H Ουάσινγκτον, υπό την ηγεσία Trump, δεν διαφωνεί ουσιαστικά με την επιθετική προσέγγιση του Ισραήλ, ακόμα κι αν διατηρεί τη ρητορική περί «διπλωματικής λύσης»
Η συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Donald Trump με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Benjamin Netanyahu στην Ουάσιγκτον δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών: το Ισραήλ διατηρεί το «ελεύθερο» να πλήξει ξανά το Ιράν, αν κρίνει ότι η Ισλαμική Δημοκρατία επανεκκινεί το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Σύμφωνα με την Wall Street Journal, ο Trump όχι μόνο δεν αντέδρασε σε αυτή τη δήλωση, αλλά φάνηκε διατεθειμένος να ενθαρρύνει μια στρατηγική που συνδυάζει την απειλή ισχύος με τη διπλωματία.
Η σιωπηρή αποδοχή αυτή σηματοδοτεί πολλά —και στέλνει ισχυρό μήνυμα προς την Τεχεράνη: η Ουάσινγκτον, υπό την ηγεσία Trump, δεν διαφωνεί ουσιαστικά με την επιθετική προσέγγιση του Ισραήλ, ακόμα κι αν διατηρεί τη ρητορική περί «διπλωματικής λύσης».
Η συντονισμένη επίθεση – Ο πόλεμος που ξεκίνησε πριν από τη διπλωματία
Η συνάντηση των δύο ηγετών ήρθε σε συνέχεια της 12ήμερης επιχείρησης κατά του Ιράν τον Ιούνιο, όπου το Ισραήλ —με την υποστήριξη των ΗΠΑ— έπληξε τρεις βασικούς πυρηνικούς στόχους της Τεχεράνης: Natanz, Fordow και Isfahan.
Η αμερικανική εμπλοκή δεν ήταν περιφερειακή —συμμετείχε ενεργά σε κλιμακωμένα χτυπήματα δύο ημέρες πριν την κατάπαυση πυρός της 24ης Ιουνίου.
Σύμφωνα με την αμερικανική εκτίμηση, η επίθεση καθυστέρησε το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα κατά 1 έως 2 έτη.
Το τι απέγινε, ωστόσο, το ήδη εμπλουτισμένο ουράνιο (έως και 60%) παραμένει άγνωστο.
Υπάρχουν πληροφορίες ότι τμήμα του έχει θαφτεί στα ερείπια των εγκαταστάσεων —αλλά ακόμα και έτσι, μπορεί να εξαχθεί και να χρησιμοποιηθεί.
Εδώ αναδεικνύεται μια κρίσιμη τεχνική αλλά πολιτικά φορτισμένη λεπτομέρεια: η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) θεωρεί το ουράνιο εμπλουτισμένο άνω του 20% ως «άμεσα αξιοποιήσιμο» για πυρηνικά όπλα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω μετατροπή.
Επομένως, η ιρανική ικανότητα να παράγει πυρηνικό όπλο δεν έχει εξαλειφθεί —απλώς έχει επιβραδυνθεί.
Ρωσική παρέμβαση για να αποφευχθούν τα χειρότερα
Ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin καλεί το Ιράν να αποδεχθεί μια πυρηνική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες με όρους «μηδενικού εμπλουτισμού» ουρανίου, γράφει το Axios, επικαλούμενο πηγές με γνώση των συζητήσεων.
«Σύμφωνα με τρεις Ευρωπαίους και έναν Ισραηλινό αξιωματούχο, που γνωρίζουν αυτό το θέμα, η Μόσχα κάλεσε την Τεχεράνη να συμφωνήσει σε μηδενικό εμπλουτισμό»», αναφέρει το δημοσίευμα.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Putin εξέφρασε προσωπικά αυτή τη θέση κατά τη διάρκεια τηλεφωνικών συνομιλιών της περασμένης εβδομάδας με τους προέδρους των ΗΠΑ και της Γαλλίας Donald Trump και Emmanuel Macron αντίστοιχα.
Διπλωματία υπό όρους – Το νέο δόγμα Trump για Ιράν
Ο Trump όπως αναφέρει η WSJ, φέρεται να προτιμά μια «ειρηνική» επίλυση της διαμάχης, αλλά μέσω της απειλής στρατιωτικής ισχύος.
Θέλει, όπως λέει, να «πιέσει» την Τεχεράνη να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με τελικό στόχο μια νέα συμφωνία που θα απαγορεύει πλήρως την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή αυτής της στρατηγικής φανερώνει έναν επικίνδυνο συνδυασμό: διπλωματία υπό την απειλή επαναλαμβανόμενων επιθέσεων. Ουσιαστικά, η Ουάσιγκτον λέει στο Ιράν: «Υπέγραψε ή βομβαρδίζουμε ξανά».
Από τη μεριά του, το Ισραήλ διατηρεί την αυτονομία του. Ανώτερος Ισραηλινός αξιωματούχος ξεκαθάρισε ότι το Τελ Αβίβ δεν χρειάζεται «ξεκάθαρο πράσινο φως» από τις ΗΠΑ για να προχωρήσει σε νέα επίθεση. Η δήλωση αυτή φανερώνει ότι το επόμενο πλήγμα είναι θέμα χρόνου —και συγκυρίας.
Επικίνδυνη κατάσταση
Το Ιράν βρίσκεται σε οριακή θέση. Από τη μία, γνωρίζει ότι οποιαδήποτε κλιμάκωση κινδυνεύει να προκαλέσει μεγαλύτερη στρατιωτική επέμβαση από Ισραήλ και ΗΠΑ.
Από την άλλη, βλέπει ότι ούτε οι Αμερικανοί, ούτε οι Ισραηλινοί είναι ειλικρινείς στη διπλωματική τους πρόθεση.
Άλλωστε, το ίδιο μοτίβο είχε προηγηθεί και του αιφνιδιαστικού χτυπήματος της 13ης Ιουνίου: φαινομενική διάθεση διαλόγου, που όμως λειτουργούσε ως προπέτασμα καπνού για συντονισμένη επίθεση.
Η Τεχεράνη, επομένως, έχει κάθε λόγο να είναι εξαιρετικά επιφυλακτική —αν όχι καχύποπτη— απέναντι σε κάθε «προσφορά» που έρχεται από την Ουάσιγκτον.
Πυρηνικά και πολιτική – Ο Trump επανεφευρίσκει τον εαυτό του
Η επιλογή Trump να εγκρίνει —έστω σιωπηλά— την ισραηλινή επιθετικότητα, ενώ παράλληλα δηλώνει φιλειρηνιστής, θυμίζει μια νέα εκδοχή της «στρατηγικής ασάφειας».
Μόνο που εδώ, το ρίσκο δεν αφορά μια ζώνη επιρροής ή μια οικονομική συμφωνία —αφορά την πυρηνική σταθερότητα της Μέσης Ανατολής.
Επιπλέον, αυτή η στρατηγική υπηρετεί και εσωτερικές του επιδιώξεις: να παρουσιαστεί ως ισχυρός ηγέτης, ικανός να «συγκρατήσει» καθεστώτα όπως το ιρανικό, χωρίς μακροχρόνιους πολέμους. Αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ πιο επικίνδυνη: μια αποσταθεροποιημένη Ισλαμική Δημοκρατία, πληγωμένη αλλά όχι εξουδετερωμένη, είναι πολύ πιο απρόβλεπτη —και πιθανόν πολύ πιο επιθετική.
Το ερώτημα της επόμενης μέρας
Η μεγάλη ερώτηση δεν είναι αν το Ισραήλ θα επιτεθεί ξανά —αλλά πότε και με ποια αποτελέσματα.
Αν το επόμενο χτύπημα δεν εξουδετερώσει εντελώς την πυρηνική δυνατότητα του Ιράν, αλλά το εξωθήσει στην πλήρη ρήξη με τη Δύση, τότε η στρατηγική του Trump μπορεί να μετατραπεί σε μπούμερανγκ.
Και τότε, ο κόσμος ίσως συνειδητοποιήσει ότι η διπλωματία μέσω βομβαρδισμών δεν είναι στρατηγική —είναι αυτοπαγίδευση.
Πώς θα αντιδράσει το Ιράν – Τα τρία σενάρια, το 2ο είναι το πιθανότερο και το πιο επικίνδυνο
Το κρίσιμο ερώτημα που διαμορφώνεται μετά την αμερικανοϊσραηλινή επίθεση στον πυρηνικό ιστό του Ιράν δεν είναι μόνο αν και πότε θα υπάρξει νέα επίθεση, αλλά ποια θα είναι η στρατηγική λογική και οι πιθανές αντιδράσεις του Ιράν, της περιοχής και του ευρύτερου διεθνούς συστήματος.
Η απειλή ενός δεύτερου χτυπήματος, με ή χωρίς αμερικανική συμμετοχή, δεν υπάρχει στο κενό — διαμορφώνει ήδη τη συμπεριφορά της Τεχεράνης.
Και από την απάντηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας εξαρτώνται τρία θεμελιώδη σενάρια για την «επόμενη μέρα»:
1. Το σενάριο της συγκρατημένης επιστροφής στη διπλωματία
Σε αυτό το αισιόδοξο σενάριο, το Ιράν ερμηνεύει τις επιθέσεις ως προειδοποιητικό χτύπημα και, υπό τον φόβο περαιτέρω στρατιωτικής κλιμάκωσης, επιστρέφει σε διαπραγματεύσεις —πιθανώς με τη μεσολάβηση τρίτων (Κίνα, Ε.Ε., Ρωσία ή ακόμα και Τουρκία).
Η Τεχεράνη ενδέχεται να δεχτεί περιορισμούς στο πυρηνικό της πρόγραμμα σε αντάλλαγμα για την άρση κυρώσεων, πάγωμα περιουσιακών στοιχείων ή εγγυήσεις ασφάλειας.
Ο Trump, σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να εμφανιστεί ως «παίκτης ειρήνης μέσω ισχύος» —ένα αφήγημα που θα τον ενισχύσει πολιτικά εντός ΗΠΑ, ιδίως ενόψει εκλογών.
Όμως αυτό το σενάριο απαιτεί δύο πράγματα: εσωτερική πολιτική συναίνεση στο Ιράν και ειλικρίνεια από την πλευρά της Δύσης.
Η Τεχεράνη, ωστόσο, είναι καχύποπτη. Θυμάται τη μονομερή απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία JCPOA το 2018. Η αξιοπιστία της Ουάσιγκτον είναι βαθιά τραυματισμένη.
2. Το σενάριο της υπόγειας κλιμάκωσης και του «φανερού μυστικού»
Το πιο ρεαλιστικό —και πιο επικίνδυνο— σενάριο είναι αυτό της σιωπηρής ανασυγκρότησης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Με τη διεθνή κοινότητα αποπροσανατολισμένη και την προσοχή να στρέφεται σε άλλα μέτωπα (Ρωσία-Ουκρανία, Κίνα-Ταϊβάν), το Ιράν ενδέχεται να συνεχίσει την πυρηνική του πρόοδο υπόγεια, με μεγαλύτερη μυστικότητα, κατακερματισμό των υποδομών και μεταφορά των κρίσιμων μονάδων σε υπόγεια συγκροτήματα.
Σε αυτό το σενάριο, η επιθετική στρατηγική ΗΠΑ-Ισραήλ δεν εμποδίζει την ανάπτυξη, αλλά την καθυστερεί και την μεταλλάσσει.
Η Τεχεράνη κερδίζει χρόνο, αναζητά εναλλακτικούς τεχνολογικούς και στρατηγικούς εταίρους (Κίνα, Βόρεια Κορέα) και επενδύει στην άμυνα (αντιαεροπορικά συστήματα, κυβερνοάμυνα) για να αποτρέψει μελλοντικές επιθέσεις.
Ο κίνδυνος εδώ είναι η εμπέδωση μιας διαρκούς ζώνης αστάθειας: χαμηλής έντασης συγκρούσεις, απειλές, επιθέσεις μέσω proxies, κυβερνοχτυπήματα.
Η Μέση Ανατολή μετατρέπεται σε θέατρο «υβριδικού πολέμου» χωρίς τέλος.
3. Το σενάριο της ρήξης – Ανοιχτός περιφερειακός πόλεμος
Το πιο εφιαλτικό ενδεχόμενο είναι η μετατροπή του σημερινού «ελεγχόμενου ρίσκου» σε ανεξέλεγκτη ρήξη.
Αν το Ιράν θεωρήσει ότι η επιβίωσή του απειλείται ή ότι μια νέα επίθεση είναι αναπόφευκτη, μπορεί να επιλέξει την άμεση απάντηση —πλήγματα σε ισραηλινές και αμερικανικές βάσεις, στοχευμένα χτυπήματα σε Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, ή μέσω της Hezbollah στα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου.
Μια τέτοια κλιμάκωση μπορεί να ενεργοποιήσει πολλαπλούς ηθοποιούς: τις σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ, τους Houthi στην Υεμένη, ακόμα και τουρκικές ή ρωσικές αντιδράσεις.
Οι διεθνείς τιμές πετρελαίου θα εκτιναχθούν, οι εφοδιαστικές αλυσίδες θα διακοπούν, και οι επενδυτές θα εγκαταλείψουν την περιοχή.
Σε αυτό το σενάριο, η Ουάσιγκτον έχει να διαχειριστεί έναν ολοκληρωτικό πόλεμο που δεν ξεκίνησε επίσημα —αλλά οφείλεται σε δική της στρατηγική επιλογή.