Η ασφάλιση μακροχρόνιας φροντίδας – σημαντική διάσταση του κοινωνικού κράτους, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού – δεν αποτελεί εξαίρεση.
Η πολιτική τάξη προσπαθεί να κατευνάσει τα συμπτώματα, αλλά δεν αντιμετωπίζει τις αιτίες του προβλήματος.
Επιβεβαιώνονται όσα οι δημογράφοι και οι οικονομολόγοι προειδοποιούν εδώ και χρόνια: το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Γερμανίας δεν έχει σχεδιαστεί για να αντέξει τη δημογραφική αλλαγή ή μια ύφεση. Είναι μια κατασκευή «καλών καιρών» για την οικονομία —μια πολυτέλεια που αντέχουν οι εύπορες κοινωνίες όταν υπάρχει πλεόνασμα, αλλά την περιορίζουν σε καιρό κρίσης.
Αυτή η κρίση, που προέβλεψαν σημαντικοί οικονομολόγοι όπως οι Stefan Fetzer και Christian Hagist, έχει πλέον φτάσει. Σε μια μελέτη που συζητήθηκε ευρέως, προέβλεψαν ότι χωρίς θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, το γερμανικό κράτος πρόνοιας θα φτάσει σε σημείο καμπής έως το 2030.
Μέχρι τότε, το συνολικό ποσοστό εισφορών κοινωνικής ασφάλισης θα φτάσει το 44,5% των ακαθάριστων αποδοχών—προκαλώντας ασφυξία στον ιδιωτικό τομέα
Μια σειρά ανησυχητικών στοιχείων
Η Γερμανία πλησιάζει προς αυτό το εφιαλτικό σενάριο, όπως επιβεβαιώνουν πρόσφατες ανησυχητικές αναφορές για την οικονομική υγεία των κοινωνικών της συστημάτων.
Υπάρχουν ελλείμματα παντού: το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα θα χρειαστεί τουλάχιστον 123 δισεκατομμύρια ευρώ σε κρατική επιδότηση φέτος. Το πρόσφατα αποκαλυφθέν έλλειμμα στο ταμείο μακροχρόνιας φροντίδας ανέρχεται σε περίπου 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ταυτόχρονα, η δημόσια υγειονομική ασφάλιση αντιμετωπίζει έλλειμμα 13,8 δισ. ευρώ.
Σημαντικό είναι ότι αυτά τα νούμερα βασίζονται σε προβλέψεις που υποθέτουν σταθερό οικονομικό περιβάλλον.
Εν τω μεταξύ, τα συνεχή κύματα της παρατεταμένης ύφεσης πλήττουν την ήδη φθίνουσα αντοχή του κράτους πρόνοιας.
Ειδικά στην ασφάλιση μακροχρόνιας φροντίδας, οι εξελίξεις επιταχύνονται. Σύμφωνα με έκθεση της Ομοσπονδιακής Ελεγκτικής Υπηρεσίας, το έλλειμμα πιθανότατα θα διπλασιαστεί το επόμενο έτος σε 3,5 δισ. ευρώ.
Μέχρι το 2029, προβλέπεται να φτάσει τα 12,3 δισ. ευρώ.
Ενισχύεται η εντύπωση ότι η Γερμανία έχει αναπτύξει ένα υπερβολικά γενναιόδωρο μοντέλο πρόνοιάς της—τον μεγαλύτερο «μαγνήτη μετανάστευσης» στην Ευρώπη.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: οι δαπάνες για ασφάλιση μακροχρόνιας φροντίδας εκτοξεύθηκαν την τελευταία δεκαετία—από 24 δισ. ευρώ το 2014, σε πάνω από 40 δισ. το 2019, και 57 δισ. το 2023.
Πέρυσι, οι δαπάνες αυξήθηκαν εκ νέου στα 63,2 δισ. ευρώ. Αυτή η «χιονοστιβάδα» δαπανών τροφοδοτείται από τη γήρανση του πληθυσμού, την άνοδο του κόστους προσωπικού και έναν συνεχώς επεκτεινόμενο κατάλογο παροχών που μοιάζει πλέον με πολιτικό ευχολόγιο—υποθέτοντας ότι οι πόροι είναι απεριόριστοι.
Απαιτείται Αλλαγή Πορείας
Τριάντα χρόνια μετά την έναρξη της δημόσιας ασφάλισης μακροχρόνιας φροντίδας, το σύστημα οδηγείται σε οικονομική καταρρευση.
Ο Andreas Storm, διευθύνων σύμβουλος της ασφαλιστικής DAK, προειδοποίησε—μετά από καταδικαστική έκθεση της Ομοσπονδιακής Ελεγκτικής Υπηρεσίας—για υπαρξιακή κρίση:
«Η κατάσταση στη μακροχρόνια φροντίδα είναι πολύ πιο δραματική απ’ ό,τι είχε παραδεχτεί ως τώρα.
Όχι μόνο η ασφάλιση υγείας, αλλά και η ασφάλιση μακροχρόνιας φροντίδας είναι… ασθενής που χρειάζεται εντατική θεραπεία»
Οι λέξεις αυτές ηχούν σαν προειδοποίηση, επαναλαμβανόμενη και από την Ομοσπονδιακή Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία επικρίνει την κυβέρνηση για καθυστέρηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Ο έκτακτος δανεισμός, προειδοποιεί η υπηρεσία, δεν επιλύουν το πρόβλημα—απλώς το μεταθέτουν στο χρόνο. Χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι αυξήσεις εισφορών ή οι περικοπές παροχών είναι αναπόφευκτες — και έρχονται σύντομα.
Τα πολυδάπανα πρόσθετα οφέλη πρέπει να επανεξεταστούν, όπως και οι πολιτικά καθορισμένοι περιορισμοί στις ιδιωτικές συμμετοχές των ασθενών. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση για ενίσχυση του συστήματος με ατομική ευθύνη και ιδιωτικά κεφάλαια.
Οι μεταρρυθμίσεις φέρνουν κοινωνικό πόνο—και αυτός «σκοτώνει» τα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις.
Έτσι ξεδιπλώνεται το νέο οικονομικό δράμα Γερμανικής Δημοκρατίας.
Από τη μία τσέπη στην άλλη
Οι μεταρρυθμίσεις θα είναι αναπόφευκτες.
Ο αριθμός των ανθρώπων που χρειάζονται μακροχρόνια φροντίδα ανέρχεται σήμερα σε 5,2 εκατομμύρια — και αναμένεται να φτάσει τα 6,8 εκατομμύρια μέχρι το 2050.
Την ίδια ώρα, ο αριθμός των εργαζομένων που καλούνται να χρηματοδοτήσουν το σύστημα συνεχώς μειώνεται.
Η δημογραφική «ψαλίδα» ανοίγει ολοένα και περισσότερο.
Η κατάσταση γίνεται ολοένα πιο απελπιστική και αυτές οι «τρύπες» πολλών δισεκατομμυρίων αποτελούν ανυπέρβλητο βάρος για τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών.
Ωστόσο, παραμένει αμφίβολο αν το Βερολίνο αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του προβλήματος. Η πολιτική της ατέρμονης γενναιοδωρίας είναι βαθιά ριζωμένη στη γερμανική κυβερνητική νοοτροπία.
Όμως σε έναν συρρικνούμενο, εγχώριο πληθυσμό—μέσα σε μια πολιτική σκόπιμης αποβιομηχάνισης και μαζικής εισροής μεταναστών χαμηλού εισοδήματος — οι ιατρικές υπηρεσίες, οι συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα δεν μπορούν πλέον να αποτελούν αντικείμενο κρατικής διαχείρισης.
Η Υπουργός Υγείας Nina Warken προσπαθεί προς το παρόν να καλύψει το έλλειμμα μέσω του κρατικού προϋπολογισμού.
«Για να κρατήσουμε τις εισφορές σταθερές, χρειαζόμαστε άμεση στήριξη από τον προϋπολογισμό» δήλωσε στη δημόσια τηλεόραση ZDF.
Διαφορετικά, αναμένεται αύξηση εισφορών τον Ιανουάριο του 2026—κάτι που δηλώνει ότι «θα ήθελε να αποφύγει»
Φέτος, η κυβέρνηση σχεδιάζει να δώσει άτοκο δάνειο 500 εκατομμυρίων ευρώ ενώ προβλέπεται επιπλέον δανεισμός 1,5 δισ. ευρώ για το 2026.
Από την αριστερή στην δεξιά τσέπη—και τελικά, πάντα ο φορολογούμενος πληρώνει το τίμημα της πολιτικής κακοδιαχείρισης.
Μιά νέα προσέγγιση – Τι μπορούμε να αντέξουμε…
Η μηχανή του κράτους πρόνοιας ζει από συστηματικές επιδοτήσεις.
Πάντα μπορεί να βρεθεί χρήμα—αρκεί να υπάρχει μια μεσαία τάξη που να πληρώνει. Και ποια είναι η πρόταση της κυβέρνησης;
Μια ομοσπονδιακο-κρατιδιακή επιτροπή. Υπό τον τίτλο “Σύμφωνο για το Μέλλον της Φροντίδας,” ετοιμάζεται ένα νέο masterplan—“χωρίς ταμπού,” όπως λέει η Warken. Αλλά θα έχει κάποιο αποτέλεσμα;
«Πρέπει να αναρωτηθούμε ποιες παροχές μπορούμε ακόμη να αντέξουμε οικονομικά», λέει η ίδια.
Ακόμα και κίνητρα για ιδιωτική πρόνοια— ή και υποχρεώσεις—είναι στο τραπέζι.
Είναι μια αρχή.
Αλλά θα την αφήσει ο κυβερνητικός της εταίρος, το SPD, να προχωρήσει;
Η ασφάλιση μακροχρόνιας φροντίδας είναι προϊόν μιας βαθιά ριζωμένης ψευδαίσθησης περί πλήρους κρατικής ευθύνης.
Η επέκταση των παροχών ήταν εδώ και χρόνια προεκλογική στρατηγική και από τα δύο κόμματα—όπως και η πρόωρη συνταξιοδότηση στα 63.
Όλα μέρος ενός ατελείωτου καταλόγου παροχών που δημιούργησαν στους πολίτες ψευδή αίσθηση ασφάλειας.
Η κρίση στη μακροχρόνια φροντίδα απαιτεί περικοπές βασικών παροχών — και σηματοδοτεί τη στιγμή για ενίσχυση της ιδιωτικής πρόνοιας.
Ο άνεμος αλλάζει: προς τη λιτότητα, την αποτελεσματικότητα, την υποχώρηση της κρατικής παρέμβασης.
Η δυναμική να απλώνεται συνεχώς το κράτος στις τσέπες των φορολογουμένων πρέπει να σπάσει, αν θέλουμε να δώσουμε στους πολίτες τη δύναμη να αποταμιεύσουν μόνοι τους.
Η οικονομική κυριαρχία βασίζεται στην αρχή του ελάχιστου κράτους — ένα μήνυμα τόσο επικίνδυνο που η πολιτική φούσκα του Βερολίνου το περιβάλλει σαν καρφί έτοιμο να σκάσει την ψευδαίσθηση.
Και όποιος μιλά σοβαρά για βιώσιμη χρηματοδότηση, πρέπει να το πει ξεκάθαρα:
Χωρίς τερματισμό της παράνομης μετανάστευσης, κάθε μεταρρύθμιση είναι απλώς καλλωπιστική.
Ένα σύστημα «pay-as-you-go» (παροχές ανάλογα με τις εισφορές…) που χρησιμοποιείται από όλο και περισσότερους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν συνεισφέρει, θα καταρρεύσει.
Για όσους δεν μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους, παραμένει ένα λιτό, κρατικά εγγυημένο δίχτυ ασφαλείας — όχι καθολική κάλυψη, αλλά βασική επείγουσα βοήθεια.
Βοήθεια για τους αδύναμους, όχι ισότητα χωρίς να υπάρχουν οι πόροι.
Το μεταπολεμικό γερμανικό οικονομικό θαύμα και το κοινωνικό κράτος έχουν ήδη καταρρεύσει και οι απαιτούμενες λύσεις απαιτούν σημαντικό κόστος.