Του Σταύρου Λυγερού

 

Παρότι μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος το “όχι” δέχθηκε πανταχόθεν πυρά, παρότι δεν πρόσφερε φερέγγυα πολιτική προοπτική, παρότι η κατάρρευση ήταν σε απόσταση αναπνοής, στις κάλπες σάρωσε. Ο κύριος λόγος είναι ότι εξέφρασε την υπαρξιακή ανάγκη της πλειοψηφίας των Ελλήνων να αντιδράσουν στον στραγγαλισμό της χώρας και να μην συνυπογράψουν με την ψήφο τους την εκβιαστική υπαγωγή της ελληνικής κοινωνίας σε πρόσθετη εξοντωτική λιτότητα.

Κατά τα άλλα, τα κοινωνικά στρώματα που απείχαν από τον γκρεμό κατά κανόνα ψήφισαν “ναι”, φοβούμενα το ορατό δια γυμνού οφθαλμού ενδεχόμενο να προκληθεί κατάρρευση και χάος. Αντιθέτως, τα τμήματα του πληθυσμού που είχαν πέσει στον γκρεμό ή ήταν κοντά στο χείλος του ψήφισαν τότε κατά κανόνα “όχι”. Το 61,3% που ψήφισε “όχι” στο δημοψήφισμα, έστειλε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα. Υπογράμμισε κατά αναμφισβήτητο τρόπο ότι οι Έλληνες δεν ήθελαν την εξοντωτική λιτότητα που τους σερβίριζε το ευρωιερατείο και εν μέρει ευαισθητοποίησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Η σαρωτική νίκη του “όχι”, όμως, δεν άλλαξε τον συσχετισμό δυνάμεων, ούτε την κατάληξη εκείνης της σύγκρουσης. Συνέβαλε, ωστόσο, στο να διατηρήσει ο ελληνικός λαός τον αυτοσεβασμό του. Αυτό μπορεί να είναι άυλο, αλλά δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Δεδομένου, πάντως, ότι τη στρόφιγγα της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών την έλεγχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι του ευρωιερατείου είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν έμφραγμα στην ελληνική οικονομία και το έπραξαν. Από εγγυητής των ελληνικών τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε μετατραπεί σε εργαλείο στραγγαλισμού τους και κατ’ επέκτασιν στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας.

Αυτό πρακτικά σήμαινε πως τα αφεντικά της Ευρωζώνης είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν κατάρρευση και έτσι να στρέψουν (αργά ή γρήγορα) τους απεγνωσμένους πολίτες εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης και κατ’ αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν την αποσταθεροποίηση και ανατροπή της. Το γεγονός, μάλιστα, πως σύσσωμες οι εγχώριες άρχουσες ελίτ και μία μεγάλη μερίδα των Ελλήνων ήταν ιδεολογικοπολιτικά στη γραμμή “πάση θυσία ευρώ” διευκόλυνε πολύ την επιτυχή διεκπεραίωση του μεταμοντέρνου εκείνου πραξικοπήματος που είχε πραγματοποιηθεί όχι με τανκς, αλλά με ΑΤΜ χωρίς ευρώ.

 

Δημοψήφισμα: Με το πιστόλι στον κρόταφο

Τα γεγονότα εκείνης της εποχής είχαν καταστήσει εξόφθαλμο πως στην Ευρωζώνη η θεμελιώδης έννοια της λαϊκής κυριαρχίας είχε σε μεγάλο βαθμό ακυρωθεί. Ο τρόπος που αντιμετωπίσθηκε η Ελλάδα και ειδικότερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του πνεύματος των ιδρυτικών συνθηκών. Συνιστούσε και μία αρνητική κληρονομιά για τον τρόπο που οι ευρωπαϊκοί λαοί, αλλά και οι υπόλοιποι λαοί αντιλαμβάνονται την ΕΕ και το ευρώ.

Μ’ αυτή την έννοια – και ανεξαρτήτως της καταλυτικής ανεπάρκειας και των μεγάλων αυταπατών του ΣΥΡΙΖΑ – η ταπεινωτική συμφωνία που επέβαλε το ευρωιερατείο στον Τσίπρα συνιστούσε νεο-αποικιακή συμπεριφορά. Το γεγονός, πάντως, ότι στη συνέχεια η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ εγκολπώθηκαν το 3ο Μνημόνιο και το εφάρμοσαν χωρίς παρεκκλίσεις, επέτρεψε στο ευρωιερατείο να παρακάμψει τις πολιτικές παρενέργειες από τη νεο-αποικιακή συμπεριφορά του έναντι μίας χώρας-μέλους.

Με το πιστόλι στον κρόταφο, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να συνυπογράψει την καταδίκη σ’ ένα αργό οικονομικό βασανιστήριο, το οποίο μέχρι σήμερα, 10 χρόνια μετά, πληρώνουν οι Έλληνες. Από την άλλη πλευρά, όμως, η εκβιαστική ωμότητα των Μέρκελ-Σόιμπλε προκάλεσε αντιδράσεις στη Γηραιά Ήπειρο κι όχι μόνο. Η δημόσια εικόνα της Γερμανίας είχε από τότε υποστεί βλάβη, γεγονός που αναπόφευκτα της προκάλεσε κάποιο πολιτικό κόστος, σκιάζοντας τον ηγεμονικό ρόλο της στην Ευρώπη, ο οποίος τώρα πλέον είναι σκιά του άλλοτε εαυτού του.

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ δεν εμπόδισε την ψήφιση του 3ου Μνημονίου από τη Βουλή, επειδή τρία κόμματα της αντιπολίτευσης (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι) το υπερψήφισαν. Το σαρωτικό “όχι” στο δημοψήφισμα είχε ερμηνευθεί από την εσωκομματική αριστερή αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική αφετηρία για να διεκδικήσει η Αθήνα μία συμφωνία, χωρίς επώδυνα μέτρα λιτότητας.

Επειδή, βεβαίως, είχε επίγνωση πως οι δανειστές ούτε καν θα συζητούσαν σ’ αυτή τη βάση, εκτιμούσε πως ο Τσίπρας θα προσανατολιζόταν σε κινήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα άνοιγαν τον δρόμο για έξοδο από την Ευρωζώνη. Ο Τσίπρας, όμως, είχε αποκλείσει την επιλογή της ρήξης και του Grexit. Για να διευκολύνει, μάλιστα, την επίτευξη συμφωνίας μετά το ηχηρό “όχι” είχε απομακρύνει και τυπικά τον Γιάνη Βαρουφάκη από το υπουργείο Οικονομικών.

 

Πολιτικός κόλαφος

Το ηχηρό “όχι” στο δημοψήφισμα ήταν πολιτικός κόλαφος όχι μόνο για τις εγχώριες άρχουσες ελίτ, αλλά και για το ευρωιερατείο, το οποίο είχε ασκήσει ρητορικούς εκβιασμούς για να πριμοδοτήσει το “ναι”. Μη θέλοντας, βεβαίως, να δείξει ότι υπό το βάρος του ελληνικού δημοψηφίσματος αλλάζει στάση, το ευρωιερατείο δρομολόγησε μία τελική διαδικασία με σκοπό ή την επίτευξη συμφωνίας, ή τη μεθόδευση του Grexit. Ήταν αλήθεια ή μπλόφα; Ο Τσίπρας, πάντως, είχε τότε θεωρήσει πως δεν είχε άλλα περιθώρια διαπραγμάτευσης. Γι’ αυτό και αποδέχθηκε τον δρόμο που του άνοιξε ο τότε Γάλλος πρόεδρος Ολάντ σ’ εκείνη την πολύωρη δραματική σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Αναμφίβολα είχε ξενίσει το γεγονός πως η κυβέρνηση Τσίπρα είχε αποδεχθεί ένα δημοσιονομικό πακέτο, το οποίο σε ορισμένα θέματα ήταν βαρύτερο από την πρόταση Γιούνκερ, την οποία είχε απορρίψει με 61,3% ο ελληνικός λαός. Όπως επίσης είχε ξενίσει το γεγονός ότι άρχισε να προβάλει τα θετικά του 3ου Μνημονίου, επαναλαμβάνοντας κατά εντυπωσιακό τρόπο την επιχειρηματολογία των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Το μόνο βάσιμο επιχείρημα του πρωθυπουργού ήταν ότι επιδίωξε δίπλα σ’ αυτό το πακέτο να υπάρχει μία δέσμευση του ευρωιερατείου για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Το ζήτημα της αναδιάρθρωσης είχε πράγματι ανοίξει, αλλά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η ελάφρυνση που αποφάσισαν αργότερα οι εταίροι-δανειστές ήταν απελπιστικά κατώτερη των περιστάσεων. Αλλά και γι’ αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, έστω κι αν αυτό δεν ομολογείται.

 

Άμεση κατάρρευση ή γολγοθάς;

Την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν την έθετε στο τραπέζι μόνο το ΔΝΤ. Την έθεταν και η Ουάσιγκτον και κάποια μέλη του ευρωιερατείου. Το είχαν καταδείξει οι τότε σχετικές δηλώσεις και η τότε συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για την Ελλάδα. Ακόμα και ο Σόιμπλε είχε υποχρεωθεί να ομολογήσει ότι το ελληνικό χρέος δεν ήταν βιώσιμο, αφήνοντας ανοικτή την προοπτική της αναδιάρθρωσης με τη μορφή της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και της μείωσης των επιτοκίων.

Η εξέλιξη εκείνη είχε δώσει ένα επιχείρημα στον Τσίπρα για να πουλήσει πολιτικά στην ελληνική κοινωνία το 3ο Μνημόνιο. Ο κύριος λόγος, όμως, που ο τότε πρωθυπουργός εξασφάλισε συναίνεση και στην κοινωνία, ήταν η διάχυτη πεποίθηση πως η οικονομία είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού και πως χωρίς συμφωνία θα κατέρρεε. Ο Τσίπρας δεν είχε πολύ άδικο που ερμήνευσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως απόρριψη των εκβιαστικών πιέσεων και όχι ως παρότρυνση για ρήξη. Τουλάχιστον εκείνη τη χρονική στιγμή στην ελληνική κοινωνία κυριαρχούσε η επιθυμία για συμφωνία. Έστω και με ένα νέο επώδυνο Μνημόνιο, η πλειονότητα των Ελλήνων έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την σταθεροποίηση της οικονομίας και τη σταδιακή επιστροφή στην ομαλότητα.

Το δίλημμα που στην πραγματικότητα είχε τεθεί στην Ελλάδα ήταν “άμεση κατάρρευση ή ένας οικονομικός-κοινωνικός γολγοθάς” (3ο Μνημόνιο). Εκείνες τις ημέρες, στη μεγάλη πλειονότητά τους οι Έλληνες προτιμούσαν τον γολγοθά παρά την κατάρρευση, αλλά δεν ήθελαν να νομιμοποιήσουν με την ψήφο τους τον εκβιασμό του ευρωιερατείου. Το διάχυτο αίσθημα ότι με τη συμφωνία στην κρίσιμη σύνοδο κορυφής αποφεύχθηκε το χειρότερο, όπως και η πεποίθηση πολλών Ελλήνων πως ο Τσίπρας έκανε ό,τι μπορούσε, του έδωσε τη δεύτερη εκλογική νίκη τον Σεπτέμβριο 2015.

Ο Τσίπρας πήγε τότε σε εκλογές γιατί δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Λόγω της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εκτός, όμως, από την ανάγκη να εκκαθαρίσει το εσωκομματικό τοπίο, είχε προκηρύξει αμέσως σχεδόν εκλογές και για να αποσπάσει την ψήφο πριν αρχίσει να έρχεται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις ο λογαριασμός του 3ου Μνημονίου και ως εκ τούτου πριν ο ίδιος και ο εναπομείναν ΣΥΡΙΖΑ να αρχίσει να πληρώνει πολιτικό κόστος.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η βαρύτατη πολιτική ευθύνη του Τσίπρα δεν ήταν τόσο ότι τον Ιούλιο 2015 υποχώρησε και αποδέχθηκε το 3ο Μνημόνιο, προκειμένου να αποφύγει την άμεση κατάρρευση και ό,τι καταστροφικό συνεπαγόταν αυτή. Η βαρύτατη πολιτική ευθύνη του συνίσταται στο γεγονός ότι με περισσή πολιτική ελαφρότητα και ασχετοσύνη άφησε τα πράγματα να φθάσουν στο σημείο που είχαν φθάσει τότε: στο δίλημμα “ή άμεση κατάρρευση ή γολγοθάς του 3ου Μνημονίου”.

πηγή