Κατά την επόμενη δεκαετία, ο στρατός των ΗΠΑ θα πρέπει να κάνει την πιο δραματική αλλαγή στη στρατηγική του από την εποχή της εισαγωγής των πυρηνικών όπλων, περισσότερο από 60 χρόνια πριν. Ακριβώς καθώς οι αμυντικοί προϋπολογισμοί συρρικνώνονται, το κόστος της προβολής και της διατήρησης της στρατιωτικής ισχύος αυξάνεται και το εύρος των συμφερόντων που χρήζουν προστασίας επεκτείνεται. Αυτό σημαίνει ότι οι δύσκολες στρατηγικές επιλογές θα πρέπει τελικά να γίνουν, όχι μόνο να συζητιούνται. Όπως ο Βρετανός φυσικός Έρνεστ Ράδερφορντ, δήλωσε κάποτε στους συναδέλφους του, «εμείς δεν έχουμε τα χρήματα, οπότε πρέπει να σκεφτούμε».
Θα χρειαστεί ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, το οποίο θα είναι λιγότερο επικεντρωμένο στην απόκρουση παραδοσιακών διασυνοριακών εισβολών, το οποίο θα πραγματοποιεί αλλαγή καθεστώτος, καθώς και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας υπέρ της σταθερότητας και περισσότερα για τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές περιοχές και στα παγκόσμια κοινά αγαθά, όλα όσα, δηλαδή, είναι απαραίτητα για την ασφάλεια και την ευημερία των ΗΠΑ. Τα κακά νέα είναι ότι αυτό θα σημάνει μείωση της προτεραιότητας συγκεκριμένων στόχων και την αποδοχή μεγαλύτερου κινδύνου σε ορισμένες περιοχές. Αλλά, τα καλά νέα είναι ότι με τη μετατόπιση της έμφασης, τα πραγματικά κρίσιμα συμφέροντα των ΗΠΑ μπορούν να συνεχίσουν να προστατεύονται με ένα βιώσιμο κόστος.
ΜΕΙΟΥΜΕΝΟΙ ΠΟΡΟΙ
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ουάσιγκτον απόλαυσε μια «μονοπολική στιγμή», αντλώντας από το συντριπτικό της πλεονέκτημα σε πόρους και τεχνολογία για να επιτύχει ένα πρωτοφανές επίπεδο παγκόσμιας στρατιωτικής κυριαρχίας. Δύο δεκαετίες μετά, ωστόσο, αυτή η κατάσταση ξεθωριάζει. Η αμερικανική οικονομική μηχανή ξεροβήχει, με δυσάρεστες συνέπειες για ένα Υπουργείο Άμυνας που έχει συνηθίσει σε σταθερή αύξηση του προϋπολογισμού του.
Από το 1999 έως το 2011, οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ αυξήθηκαν από 360 δισ. δολάρια σε 537 δισεκατομμύρια δολάρια σε σταθερές τιμές, μη συμπεριλαμβανομένου ενός επιπλέον σωρευτικού ποσού 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που δαπανήθηκαν για επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Η κυβέρνηση Ομπάμα και το Κογκρέσο έχουν ήδη συμφωνήσει να περικόψουν προγραμματισμένες περαιτέρω αυξήσεις για την επόμενη δεκαετία κατά συνολικά περίπου 487 δισεκατομμύρια δολάρια. Τον Ιανουάριο του 2013, η δημοσιονομική διαδικασία που είναι γνωστή ως «απομόνωση» ("sequestration") έχει οριστεί να προκαλέσει συνολικές μειώσεις επιπλέον 472 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην ίδια περίοδο. Το Κογκρέσο μπορεί να αποφύγει την «απομόνωση» με την εξεύρεση άλλων τρόπων για τη μείωση του ομοσπονδιακού ελλείμματος, αλλά ακόμα και αν το κάνει, είναι πιθανό να γίνουν τελικά σημαντικές πρόσθετες περικοπές στις αμυντικές δαπάνες. Και αν η ιστορία αποτελεί κάποιου είδους οδηγό, τα περισσότερα από τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια από εξοικονομήσεις «αποτελεσματικότητας» κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών στα οποία το Πεντάγωνο αυτή τη στιγμή υπολογίζει, τελικά δεν θα καταφέρει να τα εξοικονομήσει.
Αυτό σημαίνει ότι έρχεται σοβαρό σφίξιμο στο ζωνάρι – μια διαδικασία που θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη, χάρη στην αύξηση του εργατικού κόστους και στην αδυναμία των ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ. Από την μετατροπή του το 1970, σε εξ’ ολοκλήρου εθελοντικό, ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε πηγή ισχύος, δημιουργώντας μια άκρως επαγγελματική δύναμη. Αλλά οι πρόσφατοι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ έχουν αποκαλύψει την αχίλλειο πτέρνα της εθελοντικής δύναμης: προκειμένου να προσελκύσουν μεγάλο αριθμό εξειδικευμένου προσωπικού πρόθυμου να υπηρετήσει σε επικίνδυνες και δυσάρεστες συνθήκες πολέμου, το υπουργείο Άμυνας έπρεπε να αυξήσει σημαντικά τους μισθούς και τα σχετικά προνόμια. Ακόμη και προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό, οι συνολικές στρατιωτικές αποζημιώσεις αυξήθηκαν κατά σχεδόν 50% την τελευταία δεκαετία – που είναι ένας μη βιώσιμος ρυθμός αύξησης.
Η συγκέντρωση μιας δύναμης εθελοντών, επίσης, σημαίνει το να διατηρούνται οι απώλειες σε χαμηλά επίπεδα ή το να είναι οι πόλεμοι σύντομοι. Για την προστασία των στρατευμάτων του από τη χρήση φθηνών βομβών φυτεμένων από τους εχθρούς στις άκρες των δρόμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, το Πεντάγωνο ξόδεψε πάνω από 40 δισεκατομμύρια δολάρια σε χιλιάδες νέα βαριά τεθωρακισμένα οχήματα, μαζί με πάνω από 20 δισεκατομμύρια δολάρια για να ανιχνεύει καλύτερα τις βόμβες.
Στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να απευθυνθούν σε πλούσιους και τεχνολογικά προηγμένους συμμάχους τους, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, για να παρέμβουν και να καλύψουν το κενό. Ωστόσο, ενώ όλες αυτές οι χώρες έχουν μακρά και εντυπωσιακή πολεμική παράδοση, οι σημερινές ένοπλες δυνάμεις τους και οι αμυντικές τους βιομηχανίες αποτελούν αμυδρή σκιά του παλιού εαυτού τους. Κάθε μια από αυτές τις χώρες δαπανά για την άμυνα λιγότερο από το μισό από όσο δαπανούν οι Ηνωμένες Πολιτείες ως ποσοστό του ΑΕΠ, και σε πραγματικά δολάρια ξοδεύουν όλες μαζί μόνο το ένα τέταρτο από όσο οι ΗΠΑ. Μπορούν να συμβάλουν στη διατήρηση ενός σταθερού διεθνούς συστήματος, αλλά δρουν κυρίως ως «της προσκολλήσεως» στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά τους. Οι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ειρηνικό, όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία, μπορεί να είναι πρόθυμοι να επωμιστούν μεγαλύτερο βάρος στην περιοχή τους, αλλά δεν έχουν ακόμη ενισχύσει την άμυνά τους αρκετά για να κάνουν μια σημαντική διαφορά.
ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μειώνουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους, ο κόσμος βιώνει αυξανόμενη αναταραχή. Για δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες επεδίωκαν να αποτρέψουν εχθρικές δυνάμεις από το να κυριαρχήσουν σε κρίσιμες περιοχές, όπως η Δυτική Ευρώπη, ο δυτικός Ειρηνικός και ο Περσικός Κόλπος, διατηρώντας παράλληλα απρόσκοπτη πρόσβαση στα παγκόσμια κοινά αγαθά (τις θάλασσες, το διάστημα και τώρα τον κυβερνοχώρο). Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης μειώθηκε δραματικά, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τις άλλες δύο περιφέρειες ή για τα κοινά αγαθά, καθώς αντίπαλες δυνάμεις όπως η Κίνα και το Ιράν προσπαθούν να μετατοπίσουν τις περιφερειακές στρατιωτικές ισορροπίες υπέρ τους.
Ίσως η πιο εντυπωσιακή εξέλιξη είναι η προοδευτική απώλεια της σχεδόν μονοπωλιακής θέσης του αμερικανικού στρατού σχετικά με τα πυρομαχικά ακριβούς καθοδήγησης ή αλλιώς τις «έξυπνες βόμβες». Η Κίνα, ειδικότερα, κινείται για να εκμεταλλευτεί την αποτελεσματικότητα των τηλεκατευθυνόμενων όπλων ακριβείας ώστε να επιτύχει τους στρατηγικούς της στόχους. Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (PLA) ενσωματώνει την καθοδήγηση ακριβείας σε βαλλιστικούς πυραύλους Κρουζ (cruise) και στα βομβαρδιστικά αεροσκάφη της για να ενισχύσει τη δυνατότητά τους να χτυπήσουν καθορισμένους στόχους με υψηλή ακρίβεια σε μεγάλες αποστάσεις. Αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις για τον παραδοσιακό τρόπο προβολής ισχύος του αμερικανικού στρατού, η οποία ισχύς στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη και τον εφοδιασμό δυνάμεων μέσα από μεγάλα λιμάνια, αποθήκες επιμελητείας και αεροπορικές βάσεις. Ο PLA επίσης ψάχνει πέρα από τη δυνατότητα να διεξάγει επιθέσεις ακριβείας εναντίον σταθερών στόχων και αναπτύσσει πυραυλικά συστήματα που έχουν σχεδιαστεί για να χτυπούν κινητούς στόχους, όπως τα αεροπλανοφόρα του Αμερικανικού Ναυτικού. Και ο PLA επιδιώκει επιθετικά να αποκτήσει και δυνατότητες τόσο εναντίον δορυφορικών συστημάτων όσο και κυβερνο-πολέμου, ώστε να στοχεύσει τα συστήματα πληροφοριών και επικοινωνιών του αμερικανικού στρατού. Σαν σύνολο, αυτές οι δυνατότητες «anti-access/area-denial» (A2/AD, δηλαδή παρεμπόδισης πρόσβασης/αποκλεισμού περιοχής) θα αυξήσουν σημαντικά τους κινδύνους για τις δυνάμεις των ΗΠΑ που επιχειρούν στον δυτικό Ειρηνικό.
Με έναν παρόμοιο στόχο περιφερειακής ηγεμονίας, αλλά με λιγότερους πόρους, το Ιράν επιδιώκει πιο μετριοπαθείς δυνατότητες A2/AD, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων Κρουζ κατά ναυτικών στόχων, εξελιγμένες νάρκες θαλάσσης και υποβρύχια. Το Ιράν προσπαθεί να τα συνδυάσει αυτά με μεγάλο αριθμό μικρών σκαφών που θα μπορούν να πραγματοποιούν «επιθέσεις σμήνους» εναντίον πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ και με αυξανόμενο αριθμό βαλλιστικών πυραύλων που μπορούν να βάλλουν πολύ πέρα από τον Περσικό Κόλπο. Η Τεχεράνη φαίνεται να έχει αρκετούς στόχους στο μυαλό της, συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής του Περσικού Κόλπου σε μια «αποκλεισμένη ζώνη» για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και, κατ' επέκταση, διαβρώνει την εμπιστοσύνη των περιφερειακών εταίρων των Ηνωμένων Πολιτειών στην αξιοπιστία της Ουάσιγκτον. Το Ιράν τελικά μπορεί επίσης να παράσχει όπλα με συστήματα κατεύθυνσης ακρίβειας σε πελάτες και συμμάχους όπως η Χεζμπολάχ και άλλες τοπικές ομάδες μαχητών, βοηθώντας τους να παρουσιάσουν μια πιο θανάσιμη απειλή για τις αμερικανικές εκστρατευτικές δυνάμεις. Τέλος, το Ιράν φαίνεται αποφασισμένο να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Εν τω μεταξύ, ολοένα και περισσότερο αμφισβητείται η ασφαλής πρόσβαση στα κοινά αγαθά που η διεθνής κοινότητα έχει καταλήξει να θεωρεί δεδομένα. Ο έλεγχος των ΗΠΑ επί των ανοιχτών ωκεανών δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, αλλά μέσα σε αυτή τη δεκαετία, ο πολλαπλασιασμός των υποβρυχίων, των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς Κρουζ κατά στόχων επιφανείας και των «έξυπνων» ναρκών θαλάσσης θα μπορούσαν να κάνουν την διέλευση από θαλάσσια στενά, όπως τα στενά του Ορμούζ, μια επικίνδυνη υπόθεση. Οι δορυφόροι στο διάστημα – βασικά συστατικά της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και της αμερικανικής στρατιωτικής αποτελεσματικότητας – γίνονται όλο και πιο ευάλωτοι στα λέιζερ και τους πυραύλους κατά δορυφόρων του κινεζικού PLA. Και οι κρίσιμες υποδομές για τα πάντα, από το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας των Ηνωμένων Πολιτειών και τους αγωγούς μεταφοράς καυσίμων ως τα χρηματοπιστωτικά συστήματα και το ηλεκτρονικό εμπόριο, είναι είτε άσχημα προστατευμένες από κυβερνο-επιθέσεις είτε δεν προστατεύονται καθόλου.
Στο παρελθόν, η ελευθερία των θαλασσών σήμαινε κυρίως την ελευθερία της ναυσιπλοΐας. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, μια τεράστια υποθαλάσσια οικονομική υποδομή έχει προκύψει, η οποίο βρίσκεται κυρίως στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα του κόσμου. Παρέχει ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πετρελαίου και του φυσικού αερίου και φιλοξενεί ένα πλέγμα καλωδίων που συνδέει ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Πλέγματος Πληροφοριών του υπουργείου Άμυνας. Τα κεφαλαιακά περιουσιακά στοιχεία μόνο στην υφαλοκρηπίδα των ΗΠΑ εκτιμάται ότι υπερβαίνουν το 1 τρισ. δολάρια. Και νέα μεγάλα ευρήματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο, μαζί με δυνητικές ανακαλύψεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, εγγυώνται ότι η υποθαλάσσια υποδομή θα αυξηθεί περαιτέρω.
Ωστόσο, τα υποθαλάσσια κεφαλαιουχικά περιουσιακά στοιχεία είναι ουσιαστικά ανυπεράσπιστα, δεδομένου ότι, όπως και με το Διαδίκτυο, αυτοί που τα ανέπτυξαν θεώρησαν ως δεδομένο ένα καλόπιστο γεωπολιτικό περιβάλλον. Μέχρι πρόσφατα, αυτό δεν αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα καθώς οι συγκεκριμένες υποδομές ήταν γενικά απρόσιτες. Τώρα, όμως, οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν την κρίσιμη αυτή υποθαλάσσια υποδομή όλο και πιο ευάλωτη σε πιθανούς εχθρούς. Κάποτε ήταν στην κατοχή μόνο των πιο προηγμένων πολεμικών ναυτικών δυνάμεων αλλά τώρα τα αυτόνομα υποβρύχια οχήματα ή τα ρομποτικά υποβρύχια, είναι διαθέσιμα στο εμπόριο και μπορούν να μεταφέρουν εκρηκτικά και άλλα επικίνδυνα φορτία. Οι μεταφορείς ναρκωτικών της Λατινικής Αμερικής χρησιμοποιούν υποβρύχια και ημι-υποβρύχια σκάφη για να διακινήσουν τα εμπορεύματά τους, και φαίνεται ότι άλλες μη κρατικές οντότητες θα είναι όλο και περισσότερο σε θέση να επιχειρούν υποθαλάσσια.
ΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΣΜΑ
Στον πυρήνα της, η κάθε στρατηγική θα πρέπει να παρέχει έναν οδηγό χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την επίτευξη ρεαλιστικών στόχων. Επειδή οι πόροι που διατίθενται στον στρατό των ΗΠΑ θα πρέπει να περιορίζονται όλο και περισσότερο, οι στόχοι πρέπει να κάνουν, επίσης το ίδιο – εκτός αν το αποτέλεσμα είναι μια κούφια στρατηγική που ούτε ανησυχεί τους εχθρούς ούτε εξασφαλίζει τους φίλους. Αυτό σημαίνει τον καθορισμό προτεραιοτήτων μεταξύ ανταγωνιστικών στόχων ασφαλείας. Η στρατηγική της εξασφαλισμένης πρόσβασης που συνοψίζεται εδώ, θα το κάνει αυτό με αναδιάταξη στόχων, επιλεκτική ανάληψη κινδύνου και αξιοποίηση των δυνατών σημείων των Ηνωμένων Πολιτειών και των αδυναμιών των αντιπάλων τους.
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ουάσιγκτον έχει θέσει σε υψηλή προτεραιότητα τη διατήρηση της ικανότητάς της να διεξάγει δύο μεγάλους πολέμους ταυτόχρονα στη Βορειοανατολική Ασία και τον Περσικό Κόλπο. Το επίκεντρο ήταν στην υπεράσπιση βασικών συμμάχων και εταίρων από παραδοσιακές διασυνοριακές επιδρομές εδάφους (όπως η επίθεση της Βόρειας Κορέας στη Νότια Κορέα το 1950 και η επίθεση του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990) και η νίκη επί των εισβολέων, αν χρειαστεί, μέσω αντι-εισβολής με στόχο την καθεστωτική αλλαγή.
Αλλά οι σημερινές απειλές είναι διαφορετικές. Ούτε η Κίνα ούτε το Ιράν δίνουν έμφαση σε μια ανανεωμένη έκδοση των σοβιετικών στρατιών από τανκς ή της Ιρακινής Δημοκρατικής Φρουράς. Η τρέχουσα και η μελλοντική πρόκληση για τη σταθερότητα στον δυτικό Ειρηνικό και τον Περσικό Κόλπο δεν είναι μια διασυνοριακή εισβολή, αλλά η εξάπλωση των δυνατοτήτων A2/AD, (παρεμπόδισης πρόσβασης/αποκλεισμού περιοχής) οι οποίες θα καθιστούν ολοένα και πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να λειτουργούν ελεύθερα σε αυτούς τους τομείς.
Τα τελευταία χρόνια, ο στρατός των ΗΠΑ έχει αναλάβει μια σειρά από δράσεις που αποσκοπούν στην αλλαγή καθεστώτος, κυρίως στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Εκεί έχουν καθαιρεθεί με επιτυχία οι εχθρικές κυβερνήσεις, αλλά μετά απαιτήθηκαν παρατεταμένες μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις σταθερότητας που ήταν δαπανηρές και μη αποφασιστικές. Η αμερικανική κοινή γνώμη φαίνεται να μην έχει υπομονή για τις περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις, εκτός ίσως αν αυτές έρχονται ως απάντηση σε μια μεγάλη επίθεση εναντίον ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ. Η κατάληψη εχθρικού εδάφους, εξάλλου, είναι πιθανό να γίνει ακόμη πιο δύσκολη με την πάροδο του χρόνου, χάρη στη διάδοση αυτών που το Πεντάγωνο αποκαλεί «G-Ramm» – καθοδηγούμενες ρουκέτες, πυροβολικό, όλμοι και πύραυλοι. Και αν η προοπτική της διενέργειας μιας επιχείρησης αλλαγή καθεστώτος κατά μιας χώρας του μεγέθους του Ιράν είναι δύσκολη, στην περίπτωση π.χ. της Κίνας, είναι καθαρή φαντασία.
Ευτυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καμία ανάγκη να θέσουν τέτοιους φιλόδοξους στόχους, δεδομένου ότι αυτό που θέλουν πραγματικά δεν είναι η κατάκτηση αλλά η πρόσβαση. Οι προκλήσεις που η Κίνα και το Ιράν θέτουν για την ασφάλεια των ΗΠΑ δεν βρίσκονται στην απειλή των παραδοσιακών διασυνοριακών επιδρομών, αλλά στο πλαίσιο των προσπαθειών για τη δημιουργία σφαιρών επιρροής και, τελικά, για τον έλεγχο της πρόσβασης σε περιοχές κρίσιμης σημασίας. Ο στόχος που το Πεντάγωνο θα πρέπει να θέσει, ως εκ τούτου, δεν είναι η βελτιστοποίηση των αμερικανικών δυνάμεων ώστε να είναι σε θέση να παράγουν ανατροπές καθεστώτων μέσω κλασικής αντι-εισβολής, αλλά μια επιστροφή στον πιο μετριοπαθή στόχο της προωθημένης άμυνας: την αποτροπή της περιφερειακής επιθετικότητας ή του καταναγκασμού και την προστασία των παγκόσμιων κοινών αγαθών από σοβαρή διαταραχή εφοδιασμού.
Με αυτή την αλλαγή εστίασης, οι δυνατότητες A2/AD – που ευνοούν την άμυνα –γίνονται όχι προβλήματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους αλλά εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιούνται από αυτούς, καθώς το βάρος της προβολής ισχύος δεν θα πέφτει στην Ουάσιγκτον αλλά στους αντιπάλους της. Για τον σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεργαστούν με τους συμμάχους και τους εταίρους τους στον δυτικό Ειρηνικό και τον Περσικό Κόλπο για να δημιουργήσουν τοπικά δίκτυα εναέριου και θαλάσσιου αποκλεισμού που θα έκαναν μια επίθεση δύσκολη, δαπανηρή και μη ελκυστική. Η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε σημαντικό βαθμό σε τέτοια περιφερειακά αμυντικά δίκτυα, αλλά η Ιαπωνία θα είναι ο συνδετικός κρίκος για οποιαδήποτε αμερικανική στρατηγική διατήρησης της σταθερότητας και της πρόσβασης στον δυτικό Ειρηνικό. Το Τόκιο θα πρέπει να αυξήσει τις επενδύσεις του σε δυνατότητες A2/AD, όπως υποβρύχια, ανθυποβρυχιακό πόλεμο, αεροσκάφη, πυραύλους επιφανείας Κρουζ, αμυντικές νάρκες, αντιαεροπορικά και αντιπυραυλικά συστήματα και σε διασπορά και ενίσχυση στρατιωτικών βάσεων, μειώνοντας τόσο την πιθανότητα μιας κινεζικής ή Βορειοκορεατικής επίθεσης όσο και το βάρος των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ που είναι υπεύθυνες για την υπεράσπιση της βορειοανατολικής Ασίας. Παρόμοιες επενδύσεις από τα μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα βοηθήσουν στην ελαχιστοποίηση κάθε περιφερειακής απειλής από το Ιράν.
Προσπάθειες όπως αυτές θα επιτρέψουν στις δυνάμεις των ΗΠΑ και στις δύο περιοχές να τονίσουν τα μοναδικά τους πλεονεκτήματα, όπως τα μεγάλου βεληνεκούς επιθετικά συστήματα που μπορούν να επιχειρούν πέρα από το εύρος των αντίπαλων συστημάτων A2/AD και επιθετικά πυρηνοκίνητα υποβρύχια που μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά εντός των εμποδίων A2/AD του εχθρού. Η αύξηση του αριθμού των προωθημένων ενισχυμένων αεροπορικών βάσεων, εν τω μεταξύ, θα επιτρέψει στα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη να διασπαρούν σε προωθημένες θέσεις, μειώνοντας τον κίνδυνο της καταστροφής τους από προληπτικές πυραυλικές επιθέσεις και ως εκ τούτου της ενίσχυσης της όποιας κρίσης.
Μια τέτοια στρατηγική θα αξιοποιήσει αρκετά από τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, μεταξύ των οποίων και το ευρύ δίκτυο των περιφερειακών συμμαχιών και συνεργασιών τους και την ηγετική τους θέση σε πολλά προηγμένα στρατιωτικά συστήματα. Θα αξιοποιήσει επίσης την περιφερειακή γεωγραφία. Η αμυντική αρχιτεκτονική των ΗΠΑ στον δυτικό Ειρηνικό που βασίζεται κατά μήκος της λεγόμενης πρώτης αλυσίδας νησιών (από τις Κουρίλες νήσους, μέσω της Ιαπωνίας και των νήσων Ριούκιου, στην Ταϊβάν και τις Φιλιππίνες) θα προστατεύσει τους συμμάχους των ΗΠΑ και τους εκεί εταίρους, ενώ περικλείει τις εχθρικές ναυτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης. Και το Ιράν δεν έχει άλλη επιλογή από το να εξάγει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριό του είτε μέσω των Στενών του Ορμούζ είτε μέσω αγωγών που διέρχονται από ξένο έδαφος. Τα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, αντίθετα, θα μπορούσαν να επεκτείνουν τη δυνατότητά τους για εξαγωγή των ενεργειακών τους πόρων μέσω της Ερυθράς και της Αραβικής θάλασσας, αποκτώντας έτσι επιλογές σε περίπτωση αποκλεισμού των Στενών του Ορμούζ και αφήνοντας το Ιράν σε μια θέση συγκριτικής οικονομικής αδυναμίας. Σε περίπτωση που το Ιράν επιχειρήσει να δρομολογήσει τις εξαγωγές του μέσω των λιμένων κατά μήκος της Αραβικής Θάλασσας, το Ναυτικό των ΗΠΑ θα είναι σε καλή θέση να απαγορεύσει τον απόπλου των γεμάτων τάνκερς.
Αυτή η αλλαγή εστίασης δύσκολα θα σήμαινε τη χορήγηση εδαφικού καταφυγίου στους αντιπάλους ή ασυλία μετά από μια επίθεση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν μεγάλης εμβέλειας διεισδυτικά χτυπήματα ενάντια στους εχθρούς τους – με αεροπλάνα, πυραύλους και υποβρύχια – και πρέπει να κάνουν ό, τι απαιτείται για να την διατηρήσουν. Οι αμερικανικές ειδικές δυνάμεις έχουν δείξει την ικανότητά τους να επιχειρούν αποτελεσματικά σε εχθρικό έδαφος, ειδικά όταν υποστηρίζονται από μαχητικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Ο στρατός των ΗΠΑ φαίνεται να διατηρεί ένα εντυπωσιακό οπλοστάσιο κυβερνο-όπλων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες εναντίον κρίσιμων υποδομών του εχθρού και των ενόπλων δυνάμεών του. Και εάν είναι απαραίτητο, οι αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις μπορούν να πιέσουν εχθρικά έθνη μέσω θαλάσσιων μπλόκων.
Η αποτροπή μέσω του αποκλεισμού έχει σχεδιαστεί για να πείσει τον επίδοξο επιτιθέμενο ότι δεν μπορεί να επιτύχει τον στόχο του, έτσι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθεί. Η αποτροπή μέσω της τιμωρίας έχει σχεδιαστεί για να τον πείσει ότι ακόμα κι αν αυτός μπορεί να είναι σε θέση να επιτύχει τον στόχο του, θα υποφέρει πάρα πολύ ως αποτέλεσμα του ότι το προβλεπόμενο κόστος του θα είναι μεγαλύτερο από τα κέρδη του. Η αποτροπή μέσω του αποκλεισμού πρέπει να είναι δυνατή τόσο στον δυτικό Ειρηνικό όσο και στον Περσικό Κόλπο, καθώς το επερχόμενο περιβάλλον πιθανώς θα ευνοήσει την άμυνα έναντι της επίθεσης σε συμβατικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όταν πρόκειται για την προστασία των κοινών αγαθών, ωστόσο, η τεράστια ποικιλία των εύκολων πιθανών στόχων – υποθαλάσσια υποδομή, δορυφόροι, δίκτυα υπολογιστών – δίνει το πλεονέκτημα στην επίθεση, έτσι, και εδώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να βασίζονται περισσότερο στην αποτροπή αντί στην τιμωρία.
Αυτό μπορεί να περιπλέκεται από την δυσκολία της διερεύνησης τού ποιος είναι υπεύθυνος για κάθε επίθεση – μια απαραίτητη προϋπόθεση για την τιμωρία. Όταν πρόκειται για τον υποθαλάσσιο χώρο, το διάστημα και τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι επείγουσα προτεραιότητα του Πενταγώνου η ενίσχυση της εξεύρεσης στοιχείων μετά την επίθεση και άλλες μορφές πληροφοριών που αποσκοπούν στην ταυτοποίηση των επιτιθεμένων. Όσο πιο γρήγορα και καλύτερα μπορεί να το κάνει αυτό, τόσο περισσότερο θα είναι σε θέση να αποκαταστήσει την αποτροπή μέσω της τιμωρίας, ως κεντρικό στοιχείο της διασφάλισης της πρόσβασης στα κοινά αγαθά. Ακόμα και η ακριβής ταυτοποίηση μπορεί να μην είναι επαρκής για να αποτρέψει επιθέσεις εάν μη κρατικές ομάδες επιτύχουν να αποκτήσουν μεγαλύτερη ικανότητα στο να διεξάγουν κυβερνο-πόλεμο και να επιχειρούν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, δεδομένου ότι δεν φοβούνται αντίποινα ή μπορεί να έχουν ελάχιστα πάγια επί των οποίων μπορεί κανείς να προβεί σε αντίποινα. Έτσι, το Πεντάγωνο θα πρέπει επίσης να προγραμματίσει την ανάπτυξη τρόπων για τον περιορισμό των ζημιών από τέτοιες επιθέσεις και να βρει το πώς θα αποκαταστήσει γρήγορα τις ζημιές ή τα κατεστραμμένα πάγια.
Παρά την επιθυμία πολλών δυνάμεων στον ανεπτυγμένο κόσμο να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα πυρηνικά όπλα ή ακόμη και να τα εξαλείψουν εντελώς, τα όπλα αυτά διατηρούν την δημοτικότητά τους. Το στρατιωτικό δόγμα της Ρωσίας έχει αυξήσει την εξάρτηση της χώρας από τα πυρηνικά όπλα για να αντισταθμίσει τις αδύναμες συμβατικές δυνάμεις της. Η Κίνα διατηρεί μια ισχυρή πυρηνική δύναμη. Το Πακιστάν κατασκευάζει πρόσθετους πυρηνικούς αντιδραστήρες παραγωγής σχάσιμου υλικού για την επέκταση του πυρηνικού οπλοστασίου του προκειμένου να αντισταθμίσει το πλεονέκτημα της Ινδίας σε συμβατικές δυνάμεις. Το Ιράν κινείται προς το να γίνει μια πυρηνική δύναμη, η οποία θα μπορούσε να ωθήσει σε έναν καταρράκτη διάδοσης πυρηνικών στη Μέση Ανατολή. Υπό το φως όλων αυτών, το υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να προχωρήσει σε συνολική αναθεώρηση της πυρηνικής του στάσης έτσι που να αντιμετωπίζει πολλαπλούς εύλογους κινδύνους από την χρήση πυρηνικών, βρίσκοντας συγκεκριμένες πολιτικές για το πώς τέτοιες χρήσεις θα μπορούσαν να προληφθούν ή, αν δεν το πετύχει αυτό, πώς μια πυρηνική σύγκρουση θα μπορούσε να τερματιστεί με αποδεκτούς όρους.
Καμιά στρατηγική δεν είναι χωρίς κινδύνους, και τούτο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ενέργειες και τις επενδύσεις των περιφερειακών συμμάχων και εταίρων – που ποτέ δεν είναι κάτι σίγουρο. Είναι ενθαρρυντικό, ωστόσο, ότι πολλοί εταίροι των ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού έχουν εκφράσει αυξανόμενες ανησυχίες για την στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας και τις ολοένα και πιο δυναμικές εδαφικές της διεκδικήσεις. Οι ανησυχίες αυτές πρέπει τώρα να μεταφραστούν σε επενδύσεις σε στρατιωτικές δυνατότητες. Οι Άραβες εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών στον Κόλπο, αντίθετα, έχουν ήδη προβεί σε σημαντικές επενδύσεις στην άμυνά τους αλλά θα πρέπει να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην αντιμετώπιση της προσπάθειες του Ιράν να διεκδικήσει την περιφερειακή ηγεμονία. Η στρατηγική βασίζεται επίσης εν μέρει στην πρόβλεψη ότι οι χώρες που έχουν κοινά συμφέροντα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η Ινδία και η Ινδονησία, θα καλωσορίσουν τις προσπάθειες για τη διατήρηση της σταθερότητας, καθώς και την ελεύθερη πρόσβαση στην ευρύτερη περιοχή Ινδίας-Ειρηνικού.
Μια στρατηγική εξασφαλισμένης πρόσβασης αντανακλά την αίσθηση του τι μπορεί ρεαλιστικά να πετύχει ο στρατός των ΗΠΑ. Σε περίπτωση που η αποτροπή αποτύχει, ο στόχος κάθε στρατιωτικής δράσης θα ήταν να αποκαταστήσει το status quo ante, αντί να επιδιώξει ευρύτερα Ουιλσονικά ιδανικά και μια διάλυση των υποτιθέμενων βαθύτερων αιτίων του προβλήματος. Ο στόχος θα είναι να κρατηθεί περιορισμένη μια σύγκρουση, ακόμα και εις βάρος των οριστικών ή των βέλτιστων αποτελεσμάτων. Αυτό θα είναι μια παρόμοια στρατηγική με εκείνη του προέδρου Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου στο Ιράκ και όχι του Τζορτζ Μπους του νεότερου, της στρατηγικής του προέδρου Χάρι Τρούμαν στην Κορέα, όχι του στρατηγού Ντάγκλας Μακ Άρθουρ. Θα μπορούσε να αποποιηθεί μιας υποθετικά καλύτερης επιλογής – αλλά αφήνοντας ένα τέτοιο καλύτερο αποτέλεσμα να είναι ο εχθρός ενός αποδεκτού αποτελέσματος θα ήταν ένα λάθος πρώτης τάξεως, ειδικά όταν το καλύτερο είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη.
ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Στρατηγική είναι να θέτεις προτεραιότητες, και δε μπορεί τα πάντα να αποτελούν ύψιστη προτεραιότητα. Έτσι, αν μια στρατηγική εξασφάλισης της πρόσβασης δίνει προτεραιότητα στη διατήρηση της πρόσβασης σε κρίσιμες περιοχές και στα παγκόσμια κοινά αγαθά, ποια τμήματα της υπάρχουσας προσέγγισης των ΗΠΑ δεν την περιλαμβάνει; Τι στόχους έχει αφήσει απ’ έξω, και τι μεγαλύτερους κινδύνους αναλαμβάνει προκειμένου να μειωθεί το χάσμα μεταξύ των στρατηγικών στόχων και του περιορισμού των πόρων;
Σημαντικές αμυντικές εξοικονομήσεις, όπως προτείνεται, θα μπορούσαν να προέλθουν από μεγαλύτερες μειώσεις των αμερικανικών δυνάμεων εδάφους. Ο στρατός των ΗΠΑ και το Σώμα Πεζοναυτών, που επεκτάθηκαν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, έχουν ήδη αρχίσει να συρρικνώνονται. Αλλά η τρέχουσα προγραμματισμένη συρρίκνωση θα εξακολουθεί να αφήνει τις ένοπλες δυνάμεις μεγαλύτερες από ό, τι ήταν στις 9/11, όταν η στρατηγική των ΗΠΑ τις κάλεσε να διεξάγουν δύο μεγάλους περιφερειακούς πολέμους, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων αλλαγής καθεστώτος. Έτσι, δεν υπάρχει χώρος για περαιτέρω μειώσεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να περιορίσουν, για παράδειγμα, τις εισφορές δυνάμεων εδάφους που σχεδιάζουν να κάνουν σε κάθε μεγάλη σύγκρουση στην κορεατική χερσόνησο. Η απειλή από τη Βόρεια Κορέα έχει αλλάξει ριζικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, από μια παραδοσιακή χερσαία εισβολή σε ένα σφοδρότατο φράγμα πυροβολικού που συμπεριλαμβάνει πυραύλους και όπλα μαζικής καταστροφής. Η Νότια Κορέα έχει δύο φορές τον πληθυσμό της Βόρειας Κορέας και μπορεί να υπερηφανεύεται για μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Οι χερσαίες δυνάμεις της είναι και μεγάλες και ικανές. Τα μεγαλύτερα συγκριτικά πλεονεκτήματα του στρατού των ΗΠΑ σε σχέση με τον Κορεάτη ομόλογό του είναι στην ισχύ στον αέρα και τη θάλασσα. Έχει έρθει η ώρα, κατά συνέπεια, να αναγνωριστεί ότι η Σεούλ είναι πλήρως ικανή να αναλάβει την κύρια ευθύνη για την υπεράσπιση του εδάφους της και αυτό πρέπει να πράξει.
Όταν πρόκειται για επιχειρήσεις σταθεροποίησης, το Πεντάγωνο θα πρέπει να δεσμευθεί σοβαρά στην ήδη de facto στρατηγική του της χρήσης μιας «έμμεσης προσέγγισης» για τη διατήρηση της τάξης στη αναπτυσσόμενο κόσμο έξω από τον δυτικό Ειρηνικό και τον Περσικό Κόλπο. Το συγκριτικό πλεονέκτημα του αμερικανικού στρατού σε επιχειρήσεις αντιτρομοκρατίας και σταθεροποίησης έγκειται στην ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού του, όχι στην ποσότητα. Οι αμερικανικές δυνάμεις είναι απλά πάρα πολύ ακριβές για να δεσμεύονται με μεγάλους αριθμούς στην υπεράσπιση περιφερειακών συμφερόντων. Αυτό σημαίνει την αποφυγή άμεσων παρεμβάσεων των ΗΠΑ και αντ' αυτού την έμφαση την κατάρτιση, την παροχή συμβουλών, τον εξοπλισμό και την υποστήριξη των συμμάχων και εταίρων που αντιμετωπίζουν εσωτερικές απειλές για την ασφάλειά τους. Σε ακυβέρνητες περιοχές, αυτό σημαίνει ότι βασίζεται σε τέτοιου είδους εναλλακτικές λύσεις «ελαφρού αποτυπώματος», όπως τα ρομποτικά περιπολικά και επιθετικά αεροσκάφη, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι δυνάμεις ειδικών δράσεων για να σχηματίσουν ομάδες «κυνηγιού με στόχο την εξάλειψη» ώστε να καταστείλουν άλλες εχθρικές ομάδες.
Για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων των ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ευρώπης, άλλωστε, ο στόχος θα πρέπει να είναι η διατήρηση του ΝΑΤΟ, παράλληλα με την ελαχιστοποίηση του κόστους. Προς τον σκοπό αυτό, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις πυρηνικές εγγυήσεις για την κάλυψη των δεσμεύσεων ασφαλείας του άρθρου 5 και να επανεκτιμήσει τα σχέδιά της για την ανάπτυξη περίτεχνης αντιπυραυλικής άμυνας με ελάχιστη ή καμία χρηματική συμβολή από τους ευρωπαίους συμμάχους που εξασφαλίζονται από αυτήν.
Όσον αφορά την αμυντική πολιτική του, το Πεντάγωνο μπορεί να περιορίσει το χάσμα μεταξύ διαθέσιμων μέσων και αποτελεσμάτων και να εξοικονομήσει χρήματα από την μεγαλύτερη έμφαση στην ανακεφαλαιοποίηση εξοπλισμού παρά από τον εκσυγχρονισμό του – δηλαδή, τονίζοντας τήν σε είδος αντικατάσταση σε αντίθεση με την παράταξη εντελώς νέων γενιών οπλικών συστημάτων με υψηλό κόστος ανάπτυξης. Τα συστήματα αυτά θα πρέπει να παραταχθούν μόνο όταν οι τεχνικοί κίνδυνοι που συνδέονται με αυτά είναι ελάχιστοι και όταν τα ανώτερα στελέχη έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη ότι τα νέα συστήματα θα παρέχουν μια δραματική και διαρκή ώθηση στην στρατιωτική αποτελεσματικότητα.
Όπου είναι δυνατόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους με τρόπους που επιβάλλουν δυσανάλογο κόστος στους αντιπάλους. Μια σημαντική πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των ΗΠΑ σε αυτόν τον τομέα είναι η μακρά και διακεκριμένη ιστορία των «μαύρων» προγραμμάτων, τα οποία έχουν παράξει την ατομική βόμβα, τα κατασκοπευτικά αεροπλάνα U-2 και SR-71, τα αεροσκάφη stealth και τώρα, προφανώς , προηγμένα κυβερνο-όπλα όπως ο ιός Stuxnet. Η ικανότητα της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ να παράγει τέτοιες στρατιωτικές δυνατότητες σε μόνιμη βάση, αυξάνει την αβεβαιότητα με την οποία οι ανταγωνιστές πρέπει να κάνουν τα σχέδιά τους, αναγκάζοντάς τους να εκτρέψουν πόρους για να καλύψουν ένα φάσμα πιθανών νέων δυνατοτήτων των ΗΠΑ.
Μετά από χρόνια καθυστέρησης, εξάλλου, το υπουργείο Άμυνας αναπτύσσει μια οικογένεια επιθετικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου βομβαρδιστικού. Αυτά τα συστήματα δεν θα είναι φθηνά, αλλά εξακολουθεί να έχει νόημα η επένδυση σε αυτά, επειδή το κόστος της εξουδετέρωσής τους για τους μελλοντικούς εχθρούς θα είναι ακόμα μεγαλύτερο και επειδή τα νέα συστήματα θα διατηρήσουν την ικανότητα τού αμερικανικού στρατού να διεισδύει στις άμυνες οποιουδήποτε εχθρού και να απειλεί τους βασικούς στόχους κατά το δοκούν. Έτσι, οι εχθροί είτε θα πρέπει να αφήσουν κρίσιμα περιουσιακά στοιχεία ανυπεράσπιστα είτε να αναπτύξουν και να παρατάξουν εξελιγμένες (και ακριβές) άμυνες στο σύνολο των συνόρων τους.
Ένας βασικός πόρος που σήμερα σπαταλιέται από το Πεντάγωνο είναι ο χρόνος. Όσο πιο γρήγορα οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αναπτύξουν και να παρατάξουν στρατιωτικό εξοπλισμό, τόσο μικρότερο είναι το μέγεθος των μόνιμων δυνάμεων που θα πρέπει να διατηρηθούν και τόσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα που θα αντιμετωπίσουν οι εχθροί του. Μόλις ένας ηγέτης ζητήσει την δυνατότητα να παρατάσσει νέα συστήματα γρήγορα, το υπουργείο Άμυνας απαιτεί συνήθως μια δεκαετία ή και περισσότερο για να το κάνει. Η μείωση του εν λόγω χρονικού διαστήματος θα πρέπει να είναι μείζων προτεραιότητα.
Για ένα μεγάλο μέρος των τελευταίων 20 ετών, μια σχετικά σταθερή διεθνής τάξη και γενναιόδωροι προϋπολογισμοί επέτρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να αποφύγουν δύσκολες επιλογές για την άμυνα και τη στρατηγική τους. Οι αποφάσεις συχνά κυριαρχήθηκαν από τις εγχώριες επιδιώξεις περί την αμυντική πολιτική, από γραφειοκρατικά τοπικιστικά συμφέροντα και από απόλυτη αδράνεια αντί για τον αυστηρό σχεδιασμό. Όταν η σύγκρουση πραγματοποιείτο, συχνά η στρατηγική κατέληγε να σημαίνει το να αφιερώνονται συνεχώς περισσότεροι πόροι σε ένα πρόβλημα και να ελπίζεται ότι το καθαρό βάρος της προσπάθειας θα επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να επικρατήσουν. Αυτή η προσέγγιση δεν πέτυχε στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ, και είναι ακόμη λιγότερο ελκυστική τώρα που οι προκλήσεις για την ασφάλεια των ΗΠΑ αυξάνονται ενώ ο προϋπολογισμός του Πενταγώνου μειώνεται.
Κρίσιμες επιλογές πρέπει να γίνουν σχετικά με το μέγεθος και τη δομή των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, το δόγμα και τον εξοπλισμό τους, καθώς και για το ποιοι είναι οι πιο πολλά υποσχόμενοι τομείς για μελλοντικές επενδύσεις. Από μακρού χρόνου έχει παρέλθει ο καιρός για αυτές τις επιλογές που πρέπει να γίνουν συνειδητά και με έξυπνο τρόπο, με πληροφορίες από μια στρατηγική που βασίζεται στην αυστηρή σκέψη σχετικά με τη φύση των υπαρχουσών προκλήσεων και τις εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπισή τους έτσι ώστε να προστατευθεί καλύτερα η εθνική ασφάλεια.