Απόβαση Τούρκων ψαράδων στις Κυκλάδες!

Οι Τούρκοι ψαρεύουν ανενόχλητοι στα “ήρεμα νερά”

Μεγάλος τουρκικός αλιευτικός στόλος εντοπίστηκε στα ελληνικά ύδατα του νησιωτικού συμπλέγματος των Κυκλάδων στο κεντρικό Αιγαίο..
Τουλάχιστον 14 τουρκικές μηχανότρατες φαίνεται να 2 βόρεια αυτής και νότια της Κύθνου, ενώ επιπλέον 5 εντοπίζονται δυτικά της Σύρου.
Τέλος, τουλάχιστον 7 σκάφη εντοπίζονται να δραστηριοποιούνται δυτικά μέχρι το νησί των Κυθήρων, νότια της Πελοποννήσου.

xvxc.png

Η προδοσία του Αιγαίου έχει… ελληνικό χρώμα

Υπενθυμίζουμε ότι το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο για την αλιεία από πλοία ξένης εθνικότητας καθορίζεται από τα άρθρα 32-34 του Ν.Δ. 420/70 (Α’ 27) περί Αλιευτικού Κώδικα. Από τα ανωτέρω άρθρα
επιγραμματικά προκύπτει ότι απαγορεύεται η αλιεία ζώνη του Ελληνικού κράτους απαγορεύεται η αλιεία με πλοία ανήκοντα τόσο από πλευράς εθνικότητας όσο και πλοιοκτησίας, κατά πλειοψηφία, σε υπηκόους τρίτων χωρών.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τον νέο Π.Κ. που κυρώθηκε με τον ν. 4619/2019 (Α’ 95), η διενέργεια αλιείας από αλιευτικά (Α/Κ) σημαίας Τουρκίας εντός Ελληνικών Χωρικών Υδάτων (Ε.Χ.Υ.) δεν αποτελεί πλέον ποινικό αδίκημα.

1629726d-219b-44f6-b55d-d1a8ffe8f6d2.jpg


Η Τουρκία υπερέχει και κάνει ότι θέλει

Σε μια εποχή αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων και μεταβαλλόμενων απειλών, η κατάσταση του ελληνικού στρατού προκαλεί ανησυχία.
Παρότι στα χαρτιά οι Ένοπλες Δυνάμεις διατηρούν υψηλές δυνατότητες αποτροπής, στην πράξη αντιμετωπίζουν μια σειρά από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα:
γήρανση προσωπικού, χαμηλό ηθικό, ανεπαρκείς πόροι και έλλειψη ουσιαστικής ανανέωσης σε επίπεδο υλικού και ανθρώπινου δυναμικού.
Το μέσο ηλικιακό προφίλ του στρατιωτικού προσωπικού ανεβαίνει επικίνδυνα, ιδίως στους μόνιμους υπαξιωματικούς και αξιωματικούς.
Οι ελλείψεις σε νέες προσλήψεις, αλλά και η χρόνια αναβολή κρίσεων και προαγωγών, έχουν δημιουργήσει ένα στρώμα “παλαιωμένων” στελεχών, που συχνά στερούνται τη φυσική αντοχή, αλλά και τη φρεσκάδα που απαιτούν οι σύγχρονες επιχειρήσεις.
Ειδικά στις Μονάδες Εκστρατείας, η παρουσία νέων οπλιτών είναι περιορισμένη, και οι περισσότεροι επαγγελματίες οπλίτες (ΕΠ.ΟΠ.) προσεγγίζουν ή ξεπερνούν τα 40. Η απουσία σοβαρής πολιτικής ανανέωσης του προσωπικού, μέσω προκηρύξεων και κινήτρων, οδηγεί σε μια Εφεδρεία που γηράσκει χωρίς προοπτική.Το ηθικό των στελεχών είναι σε πτωτική πορεία.
Η οικονομική κρίση και τα χρόνια μνημονιακής λιτότητας έπληξαν σοβαρά τις αποδοχές και τα εργασιακά δικαιώματα των στρατιωτικών.
Οι καθυστερήσεις στις μεταθέσεις, η άνιση αντιμετώπιση στις αξιολογήσεις και η έλλειψη προοπτικής εξέλιξης έχουν εντείνει την απογοήτευση.
Το διοικητικό σύστημα μοιάζει αδύναμο να απαντήσει σε αυτές τις προκλήσεις, περιοριζόμενο σε συντηρητικές λογικές του παρελθόντος.
Οι όποιες πρωτοβουλίες για μεταρρυθμίσεις σκοντάφτουν σε πολιτική βούληση, γραφειοκρατία ή ακόμα και τον φόβο του “πολιτικού κόστους”.
Υλικοτεχνική υστέρηση και νέες προκλήσεις

Παρά τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού σε συγκεκριμένα οπλικά συστήματα, μεγάλο μέρος του εξοπλισμού παραμένει πεπαλαιωμένο.
Από τα ΤΟΜΑ μέχρι τα πλοία του στόλου, η Ελλάδα εξακολουθεί να στηρίζεται σε μέσα περασμένων δεκαετιών, με υψηλό κόστος συντήρησης και περιορισμένη επιχειρησιακή αξία.Ταυτόχρονα, οι σύγχρονες απειλές (υβριδικός πόλεμος, κυβερνοεπιθέσεις, μη επανδρωμένα συστήματα) απαιτούν επένδυση στη γνώση, στην τεχνολογία και στο ανθρώπινο δυναμικό. Δυστυχώς, η Ελλάδα δείχνει να υστερεί σε αυτούς τους τομείς, παραμένοντας καθηλωμένη σε μια αμυντική νοοτροπία άλλων εποχών.

Και τώρα τι;
Η ανάγκη για μια στρατηγική αναδιοργάνωση είναι επιτακτική.
Χρειάζεται:

Ανανεωμένο μοντέλο στρατολόγησης και κινήτρων για νέους.

Θεσμική κατοχύρωση της αξιοκρατίας στις κρίσεις και προαγωγές.

Ρεαλιστική αναβάθμιση του υλικού με έμφαση στις νέες τεχνολογίες.

Ψυχολογική και οικονομική ενίσχυση των στελεχών.

Αξιοποίηση της Αμυντικής Βιομηχανίας με στόχο την αυτάρκεια και καινοτομία.
Ο στρατός δεν μπορεί να περιμένει άλλο.
Αν δεν ληφθούν άμεσα και σοβαρά μέτρα, η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας θα φθίνει επικίνδυνα.
Και σε έναν αβέβαιο κόσμο, αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να αντέξουμε.

Η Τουρκική Στρατιωτική Υπεροχή: Μια Ψυχρή Ανάλυση της Ανισορροπίας στο Αιγαίο

Καθώς οι ελληνοτουρκικές σχέσεις συνεχίζουν να κινούνται σε λεπτές ισορροπίες, η σύγκριση της στρατιωτικής ισχύος των δύο χωρών είναι αναπόφευκτη.
Η Τουρκία έχει αναπτύξει τα τελευταία 15 χρόνια μια ευρεία, πολυδιάστατη και –κυρίως– αυτόνομη στρατιωτική ισχύ, η οποία της προσδίδει σαφή πλεονεκτήματα σε πολλαπλά επίπεδα.

Ποσοτικά Πλεονεκτήματα

Ο πρώτος και προφανής παράγοντας είναι ο πληθυσμός.
Η Τουρκία διαθέτει περισσότερους από 85 εκατομμύρια κατοίκους (έναντι περίπου 10,5 της Ελλάδας), πράγμα που της επιτρέπει την άντληση πολύ μεγαλύτερου αριθμού στρατευσίμων και την πολυάριθμη στελέχωση των Ενόπλων Δυνάμεών της.
Ο τουρκικός στρατός είναι ένας από τους μεγαλύτερους του ΝΑΤΟ, με ενεργό προσωπικό που ξεπερνά τις 440.000, εκ των οποίων τουλάχιστον 260.000 είναι στελέχη Στρατού Ξηράς. Αντίστοιχα, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αριθμούν περίπου 110.000 ενεργό προσωπικό.

Βιομηχανική Αυτονομία και Παραγωγή

Ο τομέας στον οποίο η Τουρκία υπερέχει εντυπωσιακά είναι η στρατιωτική βιομηχανία.
Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία έχει επενδύσει συστηματικά στη δημιουργία καινοτόμων και αυτάρκων στρατιωτικών λύσεων: UAV (όπως τα Bayraktar TB2, Akinci), τεθωρακισμένα οχήματα, πολεμικά πλοία (πρόγραμμα MILGEM), ακόμα και μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς (πρόγραμμα KAAN).
Η ελληνική αμυντική βιομηχανία, αντίθετα, παραμένει περιορισμένη, εξαρτώμενη σχεδόν αποκλειστικά από ξένες αγορές και με χρόνιες παθογένειες, όπως υποχρηματοδότηση και διοικητικές δυσλειτουργίες.

Επένδυση σε Τεχνολογία και Δόγμα

Η Τουρκία έχει ήδη ενσωματώσει στην πολεμική της τακτική νέες μορφές πολέμου, με έμφαση στη χρήση drone, την ψηφιοποίηση των μονάδων, και τις υβριδικές επιχειρήσεις. Η εμπειρία από πολεμικά μέτωπα (Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο-Καραμπάχ) της έχει δώσει πολύτιμα επιχειρησιακά διδάγματα.
Η Ελλάδα, αν και εκσυγχρονίζει τον εξοπλισμό της (όπως με τα Rafale, τις φρεγάτες Belharra και τις αναβαθμισμένες ΜΕΑ), υστερεί ακόμη στον τομέα της εγχώριας καινοτομίας και δεν διαθέτει αντίστοιχη πολεμική εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας.

Οργανωτική Δομή και Μαζικότητα

Η τουρκική στρατιωτική μηχανή έχει δυνατότητα ταχείας κινητοποίησης και μαζικών επιχειρήσεων.
Το δόγμα της “εγχώριας αυτάρκειας” και η συνεργασία με τη στρατιωτικοποιημένη εγχώρια βιομηχανία (Aselsan, Roketsan, Havelsan κ.ά.) της επιτρέπει να παράγει και να αναπληρώνει εξοπλισμό με χαμηλό κόστος και σε ταχείς ρυθμούς.
Αντίθετα, η Ελλάδα διαθέτει μικρότερη ευελιξία, υψηλότερο κόστος προμηθειών, και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από συμμαχικές ενισχύσεις και εξωτερικές συμβάσεις.

Ψυχολογία και Πολιτική Βούληση

Η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας προβάλλει το στρατιωτικό της δυναμικό ως μέσο επιρροής, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην εξωτερική πολιτική.
Η στρατιωτική ισχύς είναι ενσωματωμένη στην εθνική αφήγηση περί “ανεξάρτητης δύναμης”.
Στην Ελλάδα, η πολιτική βούληση για στρατιωτικό εκσυγχρονισμό συχνά εξαντλείται σε αμυντικούς εξοπλισμούς, χωρίς αντίστοιχο θεσμικό βάθος ή μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό.

Μια Ασύμμετρη Ισορροπία

Η τουρκική υπεροχή δεν συνεπάγεται ότι η Ελλάδα είναι αδύναμη ή δεν μπορεί να αμυνθεί.
Η ελληνική στρατηγική βασίζεται κυρίως στην αποτροπή και στην τεχνολογική υπεροχή σε συγκεκριμένους τομείς (π.χ. Πολεμική Αεροπορία).
Ωστόσο, η συνολική εικόνα αποκαλύπτει μια αυξανόμενη ανισορροπία.
Αν η Ελλάδα δεν αναπτύξει ταχύτατα νέα δόγματα, δεν επενδύσει σε παραγωγική αυτάρκεια, και δεν ενισχύσει τη στρατιωτική εκπαίδευση και στελέχωση, τότε ο κίνδυνος να χάσει τη στρατηγική της ισορροπία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο θα είναι πραγματικός.

Αδύναμοι και οι σύμμαχοι της Ελλάδας

Σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες αναφορές, η Γερμανία διαθέτει σήμερα 181.150 στρατιώτες στις ένοπλες δυνάμεις της, ενώ οι ειδικοί εκτιμούν ότι η χώρα χρειάζεται τουλάχιστον 260.000 στρατιώτες για να ανταποκριθεί στις στρατιωτικές της υποχρεώσεις.
Το «χειρότερο» είναι ότι ο γερμανικός στρατός αντιμετωπίζει πρόβλημα διατήρησης του προσωπικού.
Στην πραγματικότητα, συρρικνώνεται με κάθε χρόνο που περνά.
Η Bundeswehr έχει επί του παρόντος ως στόχο να φτάσει τους 203.000 ενεργούς στρατιώτες έως το 2031.
Ωστόσο, από την τελευταία καταμέτρηση στο τέλος του 2024, ανερχόταν σε μόλις 181.150 στρατιώτες, μειωμένοι από τους 183.000 που είχε το 2023.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι πάνω από 20.000 νεοσύλλεκτοι εντάχθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις την ίδια χρονική περίοδο.
Σε τέτοιο βαθμό που στη συνάντηση των Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 6 Ιουνίου, ο Πιστόριους παραδέχτηκε ότι «Υποθέτουμε – αλλά αυτή είναι μόνο μια πρόχειρη εκτίμηση, για να είμαστε σαφείς – ότι θα χρειαστούμε περίπου 50.000 έως 60.000 περισσότερους στρατιώτες στις μόνιμες ένοπλες δυνάμεις από ό,τι έχουμε σήμερα».
Συγκεκριμένα, πρόσθεσε στη συνέχεια:
«Και ταυτόχρονα, θα προκύψει φυσικά το ερώτημα: Θα είναι επαρκές το νέο μοντέλο στρατιωτικής θητείας τα επόμενα χρόνια;»
Ακόμη και ο επικεφαλής της γερμανικής άμυνας, Αντρέας Χένε, εξέφρασε τις ανησυχίες του για την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού στις ένοπλες δυνάμεις.
Δήλωσε τις τελευταίες δύο εβδομάδες ότι «Για να προστατεύσω τις κρίσιμες για την άμυνα υποδομές, απλώς χρειάζομαι περισσότερους στρατιώτες από όσους μπορώ να παρέχω αυτή τη στιγμή».
Σε κυβερνητική μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο, σημειώθηκε ότι παρά τα σχέδια του Βερολίνου να ενισχύσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις, η Bundeswehr δεν κατάφερε να συμπληρώσει τις τάξεις της.
Η έκθεση τόνισε ότι ένα εντυπωσιακό 28% των θέσεων μεταξύ των χαμηλότερων βαθμίδων ήταν κενές μέχρι το τέλος του 2024.
Οι αριθμοί ήταν ελαφρώς καλύτεροι στις υψηλότερες βαθμίδες υπηρεσίας, αλλά η Bundeswehr εξακολουθούσε να μην διαθέτει σχεδόν το 20% των απαιτούμενων αξιωματικών.