Σκέφτηκα λοιπόν ότι ίσως θα ήταν χρήσιμο ένα μικρό εννοιολογικό λεξικό που να περιέχει τα πολύ βασικά, μιας και η ανάγνωση εννοιολογικών λεξικών δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό μας ως λαού (αν και ο γλωσσικός μας θησαυρός προσφέρεται) και το παρόν αποτελεί μια ταπεινή προσπάθεια προς το σκοπό αυτό, μήπως και καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, γιατί διαπιστώνω με έκπληξη κάθε φορά, ότι όταν οι λέξεις οριστούν και αποκατασταθεί η επικοινωνία, άνθρωποι που μέχρι λίγο πριν ήταν ακραία τοποθετημένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, καταφέρνουν και επικοινωνούν και μέσω της επικοινωνίας οι γωνίες αμβλύνονται έστω και με τρόπο αργό, όμοια με τα βότσαλα και το ορμητικό νερό.
Με τον όρο σημασιολογία (ορθότερο του όρου σημαντική) εννοείται η μελέτη του νοήματος, της σημασίας των λέξεων. Συνδέεται με την περιγραφή της αναπαράστασης του νοήματος μιας λέξης στον νου μας και με το πώς χρησιμοποιούμε αυτή την αναπαράσταση – απεικόνιση για την κατασκευή προτάσεων. Η σημασιολογία βασίζεται κυρίως στη μελέτη της λογικής στη φιλοσοφία. [1]
Η λογική ορίζεται μερικές φορές στενά ως η ικανότητα ή η διαδικασία εξαγωγής τυπικά λογικών συμπερασμάτων. Από τον Αριστοτέλη και μετά, τέτοιοι συλλογισμοί κατατάσσονται είτε στους παραγωγικούς συλλογισμούς, δηλαδή συλλογισμούς «από το γενικό στο ειδικό» ή «από το όλον στο μέρος», είτε στους επαγωγικούς συλλογισμούς, δηλαδή συλλογισμούς «από το ειδικό στο γενικό» ή «από το μέρος στο όλον». Εξ αυτών, μόνο ο παραγωγικός συλλογισμός αποτελεί με την αυστηρή έννοια «λογικό συμπερασμό». [2]
Ο ορθολογισμός (ή ρασιοναλισμός) είναι η συνολική φιλοσοφική κατεύθυνση που αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσεως τη λογική σκέψη. Από την περίοδο του Διαφωτισμού ο ορθολογισμός συνδέεται συνήθως με την εισαγωγή των μαθηματικών μεθόδων στη φιλοσοφία, αρχικά με το έργο των Ντεκάρτ, Λάιμπνιτς και Σπινόζα.[3]
Μάθηση είναι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το υποκείμενο αποκτά γνώσεις, δεξιότητες, συμπεριφορές και αξίες μέσα από γνωστικές διαδικασίες. Η σύνδεση με τους όρους «ωρίμανση» και «ανάπτυξη» δίνεται από τη σχέση: ωρίμανση x μάθηση = ανάπτυξη. Η μάθηση είναι αντικείμενο της Ψυχολογίας και της Παιδαγωγικής. [4]
Έθνος ονομάζεται ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα που διακρίνουν το σύνολο αυτό, σε παγκόσμια κλίμακα. Τα κυριότερα από τα γνωρίσματα αυτά μπορεί να είναι η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η κοινή ιστορία και πολιτισμός και η γεωγραφική καταγωγή. Ιστορικά όμως, βασικότερο στοιχείο για την ύπαρξη ενός έθνους είναι η ανάπτυξη της εθνικής του συνείδησης, δηλαδή ο ιδεολογικός παραγκωνισμός των υπόλοιπων στενότερων (π.χ. φατριασμός, τοπικισμός) ή και ευρύτερων (π.χ. φυλετισμός, αυτοκρατορισμός, οικουμενισμός) ομαδοποιήσεων, χάριν του εθνικισμού.[8]
Εθνικισμός: Σύμφωνα με έναν από τους γνωστότερους μελετητές του εθνικισμού, τον Elie Kedourie, «Εθνικισμός είναι η θεωρία που υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα εκ φύσεως συγκροτείται από έθνη, πως τα έθνη χαρακτηρίζονται από γνωρίσματα συγκεκριμένα και εμπειρικά διαπιστώσιμα και πως, πέρα από την εθνική αυτοδιάθεση, δεν νομιμοποιείται κανένας άλλος τύπος διακυβέρνησης». Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές ο εθνικισμός είναι “η επίκληση της εθνικής ταυτότητας σαν βάση για μαζική κινητοποίηση και δράση”[9]. Το εντυπωσιακότερο με τον εθνικισμό είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, απέκτησε καθολική και παγκόσμια ισχύ, και συνδυάστηκε, λόγω της χαμαιλεόντειας προσαρμοστικότητάς του, με άλλες, αντιφατικές μεταξύ τους ιδεολογίες, όπως ο φασισμός, ο φιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός. [10]
Πατριωτισμός: Αν και επι της ουσίας πατριωτισμός και εθνικισμός είναι ένα, διότι είναι δύσκολο να αγαπάς το χώμα της πατρίδας σου χωρίς να αγαπάς το λαό σου και τις συνήθειες του, ή να επιθυμείς ξένους επιτηρητές στη χώρα σου και να λέγεσαι πατριώτης, για όσους φοβούνται τις λέξεις σαν πατριωτισμός θα μπορούσε να οριστεί ο παθητικός, μη επεκτατικός εθνικισμός. Μια έκφραση “καλού” εθνικισμού. Η αξία που έχει ο πατριωτισμός για ένα λαό προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα που είναι σημαντική για τη συνοχή του συνόλου. Καθορίζει μια πολιτιστική ομοιογένεια που μας διαφοροποιεί δημιουργικά από τους άλλους λαούς. Η συνείδηση της ιστορικότητας προσφέρει την αίσθηση της αυτοπεποίθησης στα μέλη της κοινότητας με συνακόλουθη την ασφάλεια που προκύπτει από τη γνώση του κοινού παρελθόντος. Παράλληλα ενεργοποιεί την αίσθηση του σκοπού, της συνέχειας και προβάλλει προοπτικές για το μέλλον.
Ο ορισμός του Ντε Γκωλ: «Πατριωτισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ’ όλα την αγάπη για τη χώρα σου. Εθνικισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ’ όλα το μίσος για τις άλλες» είναι τεχνητός και αυθαίρετος, τουλάχιστον όσον αφορά στον ορισμό του εθνικισμού.
Σωβινισμός: παράλογη αφοσίωση ή αδιανόητη πίστη (Absurd Loyalty), πήρε την ονομασία από την αδιάνοητη αφοσίωση του γραφικού, ξεχασμένου ήδη στην εποχή του, γάλλου αξιωματικού Σοβίν (Nicolas Chauvin) προς τον Ναπολέοντα, και ο όρος επεκράτησε να σημαίνει τον υπερβολικό, πολεμοχαρή και φανατικό εθνικισμό.
Ο ρατσισμός είναι το δόγμα που αναπτύσσεται με σύνδεσμο συγκεκριμένα γνωρίσματα “traits”, όπως π.χ. εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά κ.λπ., προκειμένου να αναγάγει μια ομάδα αντίστοιχα (κοινωνική, φυλετική, θρησκευτική), ως υπέρτερη άλλων. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη (εκ της ιταλικής (“ράτσα”) razza = φυλή), είναι ο φυλετικός ρατσισμός. Οι φυλετικοί ρατσιστές πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων και προσδιορίζουν αυτές σε ανώτερες και κατώτερες. Έτσι, με την θεωρία αυτή υποστηρίζουν ότι η φυλή με συγκεκριμένα (ανώτερα) εξωτερικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, έχει το δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν της ανώτερη από τις άλλες.
Ο Γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός ή ναζισμός είναι πολιτικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1920 και το οποίο το 1933 οδήγησε στην καθιέρωση δικτατορικού καθεστώτος, ιδεολογικά βασιζόμενου στη φυλετική ιδέα. Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα βρίσκει τη βάση του στην αρνητική στάση απέναντι στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά και απέναντι στον κομμουνισμό. Ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός αποτελούν ιδεολογικές βάσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, ενώ στους κύριους στόχους ανήκει η αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών, οι σκληροί όροι της οποίας θεωρήθηκαν μετά την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ταπεινωτικοί από τους Γερμανούς. Επίσης στους κύριους σκοπούς ανήκει η αντικατάσταση του μισητού δημοκρατικού συστήματος με καθεστώς που θα βασιζόταν στην αρχή της «κοινότητας» με την έννοια της εθνικής και βιολογικής ενότητας με επικεφαλής τον Φύρερ. Οι ιδεολογικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού και η εφαρμογή τους στην πράξη οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στο Ολοκαύτωμα στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Ελευθερία ενός ανθρώπου είναι η δυνατότητά του να δρα κατά βούληση.
Ελευθεριότητα: ελαφρότητα ηθών, ελευθεριάζουσα συμπεριφορά, έλλειψη αυστηρότητας / ηθικών φραγμών / λεπτότητας συμπεριφοράς [κ.ά.], παράβαση κανόνων καλής συμπεριφοράς, ροπή προς + την ακολασία / τον έκλυτο βίο [κ.ά.], χαλαρότητα ηθών.
Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού.
Αμεση δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο οι πολίτες, ασκούν με κλήρωση νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία. [11]
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι αντιπρόσωποι του λαού. Ο λαός μπορεί και εκλέγει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αναλόγως με τον ακριβή τύπο του πολιτεύματος, πρόεδρο, πρωθυπουργό, βουλευτές κλπ. Οι αντιπρόσωποι ασκούν είτε την εκτελεστική, είτε τη νομοθετική εξουσία. Οι εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων αποτελούν συνήθως την κύρια μέθοδο συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, σε αντιδιαστολή με την άμεση δημοκρατία.[12] Στην πραγματικοτητα το πολίτευμα αυτό δεν είναι δημοκρατία, αφού για να εκλεγεί κάποιος αντιπρόσωπος, απαιτούνται χρήματα πολλά οπότε με τον Αριστοτελικό ορισμό της ολιγαρχίας που είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι λίγοι με κριτήριο την οικονομική ισχύ, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι πολίτευμα ολιγαρχικό και κατ΄ επίφαση ονομάζεται δημοκρατία. [13]
Αριστοκρατία κατά τον Αριστοτέλη, (ο οποίος έθεσε αρχικά τη διάκριση στα Πολιτικά του), είναι το πολίτευμα εκείνο που στηρίζεται στη διακυβέρνηση των αρίστων είτε με την έννοια της αξιοκρατίας, είτε προς την αριστεία της πόλης. [15]. Στην πορεία των χρόνων ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να υποδηλώσει τις τάξεις των ευγενών “κληρονομικώ δικαιώματι”, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σύγχυση της καθαρής έννοιας της αριστοκρατίας με εκείνη της ολιγαρχίας.
Ολιγαρχία λέγεται το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική εξουσία ασκείται από ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας. Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις ὀλίγον και ἄρχω. Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι θεωρούν ότι όλα τα πολιτεύματα είναι στην πράξη ολιγαρχίες και ότι οι δημοκρατίες μπορούν να θεωρηθούν εκλεγμένες ολιγαρχίες. Οι ολιγαρχίες συνήθως ελέγχονται από μερικές ισχυρές οικογένειες που διατηρούν την εξουσία από γενιά σε γενιά. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε τον όρο για να αναφέρεται στην κυριαρχία των πλουσίων, αλλά δεν είναι πάντα η κυριαρχία των πλουσίων, αλλά απλώς η κυριαρχία μιας προνομιούχας ομάδας. Μερικοί πολιτικοί επιστήμονες χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό ως μια μορφή ολιγαρχίας επειδή η εξουσία κατέχεται από την καπιταλιστική τάξη, δηλαδή αυτούς με συμφέρον να διατηρηθεί το σύστημα.
Ο όρος δεξιά αναφέρεται κυρίως σε αντιλήψεις και θέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως συντηρητικές.
Νεοφιλελευθερισμός ονομάζεται το οικονομικό δόγμα που πρεσβεύει την απόσυρση του κράτους από κάθε δραστηριότητα και ρυθμιστικό ρόλο πέραν του στρατού, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Χαρακτηρίζει σήμερα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου φιλελευθερισμού έχοντας πάρει το όνομα “νεοφιλελευθερισμός”. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη αντιμάχεται οποιαδήποτε κοινωνική διάσταση στο ρόλο του κράτους, θεωρώντας την εμπόδιο για την ελεύθερη ανάπτυξη της αγοράς, οι νόμοι της οποίας μπορούν να ρυθμίσουν από μόνοι τους τη λειτουργία της κοινωνίας. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη αντιμάχεται επίσης τον συνδικαλισμό και την ύπαρξη πολιτικών προστασίας των εργαζομένων με το ίδιο σκεπτικό. Τέλος, δεν παραδέχεται την ύπαρξη κοινωνίας αλλά την ύπαρξη μόνο των ατόμων.
Ο σοσιαλισμός είναι κοινωνική, οικονομική και πολιτική θεωρία κατά την οποία η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντικαθιστά την ατομική ιδιοκτησία[17]. Ο όρος ιστορικά αφορά ένα πολιτικό κίνημα του 19ου αιώνα, γέννημα των οικονομικοκοινωνικών συνθηκών της βιομηχανικής επανάστασης, και συσχετίζεται στενά με τον όρο Αριστερά.
Ο προλεταριακός διεθνισμός (ονομάζεται και διεθνιστικός σοσιαλισμός) είναι μία μαρξιστική αντίληψη περί των κοινωνικών τάξεων βασιζόμενη στη θεώρηση πως ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα και, κατά συνέπεια, η εργατική τάξη πρέπει να δράσει σε παγκόσμιο συντονισμό αν θέλει να τον νικήσει. Οι εργάτες πρέπει να παλέψουν αλληλέγγυα με τους συντρόφους τους στις άλλες χώρες, στη βάση των κοινών ταξικών συμφερόντων. Παρόμοιες ιδέες έχουν εκφράσει κατά καιρούς και ελευθεριακοί σοσιαλιστές. Ο προλεταριακός διεθνισμός είναι στενά συνδεδεμένος με τους μαρξιστικούς στόχους για την παγκόσμια επανάσταση, που θα επιτυγχάνονταν μέσα από διαδοχικές και ταυτόχρονες κομμουνιστικές επαναστάσεις σε όλα τα έθνη. Σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία η παγκόσμια επανάσταση θα οδηγούσε τον παγκόσμιο κομμουνισμό, και αργότερα στον κομμουνισμό χωρίς κράτος. Ο προλεταριακός διεθνισμός υπονομεύτηκε στο πλαίσιο του λενινισμού από τη σοβιετική πολιτική του σοσιαλισμού σε μία χώρα. Το ζήτημα αυτό υπήρξε κομβικό στη διαφοροποίηση μεταξύ σταλινισμού και τροτσκισμού.
Λαϊκότητα: (στον χώρο της πολιτικής) η συμμετοχή, η παρουσία του λαού στην έκφραση και άσκηση και έλεγχο της εξουσίας. (προϋπόθεση δημοκρατίας) [20]
Λαϊκισμός : η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, όπου δηλ. αναγνωρίζεται τυπικά η συμμετοχή του λαού στην εξουσία, αλλά στην πραγματικότητα είναι είτε ανύπαρκτη είτε περιορισμένη. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης όταν μιλάμε για την επιβολή ενός «χαρισματικού» ηγέτη στο λαό, ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από ένα πρόγραμμα που ικανοποιεί τις λαϊκές διεκδικήσεις. [13]