Τι ακριβώς σημαίνει για τους λαούς της Ευρώπης το νέο “δόγμα” περί ευρωπαϊκής άμυνας.
Κοινό άρθρο των Απόστολου Αποστόλου και Γιώργου Σαχίνη
Σε ομιλία του ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι στην Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Διάσκεψη στις 21 Απριλίου 1954 για τη διεθνή πολιτική της Ε.Ε. είχε πει: «Φυσικά, οι αμυντικές συμμαχίες και πάνω απ’ όλα οι εξοπλισμοί, που είναι συνέπεια αυτών, αποτελούν μια σκληρή προκαταρκτική αναγκαιότητα. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα αν δεν εξασφαλίσουμε έναν προστατευτικό προμαχώνα γύρω μας».
Από τότε υπήρχε ένας προβληματισμός για την ευρωπαϊκή άμυνα. Ο παραπάνω προβληματισμός επανήλθε με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, αλλά στην Ε.Ε. υπάρχουν πολιτικές ηγεσίες με μέτριο εγκέφαλο, με πολλά σκάνδαλα και με ύποπτους συναινετισμούς. Πρόκειται, δηλαδή, για πολιτικές ηγεσίες με αρρωστημένους ναρκισσισμούς, που βγάζουν τα απωθημένα τους σε κοινή θέα, με κομπορρημοσύνες σε απόλυτη ανισορροπία με τους πολιτικούς ρόλους τους, που μας μαστιγώνουν το μυαλό μας και τα ώτα μας με τις ατελείωτες πομπώδεις αβελτηρίες τους και μάλιστα με ύφος προσταγματικό.
Έτσι λοιπόν, οι ημιμαθείς επηρμένοι ηγέτες της Ε.Ε. με τις προχειρολογικές και πασαλειμματικές τους απόψεις ήρθαν ως αυταρχικοί θαλαμηπόλοι να επιβάλλουν και πάλι τα “διατάγματα προόδου” και να τραγουδήσουν τα καινούργια ορατόρια της ευρωπαϊκής άμυνας. Δηλαδή, με μια σειρά από στερεότυπα του νέου ακατέργαστου δόγματος για την ευρωπαϊκή άμυνα, βάζουν οι πολιτικές “ασκορβικές βλέννες” σε οικονομική περιπέτεια τις χώρες της Ευρώπης και τους λαούς της, αφήνοντας παράλληλα την αμυντική της προστασία στους νέους Τζένγκις Χαν, που τώρα πια τους αναγνωρίζουν ως Μαρία Τερέζα, λέγε με σήμερα Ερντογάν και αύριο, γιατί όχι ως συνέχεια του βαθέως τουρκικού κράτους, ακόμη και Ιμάμογλου.
Κατασκευασμένο κλίμα απειλής
Μπροστά σ’ ένα κατασκευασμένο κλίμα απειλής θέλησαν να κτίσουν μια τεράστια πολεμική αγορά τα πολιτικά ασπόνδυλα της Ε.Ε. και οι εφεδρείες τους, για να κυνηγήσουν σκιές φόβου, που εκείνοι κατασκεύασαν και να εξαναγκάσουν τους πολίτες της Ε.Ε. να χρηματοδοτήσουν τα μεγάλα κέρδη της πολεμικής βιομηχανίας. Μπροστά σε αυτήν την παράνοια κλήθηκε και η Τουρκία να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα, εισβάλλοντας έτσι στην Ε.Ε. από την πίσω πόρτα. Κι εμείς, σερνόμενοι και ακκιζόμενοι από την πολιτική της υποχώρησης και του κατευνασμού, αρνηθήκαμε να βάλουμε τους δικούς μας όρους στη στρατηγική πυξίδα της Ε.Ε.
Ούτε καν ως υποσημείωση στο νέο αμυντικό ευρωπαϊκό δόγμα δε βάλαμε τις απειλές της Τουρκίας απέναντί μας, για τις διεκδικήσεις που προβάλλει επί ελληνικού εδάφους, για το γεγονός της εισβολής και κατοχής της Κύπρου και να θέσουμε το ερώτημα, πώς είναι δυνατόν μια χώρα που έχει κάνει εισβολή και κατοχή σε μια ευρωπαϊκή χώρα να συνεργαστεί με την Ε.Ε. Αλλά εμείς με την ανίκητη δύναμη των ηλιθίων ως παρακολουθήματα των εξελίξεων, με τις ανούσιες και ξύλινες συζητήσεις μας, που σε κάνουν να ζηλεύεις τους κουφούς, συνεχίζουμε να κάνουμε εξωτερική πολιτική με την τακτική των “κλαψήδων”. Ασκώντας για μια ακόμη φορά την πολιτική του βουβού κλωθογυρίσματος της συμπόνιας και του παρακαλετού.
Συνεχίζουμε να μην έχουμε στρατηγική στην εξωτερική πολιτική (όχι ότι έχουμε στην εσωτερική πολιτική) και να λειτουργούμε με θέσεις στιγμής. Συνεχίζουμε αμετανόητα να μη διεκδικούμε αναλογικά με αυτά που προσφέρουμε. Και συνεχίζουμε να έχουμε ως κέντρο την πολιτική του κατευνασμού. Μέσα από αυτή την πολιτική του κατευνασμού βουλιάξαμε στην απραξία και συνεχίζουμε τις ήττες μας. Η Μονή του Σινά ήταν μια ακόμη ήττα της ίδιας πολιτικής, που κινείται στη μακαριότητα της ακινησίας μας. Εκ των υστέρων αναλωνόμαστε σε τηλεοπτικές διασκεδαστικές αψιμαχίες.
Συμβουλές διπλωματικής πολιτικής
Ας πάρουμε όμως μερικές συμβουλές για την άσκηση της διπλωματικής πολιτικής: «Σε μια κρίση, η παθητικότητά μας αυξάνει μόνο την αδυναμία μας. Και έτσι στο τέλος κάποιος τρίτος τέταρτος, ίσως κάποιος απίθανος αναγκάζεται να ενεργήσει ακριβώς πάνω στα προβλήματά μας και με συνθήκες πολύ λιγότερο ευνοϊκές», αυτά δίδασκε ο Χένρι Κίσινγκερ. Θυμίζει κάτι όλο αυτό; Σαφώς την πολιτική που ασκεί για χρόνια η ελληνική διπλωματική πολιτική εδώ και χρόνια με έναν όμως μοναδικό παροξυσμό τον τελευταίο καιρό. Και συνεχίζει κάπου αλλού ο Κίσινγκερ, λέγοντας ότι «η υποδούλωση του εχθρού χωρίς μάχη είναι η αληθινή κορύφωση της στρατιωτικής τέχνης».
Να λοιπόν πώς λειτουργεί η τουρκική εξωτερική πολιτική και πώς ρυθμίζει τη ροή των πραγμάτων. Ας το καταλάβουμε με τους Φαναριώτες μάθαμε τους Τούρκους πώς να παραχαράζουν την πολιτική. Ταυτόχρονα ο Κίσινγκερ μάς προειδοποιεί με κάτι που το βρίσκει στο “Πόλεμος και Ειρήνη” και το επαναλαμβάνει με έμφαση: «Μην έχετε ποτέ εμπιστοσύνη στους στρατιωτικούς γι’ αυτά που σας λένε και αυτό γιατί οι στρατιωτικοί καλύπτονται από ευήθεια και χρησιμοποιούνται μόνο ως πιόνια στην εξωτερική πολιτική».
Και κάπου αλλού πάλι ο Χένρι Κίσινγκερ μάς προειδοποιεί ότι «η διπλωματική αδυναμία μιας χώρας γίνεται πάντα ένας πειρασμός για χρήση βίας από τους αντιπάλους της». Αλλά και για τους στρατευμένους της πολιτικής μετριοπάθειας θα τονίσει ότι «η μετριοπάθεια στην πολιτική είναι αρετή μόνο για εκείνους τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι έχουν μια εναλλακτική λύση».
Σήμερα μιλάμε πολύ για διαπραγματεύσεις, αλλά μάλλον ως δευτεροτριτοβάθμιοι της διπλωματίας ίσως και να αγνοούμε ότι η διαπραγμάτευση έχει να κάνει με την εξεύρεση συμβιβασμού. Για να επιτευχθεί όμως η διαπραγμάτευση θα πρέπει να σταθμιστούν οι κίνδυνοι σε σχέση με τα οφέλη των πράξεών μας. Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να κατανοήσουμε τα όριά μας.
Εμείς όμως μάλλον δεν μπορούμε από την ίδρυση του νεο-ελληνικού κράτους να κατανοήσουμε την εθνική μας ψυχομετρία, πόσω μάλλον σήμερα σ’ έναν κόσμο ασύνορο και πολυαιτιατό να υπερασπιστούμε την ακεραιότητά μας. Μέσα στην πολυχρονική μας διπλωματική αιώρηση φτάσαμε να αγνοούμε πώς καθορίζονται οι κόκκινες γραμμές της διαπραγμάτευσης. Πώς στελεχώνεται μια ανάλυση κινδύνου-οφέλους με βάση τα διαφορετικά σενάρια διαπραγμάτευσης και πώς μπορούμε να υπερασπιστούμε τις αρχές μας. Έχουμε υιοθετήσει ότι η διαπραγμάτευση αποτελεί μια λεπτή τέχνη της εύρεσης ενός συμβιβασμού, που κάνει όλους εξίσου δυστυχισμένους. Αυτό δηλαδή που λέγεται καιρό τώρα από τις γεωδυναστείες του παγκοσμιοποιημένου μέλλοντος.
Ασπαζόμαστε μια πολιτική η οποία μας λέει ότι, σε αντίθεση με τις κόκκινες γραμμές, οι κατώτατες γραμμές τελικά είναι τα εργαλεία τακτικής. Και αυτό γιατί οι κατώτατες γραμμές προσφέρουν κάποιες ευελιξίες, που μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε ώστε να διαχειριστούμε τις υποθέσεις μας.
Αυτή η παράδοξη λογική της ελληνικής πολιτικής διπλωματίας έχει πίσω της μια πορεία. Είναι η πολιτική που χαράχτηκε στον νεότερο βίο μας, από τους μεγάλαυχους πολιτικάντηδες.
Η ελληνική πολιτική διπλωματία των σοφολογιότατων, που χρόνια έχει φετιχοποιηθεί η λέξη προστασία. Είναι η φιλοσοφία της «προστασιολογίας», η οποία είναι τόσο γνωστή ήδη από τα “Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη” και φτάνει έως τις μέρες μας. Μάλιστα, ο βαθμός εξάρτησής μας επιδεινώνεται και έχει καταστεί ακλόνητη νοοτροπία, που εμπεριέχεται ιστορικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πρόβλημα το οποίο δεν απορρέει μόνο από κάποια πρόθεση ιμπεριαλιστικής πολιτικής, αλλά και από την ιστορική κατάσταση, η οποία μεταφέρεται αταβιστικά και συντρέχει όλους τους ιστορικούς μας πόλους. Το παρακάλι του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη και του Θεμιστοκλή Τρικούπη στην Αγγλία, όταν ο Ιμπραήμ εισέβαλε στην Ελλάδα για να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση, αποτελεί για χρόνια το ισοζύγιο της πολιτικής μας διπλωματίας.
Να γιατί οι κόκκινες γραμμές στην Ελλάδα γίνονται κόκκινες κορδέλες. Να γιατί δε φροντίζουμε να βρούμε και να αξιολογήσουμε τις προθέσεις των ομολόγων μας όταν διαπραγματευόμαστε, αλλά βάζουμε πρώτα απ’ όλα τι μπορούμε να παραδώσουμε. Το εγκληματικό ότι αυτή η εξωτερική πολιτική, αυτό το οξείδωμα διπλωματίας, ασκείται για πολλά χρόνια και με βερμπαλίζουσα ρητορική, πλασάρεται ως επίτευγμα. Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα είναι: ρήξη ή ενσωμάτωση με τον συμβιβασμό στην υποταγή;
* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας.
* Ο Γιώργος Σαχίνης είναι δημοσιογράφος.