Από την Ιωάννα Άρμεν, Μέλος της πολιτικής γραμματείας του Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ”ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ”

 

Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Αναστάσιος, πέρασε στην αιωνιότητα. Ο ιεράρχης που γινόταν διακριτός μόνο με το μικρό του όνομα, χωρίς να χρειάζεται κάποιος άλλος προσδιορισμός. Οι ακαδημαϊκές του γνώσεις πλούσιες, το ίδιο και η ακαδημαϊκή του καριέρα. Οι διακρίσεις που του αποδόθηκαν αξιοζήλευτες. Τα γραπτά κείμενα που άφησε παρακαταθήκη άφθονα. Με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο μπορεί ο οποιοσδήποτε να ανακαλύψει όλα τα παραπάνω. Η προσφορά του στην ανθρωπότητα όμως είναι μέγιστη. Εκεί θέλω να σταθώ, και όχι στις κοσμικές, επίγειες αξιώσεις. Και η προσφορά αυτή δε μπορεί να αποτυπωθεί γλαφυρά σε ένα κείμενο, παρά μόνο χαράσσεται μέσα στις συνειδήσεις, μέσα στις ψυχές, μέσα στις καρδιές των ανθρώπων που τον έζησαν.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής του ο Αναστάσιος εφάρμοσε το Ευαγγέλιο, παράδειγμα γενόμενος των υπολοίπων για τη διάδοση της αλήθειας του Χριστού στην Οικουμένη. Το δεκαετές ιεραποστολικό του έργο στην Ανατολική Αφρική ήταν ανεκτίμητο. Βάφτισε πολλά μέλη της αφρικανικής κοινότητας και χειροτόνησε δεκάδες Αφρικανούς κληρικούς. Ανήγειρε δεκάδες ναούς και σχολεία και μερίμνησε για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Και επειδή όπως έλεγε: «Δύο πράγματα δε μπορεί να κάνει κανείς παρά στη μητρική του γλώσσα: το ένα είναι να βρίσει και το άλλο να προσευχηθεί», φρόντισε για τη μετάφραση της Θείας Λειτουργίας σε αφρικανικές διαλέκτους. Η Αφρική που τόσο αγάπησε και από την οποία τόσο αγαπήθηκε έμελε να τον χάσει όταν του ανατέθηκε μια πιο δύσκολη αποστολή: η αναστήλωση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας.

Η Αλβανία ήταν κλυδωνισμένη από το επί 46 χρόνια αθεϊστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα. Σε έναν φλογερό λόγο που έβγαλε στο Δελβίνο το 1995 είχε πει: «Το πιο τραγικό που συνέβη στα 50 χρόνια του διωγμού δεν ήταν ότι γκρέμισαν τις εκκλησίες. Το πιο τραγικό είναι ότι γκρέμισαν μέσα στην καρδιά, στη συνείδησή μας την πίστη και την ελπίδα. Και εκεί ακριβώς έχουμε τη μεγάλη προσπάθεια να κάνουμε, να ξαναχτίσουμε εκατοντάδες χιλιάδες ναούς μέσα στις ψυχές των ανθρώπων που ζουν σε αυτήν τη χώρα». Και αυτό ακριβώς έκανε επί τριάντα και πλέον συναπτά έτη ακούραστα, αγόγγυστα, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Κατάφερε να ξαναχτίσει συνειδήσεις, αναστηλώνοντας, επιδιορθώνοντας και χτίζοντας παράλληλα νέους ναούς, χειροτονώντας γηγενείς κληρικούς και κάνοντας προσιτή τη λατρευτική ζωή μεταφράζοντας θεολογικά κείμενα και την ίδια τη Θεία Λειτουργία στη γλώσσα του λαού, αλλά και εκδίδοντας ορθόδοξα περιοδικά και εφημερίδες στην αλβανική γλώσσα.

Έδινε ιδιαίτερο βάρος στην παιδεία, γι’ αυτό και έχτισε πληθώρα εκπαιδευτηρίων διαφόρων βαθμίδων και ειδικοτήτων. Φρόντισε για την επαγγελματική και οικογενειακή αποκατάσταση πολλών νέων, φροντίζοντας να δημιουργηθούν οικογένειες σε στέρεες βάσεις, με αντοχή στον χρόνο. Δημιούργησε δομές υγείας για παροχή υψηλού επιπέδου υγειονομικής περίθαλψης, παρείχε συσσίτιο σε φτωχές οικογένειες, φρόντισε για την ασφαλή μεταφορά και ποιότητα ζωής των κατοίκων με διάφορα κοινωνικά έργα (δρόμοι, γέφυρες, υδραγωγεία κ.ά.). Το μεγαλύτερο ίσως κατόρθωμα της θητείας του ήταν η κατασκευή τριών υδροηλεκτρικών έργων που παρέχουν οικονομική αυτονομία για τις λειτουργικές ανάγκες της Εκκλησίας της Αλβανίας, αλλά και τη συνέχιση όλων των έργων και δράσεών της χωρίς να στηρίζεται αποκλειστικά στις δωρεές. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι βρήκε πολλές πόρτες κλειστές όσο αναζητούσε οικονομική ενίσχυση και με πολύ κόπο, αλλά και πείσμα, κατάφερε και βοήθησαν συνάνθρωποι από την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αυστραλία, την Αμερική. Ήταν το πρόσωπο που αφουγκραζόταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η κοινωνία της Αλβανίας και προσπαθούσε να επινοήσει λύσεις. Η διακονία αυτή προς τον άνθρωπο ήταν που τον έκανε αγαπητό ακόμα και σε αλβανικής καταγωγής ανθρώπους, διότι δεν υπήρχε εθνική ή θρησκευτική διάκριση στην ανιδιοτελή προσφορά του.

Παρόλα αυτά, η ελληνική του καταγωγή και η ορθόδοξη του ταυτότητα ήταν η αιτία της καχυποψίας με την οποία αντιμετωπίστηκε στην Αλβανία. Κατηγορήθηκε ως συνταγματάρχης μυστικών υπηρεσιών και έγινε στόχος δολοφονικής επίθεσης. Παρά τις ρωγμές που κάποιοι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ανάμεσα στους δύο λαούς (Ελλάδας και Αλβανίας) εκείνος προσπαθούσε να δημιουργεί γέφυρες. Ήταν καθόλα ενωτικός, παράδειγμα ήθους. Στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου μάλιστα βοήθησε περίπου 33.000 πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας και έκανε αγώνες να κατευνάσει τις αντιθέσεις στα Βαλκάνια. Όπως έλεγε: «Στην Αφρική υπήρχαν άλλα προβλήματα: φτώχεια, αρρώστιες, κίνδυνοι φυσικοί, αλλά ήταν χαρούμενη κοινωνία, όλοι γελούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν. Στην Αλβανία είναι αλλιώτικα, υπάρχει ένα σύννεφο καχυποψίας, ιδίως εναντίον της Ελλάδος, που έπρεπε κανείς να το βαδίσει και να την αποδεχτεί (την καχυποψία).

Έτυχε αναγνώρισης από τον λαό γιατί ήταν προσιτός. Ο λόγος του κηρύγματος απλός, κατανοητός από τον καθένα, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου. Είχε τον τρόπο να καθηλώνει την προσοχή των ακροατών, και το πιο σημαντικό, έδινε πίστη, κουράγιο και ελπίδα στο πληγωμένο από το τυραννικό καθεστώς του Χότζα σώμα της κοινωνίας. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε επίσκεψή του το 1999 στο Αργυρόκαστρο είπε στους Βορειοηπειρώτες ότι ο Αναστάσιος είναι «δώρο του Θεού προς την ανθρωπότητα». Ο ίδιος ο Αναστάσιος θεωρούσε το έργο που του ανατέθηκε ως μια αποστολή, υποχρέωση, ευθύνη. Με αυταπάρνηση ακολούθησε τον δρόμο που ακολούθησαν οι προκάτοχοί του απόστολοι, κάνοντας πράξη τον λόγο: «δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν μου». Ήταν συναινετικός, χωρίς να αναιρεί την αλήθεια του Ευαγγελίου, ριζοσπαστικός, χωρίς να προκαλεί τα πλήθη των πιστών. Τόνιζε τη σημασία της αλληλεγγύης και όριζε την αγάπη ως το πιο δυναμικό στοιχείο που μπορεί να υπάρξει σε μια κοινωνία. Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας έμεινε ορφανή, αλλά ας ελπίσουμε να βρεθεί αντάξιος διάδοχος στον αρχιεπισκοπικό της θρόνο.

Αναγνωρίζοντας τη μόρφωση του ανδρός, και την αναγωγή της γνώσης του σε έργο και προσφορά, απέδειξε ότι τα πτυχία αν δε συνοδεύονται από πράξεις είναι άχρηστα, ανούσια και αποτελούν απλά διακοσμητικούς τίτλους. Είχε πει κάποτε ότι: «Ο επίσκοπος δεν εκπροσωπεί τον εαυτό του, τον τίτλο του, αλλά το ποίμνιό του, έναν λαό». Ο Αναστάσιος κατάφερε να εκτελέσει επάξια τον ρόλο που του ανετέθη. Συνειρμικά, δε μπορούμε να μη συγκρίνουμε το χάσμα ανάμεσα στο μέγεθος της συνεισφοράς του ως θρησκευτικού ηγέτη με την παντελή απουσία στήριξης της ελληνικής κοινωνίας από τον δικό μας πολιτικό ηγέτη. Ενός «μειοψηφικού» ηγέτη που του λείπει η ενσυναίσθηση και εκπροσωπεί ΜΟΝΟ τον εαυτό του.

Για να αλλάξουν όμως όσα βιώνουμε ως χώρα σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να διαθέτουμε αυτοκριτική. Αυτή είναι η διάγνωση που θα επιφέρει και τη σωστή θεραπεία. Πρέπει να κάνουμε αυτοκριτική και να αναλάβουμε την ευθύνη μας. Υπάρχει έλλειψη ευαισθησίας για τη δικαιοσύνη. Τα παραπάνω λόγια δεν είναι δικά μου, αλλά του ανθρώπου που έδωσε ζωή στην πονεμένη Αλβανία. Ας κάνουμε λοιπόν την αυτοκριτική μας και ας αναλάβουμε την ευθύνη μας. Και ας δείχνουμε την ίδια ευαισθησία για δικαιοσύνη όχι μόνο για το έγκλημα στα Τέμπη, αλλά για το κάθε έγκλημα που έχει την «υπογραφή» των κυβερνήσεων.

πηγή