Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου

 

Ο πολιτικός κύκλος του Κυριάκου Μητσοτάκη κλείνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Φαινομενικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει πολιτικά κυρίαρχος. Διαθέτει μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δύο χρόνια κυβερνητικής θητείας μπροστά του. Η αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη, κανένας σχηματισμός της δεν μπορεί να θεωρηθεί ηγεμονικός και στις δημοσκοπήσεις παρότι καταγράφεται σαφώς ότι η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να αποκτήσει ποσοστό αυτοδυναμίας, εντούτοις εμφανίζει διπλάσια ποσοστά από το επόμενο κόμμα. Ένα σημαντικό τμήμα του μιντιακού τοπίου στηρίζει τον ιδεολογικό πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής το ίδιο και αρκετοί από τους «διαμορφωτές της κοινής γνώμης».

Μάλιστα για να επικυρώσει αυτή την εικόνα ισχύος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάνει δηλώσεις με τις οποίες δεσμεύεται να διεκδικήσει και επόμενη τετραετία.

Όμως, την ίδια στιγμή η πραγματικότητα είναι ότι ο πολιτικός κύκλος του Κυριάκου Μητσοτάκη οδεύει προς το τέλος του. Αυτό που ζούμε είναι το πολιτικό του φθινόπωρο. Τις επόμενες εκλογές θα τις χάσει στο τέλος και στη συνέχεια η Νέα Δημοκρατία θα προχωρήσει στην εκλογή ενός νέου προέδρου.

Θα τις χάσει γιατί αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση έχει χάσει την εμπιστοσύνη ενός πλειοψηφικού τμήματος της κοινωνίας. Το έχει χάσει για τα Τέμπη, για όλη την ακολουθία σκανδάλων από τις υποκλοπές μέχρι τον ΟΠΕΚΕΠΕ, για την κρίση κόστους ζωής. Και ο πλειοψηφικός χαρακτήρας αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης θα διευρυνθεί καθώς όλα δείχνουν ότι θα προκύψουν και νέα σκάνδαλα την ώρα που η κοινωνική συνθήκη δεν πρόκειται να βελτιωθεί. Και θα διευρυνθεί γιατί ακόμη και κοινωνικά στρώματα ωφελημένα από την πολιτική της, αισθάνονται ότι είναι μια κυβέρνηση που δεν τηρεί τους «κανόνες του παιχνιδιού» και που αφήνει να αναπτύσσονται κάθε λογής πρακτικές «λαμογιάς».

Όλα αυτά τα αντιλαμβάνονται μέσα στη Νέα Δημοκρατία. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα μεγάλο κόμμα, με σημαντική γείωση σε κοινωνικά στρώματα και με μια ιστορική παράδοση ως προς την εκπροσώπηση μιας ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας.

Πάνω από όλα η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κόμμα με μεγάλο ιστορικό βάθος και σημαντική ικανότητα να μεταστρέφεται όταν πρέπει.

 

Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι μέσα στην ιστορική της διαδρομή κατ’ επανάληψη χρειάστηκε να αλλάξει ηγεσία. Κι το έκανε χωρίς να διαλυθεί παρά τους μεγάλους κάθε φορά κραδασμούς.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι η Νέα Δημοκρατία παρά τις τόσες φορές που έχει αλλάξει ηγεσία, παραμένει το μεγαλύτερο κόμμα.

Στη Νέα Δημοκρατία ξέρουν ότι θα χάσουν στο τέλος τις επόμενες εκλογές. Δεν θα γίνουν σε «έναν γύρο», δεδομένου και του εκλογικού νόμου, όμως στο τέλος θα χάσουν.

Αυτό δεν είναι απλώς ένα δεδομένο. Για τη Νέα Δημοκρατία και τους βουλευτές της σημαίνει ότι δεν θα μπορούν να στελεχώσουν το κράτος στις θέσεις που προβλέπονται τυπικά ή άτυπα ως πολιτικές επιλογές. Σημαίνει ακόμη το «υπαρξιακό» άγχος ότι δεν θα μπορέσουν να επανεκλεγούν βουλευτές.

Στη Νέα Δημοκρατία όλα αυτά τα γνωρίζουν πολύ καλά. Γνωρίζουν ακόμη ότι στα δεξιά τους δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τις κάπως αναξιόπιστες προσωπικότητες της σημερινής ακροδεξιάς, αλλά πιθανώς και ένα σχηματισμό που θα εκπροσωπεί την «πραγματική» παραδοσιακή δεξιά με διάφορες κινήσεις να κατατείνουν σε αυτή την κατεύθυνση, όπως, για παράδειγμα, η διακήρυξη 91 προσωπικοτήτων που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα.

 

Όμως, η παράδοση της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι αυτές οι κινήσεις για αλλαγή ηγεσίας, ακόμη και όταν φαντάζουν «επιβεβλημένες» δεν θα γίνουν πριν από τις εκλογές, αλλά μετά από αυτές. Διότι χρειάζεται η εκλογική αποτυχία για να πειστούν και τα περισσότερο ταλαντευόμενα στελέχη ότι «δεν πάει άλλο». Και γιατί προφανώς είναι η ήττα στις εκλογές που επιβάλλει σε ένα κόμμα ριζική αλλαγή προσανατολισμού και ηγεσίας.

Προφανώς και μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η Νέα Δημοκρατία μπορεί και νέα ηγεσία να εκλέξει και ένα ηγεμονικό πρότυπο διακυβέρνησης να δημιουργήσει. Όμως το ρήγμα είναι πολύ βαθύ για να καλυφθεί τόσο σύντομα.

Και βέβαια η πραγματικότητα είναι ότι η Νέα Δημοκρατία έχει αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να σκεφτεί εναλλακτικές λύσεις για την ηγεσία, ανθρώπους δηλ. που θα μπορούσαν να αναλάβουν τα ηνία αυτού του μεγάλου κόμματος ακόμη και σε εποχές τόσο μεγάλης δυσπιστίας για την επίσημη πολιτική και τους εκπροσώπους της. Το γεγονός ότι δεν κάνουν τώρα «την κίνηση», μπορεί να δηλώνει την πολιτική αμηχανία τους, με δεδομένη και την ευρύτερη κατάσταση πνευμάτων, αποτυπώνει, όμως, και την πεποίθησή τους ότι πρέπει πρώτα να εξαντληθεί η όποια πολιτική δυναμική διατηρεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Στην πραγματικότητα η απροσδιοριστία αφορά λιγότερο τις προδιαγεγραμμένες εξελίξεις που οδηγούν στο τέλος της «εποχής Μητσοτάκη», και πολύ περισσότερο τη διαμόρφωση εναλλακτικής από αυτούς που όντως είναι σε θέση να το κάνουν.

Αυτή η παράμετρος, η μέχρι τούδε άρνηση της ανάληψης της ευθύνης να ηγηθούν μιας εναλλακτικής προοπτικής για τον τόπο, είναι, στην πραγματικότητα, αυτή που εξηγεί και γιατί η «εποχή Μητσοτάκη» δεν έχει τελειώσει ακόμη.

Όμως κάποια στιγμή η ιστορία απαιτεί από τον καθένα και την καθεμιά να αποφασίσουν εάν θα πάνε με αυτό που καταγράφεται ως αντικειμενική ιστορική δυναμική στην κοινωνία, ή εάν με τη δική τους αδράνεια απλώς θα προσφέρουν παράταση ζωής σε μια κυβέρνηση που έχει κλείσει τον κύκλο της.

πηγή