Του Μανώλη Κοττάκη
Πρίν ἀπό μερικές μέρες γνωστός ἐπιχειρηματίας κάλεσε στό τηλέφωνο πρώην ὑπουργό τῆς ΝΔ νά τοῦ εὐχηθεῖ γιά τήν ὀνομαστική του ἑορτή καί μοιραία ἡ συζήτηση πῆγε δι’ ὀλίγον στά πολιτικά.
Σαμαρικός ὁ ἐπιχειρηματίας, παρατήρησε «τί χάλια εἶναι αὐτά, ἔχει γίνει ἡ ΝΔ Ποτάμι». Θεωροῦσε ὅτι ὁ συνομιλητής του μέ βάση τό ἰδεολογικό προφίλ πού ἔχει στήν παράταξη θά συμφωνοῦσε. Πρίν προλάβει καλά καλά νά ἀρθρώσει λέξη παραπάνω, ὁ πρώην ὑπουργός τόν διέκοψε ἀπότομα. «Ὄχι αὐτά ἀπό τό τηλέφωνο. Πρέπει νά κλείσουμε τώρα» εἶπε. Καί τοῦ τό ἔκλεισε, χωρίς καληνύχτα, στά μοῦτρα.
Ἡ σκηνή αὐτή ἐπαναλαμβάνεται σέ παραλλαγές μέ χίλιους τρόπους μέσα στήν παράταξη ἐδῶ καί καιρό. Στό ὑπουργικό συμβούλιο, στήν Κοινοβουλευτική Ὁμάδα, στούς κρατικούς ἀξιωματούχους, στά κομματικά στελέχη, σέ δικαστές, σέ μιντιάρχες καί ἀναλυτές, σέ ἱεράρχες,σε τραπεζῖτες, σέ δημάρχους καί περιφερειάρχες.
Τό προσωπικό οἰκονομικό τους συμφέρον σέ συνδυασμό μέ τήν ἀνάγκη γιά καλές σχέσεις μέ τό γκουβέρνο τούς ὁδηγεῖ στήν ἀπόκρυψη τῶν συναισθημάτων τους καί σέ ἀλλαγή κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς ὑπό τόν φόβο τῆς πολιτικῆς διώξεως καί τῆς ἀπώλειας τοῦ δημοσίου ἀξιώματος. Ἀλλαγή κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς σημαίνει «φοβᾶμαι νά μιλήσω καί νά ἐκφράσω τίς ἀπόψεις μου ἀκόμη καί ἰδιωτικά». Σημαίνει «δέν ἐμφανίζομαι δημόσια μαζί σου γιατί θά χαρακτηριστῶ ἀντικαθεστωτικός». Σημαίνει «προτιμῶ τήν ἀποζημίωση τῶν 6.000 εὐρώ ἀπό τήν διαγραφή». Ἤ, ἀκόμη χειρότερα, σοῦ ζητῶ τό κλασσικό «μήν μέ ἀναφέρεις» ἄν ἐπικαλεστεῖς ὅσα σοῦ λέω.
Πρό καιροῦ ὑπάλληλος μεγάλης ΔΕΚΟ πού ζήτησε ἐπικοινωνία μαζί μου γιά ἕνα θέμα μοῦ ἔγραψε ἑκατό φορές νά προστατέψω τό ὄνομά του γιατί «αὐτοί εἶναι πιό ἐκδικητικοί καί ἀπό τό ΠΑΣΟΚ».
Ὁδηγούμαστε δηλαδή στήν δημοκρατία τῶν ἀνωνύμων. Στήν δημοκρατία τοῦ φόβου. Στήν δημοκρατία τῆς καταπιέσεως. «Ἄλλα σκέφτομαι, ἄλλα λέω, ἄλλα ἐννοῶ».
Τούτων δοθέντων, ὅταν διαβάζω πανηγυρικά ρεπορτάζ γιά τό ἐξαιρετικό κλῖμα πού ἐπικράτησε στήν συνάντηση τοῦ Πρωθυπουργοῦ μέ τούς βουλευτές του στό Μαξίμου καί γνωρίζοντας τί λένε οἱ μισοί τοὐλάχιστον ἀπό αὐτούς στά καφέ τοῦ Κολωνακίου, ἕνα ρῆμα ἀνακαλῶ στήν μνήμη μου. Συμπάσχω μαζί τους.
Ὅπως ἔλεγε καί ὁ Κωστῆς Στεφανόπουλος, «χωρίς τήν ὑποκρισία θά διαλύονταν οἱ κοινωνίες»… Θα προσέθετα ταπεινά: καί χωρίς τό θάρρος. Εἶναι καταδικασμένες σέ παρακμή οἱ κοινωνίες τῆς σιωπῆς.