Του Δρ. Δημήτρη Μακρή, Δρ. Φυσικός Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Η δύναμη των μαζών δεν είναι πάντα δύναμη λογικής, είναι συχνά ένα κύμα συναισθήματος, μίμησης και παραίτησης από την ατομική κρίση. Ο Gustave Le Bon στο έργο του για την Ψυχολογία των Μαζών περιγράφει πώς η συλλογική συνείδηση μεταμορφώνει το άτομο: η κριτική ικανότητα μειώνεται, η ευθύνη διαχέεται, και το πλήθος ενθουσιάζεται, φανατίζεται, ακολουθεί ή εναντιώνεται.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συμπεριφορά ενός δημόσιου προσώπου που απευθύνεται στο φίλαθλο κοινό, δεν αποτελεί απλώς ατομική πράξη είναι ευθέως σινιάλο και πρόκληση προς τις μάζες και ένδειξη ανεξέλεγκτης ατομικής ισχύος. Όταν αυτό το σινιάλο περιέχει ακρότητες και φανατισμό, τότε δεν έχουμε μπροστά μας απλή εκτροπή, αλλά έναν επιταχυντή κοινωνικής αποσύνθεσης, που πολλές φορές οδηγεί και στην απώλεια ανθρωπίνων ζωών.

Σήμερα πολλές φορές, ο ελληνικός αθλητισμός, με την παγκόσμια απήχηση, μοιάζει αιχμάλωτος του κληρονομικού πλούτου. Η κληρονομιά καθορίζει ποιος διαχειρίζεται την ισχύ ομάδων, και η ασυλία για συμπεριφορές που θα έπρεπε να είναι αδιανόητες επιβιώνει πίσω από τη δημοσιότητα και τα τείχη οικονομικής ισχύος. Μια ασυλία που δεν ισχύει για τους «απλούς» πολίτες. Όταν ακραίες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, ακόμη και καταγεγραμμένες σε βίντεο, δεν αντιμετωπίζουν συνέπειες, το ίδιο το άθλημα εκτίθεται. Η διεθνής του εικόνα, και μαζί η εικόνα της χώρας, εξαρτώνται από βιολογικές συμπτώσεις: ποιος γεννήθηκε πού, ποιος κληρονόμησε τι, αφού τίποτα δεν οριοθετείται θεσμικά και νομικά. Σαν μια δημοκρατία με τις αδυναμίες του πολιτεύματος της βασιλείας.

Πίσω από όλα αυτά, μια κοινωνία διχασμένη. Οι οπαδικές ταυτότητες κυριαρχούν πάνω στη λογική και το πραγματικό συμφέρον. Οι πολίτες χειροκροτούν ή καταδικάζουν όχι με βάση αρχές, αλλά με βάση χρώματα. Το κοινό καλό γίνεται θύμα συναισθηματικών αντανακλαστικών και έτσι, η ανοχή σε εκτροπές δεν είναι τυχαία, είναι προϊόν μιας ευρύτερης ανοχής προς τη μονοπρόσωπη εξουσία, που γίνεται ανεκτή όταν συνοδεύεται από θέαμα και νίκες.

Η Πολιτεία διαχρονικά φοβική και υπολογιστική, παραμένει ανήμπορη, υποκύπτει στην οικονομική εξουσία και στο θέλημα του ενός που ελέγχει τις μάζες, εγκλωβισμένη στο πολιτικό κόστος. Δεν αποδίδει ευθύνες, δεν προλαμβάνει, δεν θεσπίζει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Σκέφτεται σε κύκλους εκλογικούς με ορίζοντα το πολύ τετραετίας. Οι δημοσιογράφοι, αντί να εκφράζουν ανεξάρτητη άποψη, παλινδρομούν σε ανώδυνα και δήθεν αντικειμενικά 50-50, μόνιμα σε ίσες αποστάσεις, φοβούμενοι τις αντιδράσεις του οπαδού-τηλεθεατή, ενώ βουλευτές και υπουργοί σκέφτονται την επανεκλογή τους περισσότερο από τις υποχρεώσεις τους. Όλοι υποχωρούν μπροστά στο οικονομικο-αθλητικό κατεστημένο και στο «ρεύμα» των καθοδηγούμενων μαζών, φοβούμενοι την αντίδραση και την οργή τους.

Η μόνη διέξοδος σε αυτό το αδιέξοδο προϊόν συλλογικής μας αδυναμίας -ίσως και δειλίας- είναι ίσως ένα στιβαρό, διαχρονικό, και αυστηρό νομικό πλαίσιο. Όχι τιμωρίες κατά περίπτωση και σίγουρα όχι νομοθέτηση υπό το κράτος ηλεκτρισμένου κλίματος. Αλλά νόμοι ξεκάθαροι, ψηφισμένοι σε ήρεμο χρόνο, που θα ορίζουν πως οποιοσδήποτε, όσο ισχυρός ή προβεβλημένος κι αν είναι, που επιδεικνύει συμπεριφορές που πληγώνουν τη δημόσια εικόνα του αθλήματος και της χώρας, που φανατίζει και προκαλεί, θα αποκλείεται ισοβίως από κάθε διοικητική ή επενδυτική εμπλοκή, χωρίς φυσικά παρέμβαση στο αυτοδιοίκητο. Όχι για να εκδικηθεί κανείς, αλλά για να προστατευτεί ό,τι χτίζεται καθημερινά από αθλητές, προπονητές και υγιείς φιλάθλους και για να μην αποτελέσει αυτή η εικόνα το χρονικό ενός ακόμα προαναγγελθέντος θανάτου οπαδικής βίας.

πηγή