραδόθηκε από γενιά σε γενιά.
Η κίνηση αυτή δεν είναι απλή γραφειοκρατική υπόθεση. Είναι πνευματική απαλλοτρίωση. Είναι το γκρέμισμα μιας παράδοσης που άντεξε σε κατακτητές, αυτοκρατορίες και πολέμους, και τώρα καλείται να παραδώσει τα κλειδιά της σε μια κρατική δομή που δεν έχει ούτε τη γλώσσα, ούτε την πίστη, ούτε την κατανόηση αυτού που πάει να δημεύσει.
Γιατί στο Σινά δεν υπάρχει απλώς ένα όμορφο μοναστηράκι. Υπάρχει η φωνή μιας πίστης που αρνείται να γίνει τουριστικό φυλλάδιο. Υπάρχει μια ολόκληρη συλλογή θησαυρών — πνευματικών και υλικών — που σώθηκαν γιατί οι μοναχοί δεν τα πούλησαν, δεν τα διέθεσαν, δεν τα διαφήμισαν. Τα προστάτευσαν με νηστεία, προσευχή και σιωπή.
Και τώρα, τι ζητάμε από αυτούς τους ανθρώπους; Να μετατραπούν σε υπαλλήλους κρατικών συμφερόντων; Να δώσουν το λείψανο της Αγίας Αικατερίνης για “καλύτερη διαχείριση”; Να δουν τους θησαυρούς του μοναστηριού σε λίστες απογραφής, σαν να επρόκειτο για κεραμικά;
Η πίστη δεν εκτίθεται. Δεν τεκμηριώνεται σε Excel. Δεν οργανώνεται σε υπουργεία.
Η Αγία Αικατερίνη πρέπει να μείνει όπως είναι: Ελεύθερη στην έρημο της, κάτω από τον ίδιο ουρανό, με την ίδια γλώσσα προσευχής, το ίδιο αθόρυβο μεγαλείο, την ίδια αταλάντευτη ελληνορθόδοξη φλόγα. Γιατί δεν είναι μόνο μοναστήρι. Είναι παράδοση που ακόμα αναπνέει.
Αν πάρεις από το μοναστήρι τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα του, δεν το εκσυγχρονίζεις. Το ευνουχίζεις. Δεν το πας μπροστά. Το πετάς σε μια βιτρίνα όπου όλα μοιάζουν αλλά τίποτα δεν σημαίνουν. Τα μοναστήρια δεν είναι «χώροι πολιτιστικής ανταλλαγής». Είναι κιβωτοί πνεύματος. Είναι αγκαλιές που μυρίζουν λιβάνι. Είναι μνήμες που επιβίωσαν επειδή επέμειναν να μείνουν ίδιες.
Αν “χάσουμε” το Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, δεν “χάνουμε” ένα κτίσμα. Χάνουμε μια ελληνική ανάσα μέσα στην έρημο. Κι ύστερα, τι να την κάνεις την “πολυπολιτισμική συνεργασία”; Πού θα ανάψεις το κερί όταν όλα θα ’ναι ουδέτερα και ψυχρά;
Η Ορθοδοξία δεν είναι marketing plan. Δεν σερβίρεται με brochure και project management. Είναι πολιτισμός εσωτερικός. Και στο Σινά, αν σταθείς σιωπηλά, αν κάνεις λίγο πίσω τον εαυτό σου, θα τον ακούσεις. Θα νιώσεις τον ήχο της φλόγας του καντηλιού που τρεμοπαίζει. Την πέτρα που έχουν ακουμπήσει από αιώνες χείλη που προσεύχονταν. Τον παλμό της ιστορίας όχι όπως γράφεται, αλλά όπως χτυπάει δυνατάι.
Αυτή η φλόγα καίει ακόμη. Μην την φυσήξεις. Η παράδοση δεν είναι φορτίο. Είναι πυξίδα. Και χωρίς πυξίδα, η έρημος δεν έχει έξοδο.
Και όποιος πάει να τη δημεύσει, ας αναρωτηθεί: Αλήθεια, πώς μπορείς και τολμάς να δημεύεις το φως;