Του Μάνου Δασκαλάκη
Εδώ και έναν χρόνο, ίσως και παραπάνω, φωνάζουμε, γράφουμε, προειδοποιούμε. Η “Νέα Κρήτη” έχει επιλέξει να μη σιωπά απέναντι σε ένα ζήτημα που παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις, που δεν είναι άλλο από το Μεταναστευτικό στο νησί μας. Δεν είναι ούτε “ψίθυρος”, ούτε κάποιο μακρινό, θεωρητικό πρόβλημα. Είναι μια σκληρή πραγματικότητα που βαραίνει τους ώμους των τοπικών κοινωνιών και το χειρότερο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει να “σφυρίζει αδιάφορα” από το βάθρο της πλατείας Συντάγματος.
Το να γίνεται η Κρήτη, όπως και άλλες περιοχές της χώρας, αποθήκη ψυχών, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς υποδομές, χωρίς καν ενημέρωση, δεν είναι μεταναστευτική πολιτική. Είναι πολιτική ανευθυνότητας. Είναι πολιτική… στρίβειν διά του αρμοδίου, όπου η Αθήνα πετάει το πρόβλημα στα χέρια των δημάρχων, των Περιφερειακών Συμβουλίων και τελικά των ίδιων των τοπικών κοινωνιών.
Τι έχει κάνει η κυβέρνηση για την Κρήτη στο θέμα του Μεταναστευτικού; Το απόλυτο τίποτα. Ή μάλλον όχι. Έχει κάνει κάτι στο να έχει αφήσει τους δημάρχους να τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις, τους πολίτες να αισθάνονται αγανακτισμένοι και τους πρόσφυγες και μετανάστες να στοιβάζονται σε υποδομές που είτε δεν υπάρχουν είτε είναι εντελώς ακατάλληλες. Κάθε φορά που το θέμα φτάνει στην επικαιρότητα με αφορμή κάποιο περιστατικό, κάποιο ξέσπασμα τοπικής κοινωνίας, κάποια κινητοποίηση, το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου σπεύδει να διαβεβαιώσει πως παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και πως υπάρχει σχέδιο. Ε, λοιπόν, να το δείτε κι εσείς αυτό το σχέδιο, γιατί εδώ κάτω εμείς βλέπουμε μόνο πρόχειρες λύσεις, αδιαφανείς διαδικασίες και αλαζονικές αποφάσεις, που παίρνονται χωρίς διάλογο. Ποιος μαζεύει τα σπασμένα; Ποιος προσπαθεί να ηρεμήσει τις τοπικές κοινωνίες, να εξασφαλίσει ότι οι φιλοξενούμενοι άνθρωποι έχουν τις στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης, να στήσει υποδομές από το μηδέν; Οι Δήμοι και η Περιφέρεια. Με ποια μέσα; Με κανένα. Με ποιες αρμοδιότητες; Με ελάχιστες ή και καθόλου. Και με ποιες πλάτες; Οπωσδήποτε όχι με της κυβέρνησης.
Οι δημοτικές Αρχές – και δε μιλάμε για κάποιο συγκεκριμένο Δήμο, το φαινόμενο είναι παγκρήτιο – γίνονται ο εύκολος στόχος κάθε φορά που κάτι δεν πάει καλά. Οι πολίτες απευθύνονται στον δήμαρχο, όχι στον υπουργό. Οι τοπικές κοινωνίες διαμαρτύρονται στο Δημοτικό Συμβούλιο, όχι στο Μέγαρο Μαξίμου. Είναι ο Δήμος αυτός που πρέπει να βρει λύσεις εκεί που το κράτος απλώς κάνει δηλώσεις. Η Κρήτη είναι τόπος με μακριά ιστορία φιλοξενίας. Δεν είναι η ξενοφοβία που κινητοποιεί τον κόσμο. Είναι η αίσθηση ότι τα προβλήματα υποβαθμίζονται, ότι δεν υπάρχει σοβαρότητα, ότι οι τοπικές κοινωνίες υποτιμούνται και αγνοούνται. Είναι ο θυμός για τον τρόπο που το κράτος μεταχειρίζεται τον τόπο μας σαν να είναι πίσω αυλή της χώρας. Είδαμε το ίδιο και με το Προσφυγικό το 2015-2016. Είδαμε το ίδιο και με το θέμα των ανηλίκων ασυνόδευτων. Και τώρα το βλέπουμε ξανά πιο έντονα με την προοπτική δημιουργίας νέων δομών ή κέντρων προσωρινής φιλοξενίας, χωρίς διάλογο, χωρίς ενημέρωση, χωρίς σχέδιο.
Πόσες φορές πια θα επαναλάβει η κυβέρνηση το ίδιο λάθος; Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να καταλάβει ότι η διαχείριση του Μεταναστευτικού δεν είναι τοπική υπόθεση. Δεν μπορεί να φορτώνει τις αρμοδιότητές της σε δημάρχους και περιφερειάρχες, λες και πρόκειται για απλό τεχνικό πρόβλημα. Η χάραξη πολιτικής είναι ευθύνη της κεντρικής διοίκησης. Η χρηματοδότηση, επίσης. Η προστασία της κοινωνικής συνοχής και της δημόσιας τάξης ξανά δική της δουλειά. Αν η κυβέρνηση θέλει να έχει σοβαρή μεταναστευτική πολιτική, να το αποδείξει. Με σχεδιασμό, με ενημέρωση, με υποδομές. Όχι με αποφάσεις της τελευταίας στιγμής και υποσχέσεις δίχως αντίκρισμα.
Εδώ και ένα χρόνο, ίσως και παραπάνω, τόσο από την εφημερίδα όσο και από την “ΚΡΗΤΗ TV” κρατούσαμε και κρατάμε το θέμα στην επικαιρότητα, αναζητώντας λύση. Δυστυχώς τίποτα! Η Αυτοδιοίκηση δεν είναι ο… σάκος του μποξ της κρατικής ανεπάρκειας. Οι τοπικές κοινωνίες δεν είναι αριθμοί σε Excel. Και οι άνθρωποι, όποιοι κι αν είναι, απ’ όπου κι αν έρχονται, δεν είναι εμπόρευμα προς μετακίνηση. Η Κρήτη δε ζητά χάρη. Ζητά δικαιοσύνη, λογική και σεβασμό. Επιτέλους ξυπνήστε. Γιατί εμείς εδώ δεν κοιμόμαστε.