Του Θανάση Θ. Νιάρχου, Ποιητή, συνεκδότη του περιοδικού «Η Λέξη».

Είναι βέβαια πολύ μεγάλο το τίμημα, να έχει δηλαδή χρειαστεί η κρίση για να ξεμασκαρευτούν άνθρωποι και άνθρωποι, αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού.

Και δεν εννοούμε όσους παρίσταναν τους γαλαντόμους, όταν δεν επρόκειτο να στερηθούν οτιδήποτε οι ίδιοι, ενώ τώρα με την οικονομική δοκιμασία, χωρίς πάλι στην ουσία να θίγονται στο παραμικρό, επανήλθαν στη φυσικότητα της αυθόρμητης τσιγκουνιάς τους. Σ’ αυτή δηλαδή που τους χαρακτήριζε όταν συμπεριφέρονταν γενναιόδωρα, αφού ήταν τα ψίχουλά τους που υπογράμμιζαν ως παρεμβατικά φιλάνθρωπες ενέργειες.

Μιλάμε για ακόμη μια πιο αποτρόπαιη κατηγορία καλλιτεχνών που, λαλίστατη σε περιόδους δημοκρατικής ομαλότητας και οικονομικής ευεξίας, έχει αποσυρθεί και σχεδόν βουβαθεί σε μιαν εποχή πολιτικής ανισορροπίας και οικονομικής δυσπραγίας. Χρειάστηκε δηλαδή η σημερινή κρίση για να καταλάβουμε πως αν όλα τούς έφταιγαν στις παρελθούσες άνετες εποχές και θύμωναν, και οργίζονταν, και βρίζανε, δεν είναι γιατί πραγματικά ένιωθαν να προκαλούνται αλλά γιατί με τον τρόπο αυτό, τον φασαριόζικο, γίνονταν γνωστοί ως άνθρωποι επαναστατημένοι. Τώρα με την κρίση, καθώς συνειδητοποίησαν ότι η κοινωνία έχει άλλες προτεραιότητες από το να χτίσουν οι ίδιοι την καριέρα τους, έχουν καταστεί περίπου άφωνοι.

Για ποιο λόγο να φωνάξουν, για ποιο λόγο να διαμαρτυρηθούν, αφού η πραγματικότητα η ίδια που τρέχει με ταχύτητα φωτός κάνει οποιαδήποτε δική τους οργή να μοιάζει ως περιθωριακή και γραφική; Οταν όμως η φωνή και η διαμαρτυρία είναι πηγαίες και ειλικρινείς και δεν υπάρχουν για να ολοκληρώνεις την προσωπική σου «αγιογραφία», τόσο εντονότερα εκφράζονται όταν οι κοινωνικές συνθήκες επιδεινώνονται.

Πού είναι σήμερα όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες (συγγραφείς, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, εικαστικοί, μουσικοί) που με το παραμικρό ξεσηκώνονταν ότι «τους καταπιέζει ο Παρθενώνας» ή ότι «θα πρέπει να ισοπεδωθεί η Αττική», τώρα που έχει φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο;

Φωνούλες από ‘δώ κι από ‘κεί, ψελλίσματα, στην ουσία όλοι τους κότες.

Συνειδητά ή υποσυνείδητα αναγνωρίζουν ως πραγματικότητα αυτή που θα έπρεπε να ισχύει όταν εκφράζονταν οργισμένα: ότι με το να έχει ο κόσμος τα τρομακτικά προβλήματά του δεν πρόκειται να τους δώσει καμιά σημασία όσο και αν διαμαρτυρηθούν, γιατί είναι εκ του πονηρού που το κάνουν. Βοηθάει δηλαδή ο κόσμος τον γιαλαντζί επαναστάτη να χτίσει καριέρα, όταν τα πράγματα είναι λίγο ή πολύ καλά και δεν ενδιαφέρεται και πολύ να αλλάξει οτιδήποτε.

Οταν όμως χρειάζεται ο πραγματικός επαναστάτης, όπως ακριβώς σήμερα, σαν να ξυπνάει ο κόσμος και να λέει στον ψευτοαλαζόνα επαναστάτη ότι τον έχει πάρει είδηση, με αποτέλεσμα ο τελευταίος ή να κρύβεται ή να εξαφανίζεται.

Αν δεν ήταν οδυνηρό, θα είχε γούστο να μετρήσει κανείς τούς καλλιτέχνες που την έχουν κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, γιατί αντελήφθησαν ότι ο δημόσιος χώρος δεν προσφέρεται πια άμεσα για να υπάρξουν ως προκλητικοί φωστήρες. Σήμερα που ο θυμός και η οργή θα έπρεπε να έχουν χτυπήσει κόκκινο, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι να τους εκφράσουν, αν δεν καθεύδουν, καιροφυλακτούν το γύρισμα των καιρών ώστε να ξαμοληθούν με ανανεωμένες δυνάμεις για να κεφαλαιοποιήσουν και πάλι ως προσωπικό όφελος σε δόξα τη δυστυχία του κόσμου.

Μακάρι όμως το γύρισμα των καιρών, με την ανάκαμψη όσον αφορά την οικονομική και την κοινωνική κρίση, να σημάνει και την ανάκαμψη της πολιτιστικής συνθήκης ώστε να πάψει να είναι αυτή προσωποπαγής και προσωπολατρική.