ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ; ΓΙΑΤΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΟΘΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙ ΑΥΤΩΝ ΤΟΝ ΚΑΤΕΔΙΩΞΑΝ ΓΙΑΤΙ ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΔΙΩΚΕΤΑΙ; 

Του Πανοσιολογιότατου Αρχμανδρίτου π. Νεκταρίου Πέττα* 

Ἀφοῦ ἐπί ἑκατόν πενήντα καί περισσότερα χρόνια ἔμεινε μέσα στήν ἀμφισβήτηση, στήν παρεξήγηση καί στήν τεχνητή ὀμίχλη πού τοῦ δημιούργησε ἡ κακία καί ἡ ἀντινομία τῆς εποχῆς του, ἤδη ξεκαθαρίζει μ’ ὅλη της τή λαμπρότητα ἡ μορφή ἑνός ἄξιου ἀγωνιστῆ τοῦ Μοριᾶ καί πολλῶν νησιῶν.

Ὁρισμένοι ἀπό σύγχυση ἤ ἐμπάθεια τόν ἀπεκάλεσαν ἀγύρτη, τό ἐπίσημο κράτος τόν συνέλαβε καί ἡ Ἱερά Σύνοδος, πιεζόμενη ἀπό τήν ἐξουσία, τόν περιόρισε διά βίου σέ Μονές τῆς Θήρας καί τῆς Ἄνδρου. Ἀλλά ὁ λαός ἀπό γενιά σέ γενιά μᾶς μεταφέρει μέ εὐλάβεια καί σεβασμό τή μνήμη, τή φήμη καί τά σημεῖα του. Ἔτσι, τώρα πού τόν ἀπομάκρυνε ὁ χρόνος ἀπό τίς σύγχρονές του περιστάσεις, μποροῦμε καλύτερα νά τόν δοῦμε καί νά τόν κρίνουμε.

            Ὁ Παπουλάκος/κης γεννήθηκε μετά τό 1770 στόν Ἄρμπουνα του δήμου Κλειτορίας τῶν Καλαβρύτων. Ἀσχολήθηκε μέ τό οἰκογενειακό ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλη. Ἦταν φιλήσυχος ἄνθρωπος καί δίκαιος. Σέ ὤριμη ἡλικία εἶδεἕνα οὐράνιο σημεῖο στήν οἰκία του, πού τόν πρόσταζε νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στό Χριστό ὡς κήρυκας μοναχός. Πιό ψηλά ἀπό τό χωριό του ἔκτισε τὴν σκήτη τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἡ ὁποία σήμερα λέγεται καί τοῦ Ἁγιοπατέρα. Ἦταν ἁπλός καί μέ τίς στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις δέν θά μποροῦσε νά κατακτήσει κάποια ὑπεύθυνη θέση ἀνάμεσα στόν ἀνώτατο κλῆρο. Εἶχε ὅμως τήν τύχη νά ζήσει στήν πιό ἔντονη περίοδο τοῦ Ἔθνους μας. Συμμετεῖχε στή μεγάλη προετοιμασία καί στόν ἀγῶνα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τήν μακρόχρονη Ὀθωμανική κυριαρχία.

Ἔτσι ζυμώθηκε μέ τά ἐθνικά νάματα καί τήν πνευματικότητα πού ἀπορρέουν ἀπό τή μακραίωνη παράδοσή μας. Κι ὅταν ἡ Βαυαροκρατία θέλησε νά ἀλλοίωσει τό ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα μέ ἀπαράδεκτες καί ὕποπτες καινοτομίες, ὁ Χριστοφόρος τέθηκε ἐπικεφαλῆς στόν ἀγῶνα γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία. Μαζί του συμπορεύονταν λόγιοι ρασοφόροι τῆς εποχής του, ὅπως ὁ ἀπό Κεφαλληνίας Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Μεγαλοσπηλιώτης Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, καί ἄλλοι Κολλυβάδες καί πνευματικοί ἄνθρωποι ἀπό ὅλα τά κοινωνικά καί μορφωτικά στρώματα.

Ὁ Παπουλάκος περιοδεύει σέ ὅλη τήν Πελοπόννησο, στήν Ἀττική καί σέ πολλά νησιά, ὅπως στίς Σπέτσες, στήν Ὕδρα, στόν Πόρο, στήν Ἐλαφόνησο, διδάσκοντας τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ Διδαχές του ἦταν βάλσαμο, ἐλπίδα στίς ταλαίπωρες αὐτές περιοχές. Παντοῦ στηλίτευε τίς προσπάθειες τῆς ξενόφερτης ἐξουσίας καί τῶν προστατῶν αὐτῆς πού προσπαθούσαν νά ἀλλοιώσουν τήν παράδοσή μας. Μέ τό λόγο του μεταμόρφωνε τόν λαό, ἐπικρατούσε ἀγάπη, δικαιοσύνη, συγχώρηση, ὥστε ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς νά γράφει πώς: «ὅ,τι δέν κατάφεραν οἱ νόμοι, τό κατόρθωσε μέ τό κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος». Ὁ λόγος του μεταδιδόταν παντού. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπέστελνε ἐγκυκλίους γιά νά τόν ἀφήσουν ἐλεύθερο ἀπό τίς σύλληψής του∙ εἶναι φανερό «ὅ,τι ὅπου ἂν ἀπῆλθε, κηρύξας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀγυρτίαν, οὔτε ἰδιοτέλειάν τινα ἐφάνη μετελθών, ἀλλ’ ἀφιλοκερδὴς ὤν, καὶ ἀκτήμων, καὶ ὡς ὁ ὑπὸ ἁπλοὺς ἁπλούστατος τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ κηρύξας, συνέστειλε καὶ παντελῶς ἔπαυσε διὰ τῆς διδασκαλίας του τὴν ζωοκλοπήν, τήν δενδροκοπίαν, τὴν ψευδορκίαν κ.τ.λ. καί … ἡ Σύνοδος θεώρησε αὐτὸν τῆς κατ’ αὐτοῦ γενομένης κατηγορίας Ἀθῶον». Ὡστόσο οἱ ἰσχυροί φοβούμενοι πίεσαν τήν Ἱερά Σύνοδο νά ἐκδώσει ἀργότερα ἀπαγορευτική ἐγκύκλιο γιά τά κηρύγματά του. Ὁ Παπουλάκος ἐπέστρεψε στόν Ἄρμπουνα γιά περισυλλογή· ἀλλ’ ὅμως ὄχι γιά πολύ. 

Ὁ ἀγώνας εἶχε γίνει γι’ αὐτόν ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅταν σέ λίγο περιόδευσε καὶ πάλι στά χωριά καί στήν ὕπαιθρο, ἡ Πελοπόννησος ὁλόκληρη καί πολλά νησιά τὸν δέχονταν μὲ ἐνθουσιασμό. Μιά πνευματική λιτανεία διέσχιζε ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τό Μοριά μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπουλάκο. Παντοῦ τό πλῆθος μαζί μέ τόν κλῆρο τόν ἀποθέωνε καί ἀκολουθοῦσε ψάλλοντας τό «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ».

Ἡ μεγάλη πορεία τῆς πίστεως ἔφθανε μέχρι τήν Καλαμάτα. Τότε ἡ Κυβέρνηση καί ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀνησυχούσαν καί ἀποφάσισαν νά ἀντιδράσουν.  Στρατός καί στόλος στάλθηκαν ἐναντίον τοῦ ἄοπλου Γέροντος γιά νά ξεκαθαρίσουν τό «κίνημα». Ὁ Παπουλάκος κατέφευγε στά ἀπρόσιτα βουνά τῆς Μάνης, ὅπου τόν προστάτευε ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων. Ἡ ἀμοιβή τῆς συλλήψεώς του εἶχε ὁριστεῖ σέ ἕξι χιλιάδες δραχμές. Ὁ προδότης τῶν τριάκοντα ἀργυρίων βρέθηκε ἀνάμεσα στόν κλῆρο[1].

Μέσα ἀπό τό βιβλίο πού συνέγραψε ἡ ταπεινότητά μου «Ο ΟΣΙΩΤΑΤΟΣ  ΜΟΝΑΧΟΣ  ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ  Ο  ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ ΣΤΗ  ΘΗΡΑ (1854)  ΚΑΙ ΣΤΗΝ  ΑΝΔΡΟ (1854-1861)» παρουσιάζονται ὁρισμένα χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα πού φανερώνουν τόν τρόπο πού ὑποδέχονταν τό Παπουλάκο καί τά ἀποτελέσματα τῶν Διδαχῶν του.

Ἀφοῦ ἔγινε γνωστός, τό πρόγραμμα τῆς ἐμφάνισης καί τῆς ὑποδοχῆς του στά διάφορα μέρη ἦταν στερεότυπο. Μετέβαινε πορευόμενος πεζός καί ἀκολουθούμενος ἀπό πιστούς, κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους προπορεύονταν, γιά νά ἀναγγείλουν τήν ἄφιξή του στίς πόλεις καί στά χωριά, ἀπό τά ὁποῖα ἔμελλε νά διέλθει. Οἱ καμπάνες τῶν ναῶν χτυποῦσαν χαρμόσυνα, οἱ ἱερεῖς ἐξέρχονταν σέ προϋπάντηση, οἱ τοπικές ἀρχές, ὁ στρατός, οἱ δημοδιδάσκαλοι μέ τούς μαθητές τους σέ παράταξη. Οἱ γυναῖκες ἔφερναν τά βρέφη, γιά νά τά εὐλογήσει. Μετά τήν εἴσοδό του, ἀναπαυόταν ἤ προσευχόταν γιά λίγο. Ἀκολούθως ἀνέβαινε σέ κάποιον ἐξώστη οἰκίας ἤ σέ ἐξέδρα, πού στηνόταν ἐπί τούτου ἤ σέ κάποιο μεγάλο δέντρο καί ἄρχιζε τίς Διδαχές.

Τά ἀποτελέσματα τῶν κηρυγμάτων του ἦταν ἐντυπωσιακά καί αὐτότοῦ τό ἀναγνώριζαν ἀκόμα καί οἱ μετέπειτα διῶκτες του. Ἀναζωπυρώθηκε ἡ οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ κόσμου στήν Ὀρθόδοξη λατρεία. Ἡ ζωοκλοπή καί ἡ ληστεία μειώθηκαν αἰσθητά, οἰκογένειες μέ χρόνια μίση ἀντεκδίκησης συμφιλιώθηκαν, αὐξήθηκαν οἱ ἐλεημοσύνες στούς πτωχούς καί τά πρακτικά ἔργα χριστιανικῆς ἀρετῆς. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς γιά τήν ἐπίδραση τῶν λόγων τοῦ Παπουλάκη.

«Οὐδέποτε ἐφάνη ὡραιότερον καί καταπληκτικώτερον συνάμα θέαμα, ὡς ἡ εἰλικρινής καί ἐνθουσιώδης ὑποδοχή τοῦ ἐρημίτου Χριστοφόρου, ἀφ’ ὅσας διῆλθε πόλεις, χωρία καί ἐπαρχίας τῆς Πελοποννήσου. Παντοῦ ὁ λαός, ὁ διψῶν θρησκευτικήν διδασκαλίαν λαός, τόν ὑπεδέχθη μετά μεγάλου σεβασμοῦ, ἀπηλπισμένος δέ ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τούς ἄρχοντάς του, τούς ἐν γένει ὑπό διάφορα προσχήματα μισθωτούς, ἀργυρολόγους καί προδότας πάσης συνειδήσεως καί παντός ἀληθοῦς καθήκοντος, τόν ἐθεώρησεν ὡς ἀπόστολον τοῦ Θεοῦ.

Πρέπει νά θαυμάζῃ τις τά μεγάλα καί ψηλαφητά ἐνταυτῷ ἀποτελέσματα τῆς θείας διδασκαλίας. Δι’ αὐτῆς, καί μόνης αὐτῆς, ὁ Χριστοφόρος ἀναπλάσσει τήν τόσῳ κακῶς ἔχουσαν κοινωνίαν διά πολλούς λόγους, περί ὧν ἀπειράκις ἐξεφράσθη ὁ ἐλεύθερος τύπος, καί ὡς εἰς λουρτόν παλιγγενεσίας καθαρίζει αὐτήν ἀπό τῶν κακουργημάτων. Ἔπαυσεν ἡ ζωοκλοπή, ἡ μαστίσασα τήν κοινωνίαν πρό τοσούτου καιροῦ· καί ἐν ᾧ κατ’ αὐτῆς δέν ἐτελεσφόρησαν ποτέ οὔτε Δεληγιῶργαι, οὔτε Μεταβατικά, οὔτε Ποινικός νόμος καί Δικαστήρια, αὕτη ἐκλείπεται διά μόνης τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἐρημίτου. Ἔπαυσαν ἡ ληστεία, ἡ ψευδομαρτυρία, ἡ κλοπή, τά ἀμοιβαῖα πάθη καί μίση. Εἰς τήν Μάνην, τόσῳ ὑστέραν κατά τά ἥμερα ἤθη, τά φονικά ἔθιμα κατηργήθησαν, καί γενικός ἀσπασμός ἐχθρῶν πρός ἐχθρούς, ἀδικηθέντων καί ἀδικησάντων, ἀποσκορακίζει τήν ἀντεκδίκησιν, τήν μνησικακίαν, τήν διχόνοιαν, καί συνδέει πάντας εἰς ἕνα δεσμόν, τόν δεσμόν τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί ἀδελφότητος. Δυσκολεύομαι νά πιστεύσω, ἄν τις δύναται νά περιγράψῃ κατ’ ἔκτασιν τά καλά, τά ὁποῖα ἔφερεν ἡ εὐαγγελική καί ὀρθή διδασκαλία τοῦ Χριστοφόρου.

Ἀλλά τί συμβαίνει; Ἡ Κυβέρνησις, ἀπό Χριστο(ρο)φοβίαν πάσχουσα καί ὑποπτεύουσα ἄλλα, περί ὧν δέν πρέπει νά γίνηται λόγος ἐπί τοῦ παρόντος, ἐμποδίζει διά λογχοφόρων στρατιωτῶν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἠθικήν ταύτην ἀνάπλασιν τῆς κοινωνίας, κηρύττουσα ἐκ τοῦ ἐναντίου αὓτη διά τῆς τοιαύτης διαγωγῆς της, ὅτι θέλει τήν ληστείαν, διά νά ἀφανίζηται ὁ τόπος, διά νά ἔχῃ νά παρουσιάζηται ἡ Ἑλλάς ληστρική κοινωνία. Ναί, ἐμποδίζουσα τήν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοφόρου ἡ Κυβέρνησις, δεικνύει βεβαίως ὅτι θέλει τήν ζωοκλοπήν, τήν ψευδομαρτυρίαν, τά πάθη ἀκμαῖα καί ἀντεκδικούμενα, διά νά καταδιώκη, νά πλημμυρῇ τάς φυλακάς καί νά βλέπῃ ἀκοίμητον τήν δᾷδα τῶν παθῶν καί τῶν διαιρέσεων.

Ἑπόμενα ἦσαν ἄλλα πολλά καί ὁ διωγμός τοῦ Χριστοφόρου. Ἀφ’ οὗ οὗτος ὡμίλει ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ὑπέρ τοῦ διαβόλου, ὑπέρ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὑπέρ τοῦ Παπισμοῦ· ἀφ’ οὗτος ὡμίλει ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὄχι ὑπέρ τῆς ἐτεροδιδασκαλίας καί ὑπέρ τοῦ ἀντιχρίστου Καϊρισμοῦ, ἑπόμενον ἦτο νά ἐπισύρῃ καθ’ ἑαυτοῦ πρῶτον μέν τάς συκοφαντίας τῶν διεφθαρμένων καί ἐπιβούλων, συνεπῶς δέ τήν ὀργήν καί τόν διωγμόν τῆς Κυβερνήσεως. Ποῖος δέν καταλαμβάνει τούς λόγους, δι’ οὕς ἐμποδίζεται ὁ Χριστόφορος ἀπό τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου, ἀφ’ οὗ ὁ προσηλυτισμός εἰς τόν Καϊρισμόν ἀφέθη ἐλεύθερος, συγχωρούμενος καί ἐντός τῶν Ἀθηνῶν εἰς τούς ἑτεροδόξους καί τούς ἀντιχρίστους; ἀφ’ οὗ ἡ κυριεύουσα θρησκεία τοῦ Κράτους κατέστη παίγνιον; ἀφ’ οὗ ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία τοῦ Ἀνατολικοῦ Δόγματος προέβη εἰς τό μή περαιτέρω τῆς ἀθλιότητος καί παραλυσίας; ἀφ’ οὗ τοσαύτη γίνεται ἀντενέργεια συστηματική καί ξενική κατά τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἱεροῦ Τόμου;

Ὁ ἀγαθός Χριστοφόρος, ὁ σωτήριος οὗτος πολλῶν καλῶν ἄνθρωπος, μόνην τήν ράβδον καί εὐτελῆ τρίβωνα φέρων, διά μόνου ζῶν ἄρτου ξηροῦ καί ὀλίγης ὀπώρας, ταπεινός καί ἀληθής ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, παρρησίᾳ ὁμιλῶν καί τήν Εὐαγγελικήν ἀρετήν εἰς τά ἀμαθῆ πλήθη ἐμπνέων, ἐθεωρήθη ἐπικίνδυνος παρά τῆς Κυβερνήσεως καί ἀγύρτης παρά τῶν ραδιούργων, τῶν ὀργάνων τοῦ ξενισμοῦ καί τῶν μηδεμίαν ἐνθικήν συνείδησιν ἐχόντων, ἐκηρύχθη. Ὤ! Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐάν ἐφλυάρει ἀντευαγγελικῶς ὑπέρ τοῦ ὅρκου, ἐάν ἐβλασφήμει διά τούτου κατά τῆς Καθόλου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐάν καθύβριζε καί ἐξευτέλιζε τόν ἀνώτατον Ἀνατολικόν ἐν γένει Κλῆρον, ἐάν ὑπεστήριζε θερσιτικῶς ἐκκλησίαν ἀντικανονικήν ἐν Ἑλλάδι, ἐάν ἐρραδιούργει, ὡμίλει καί ἕως ὁ ἀναγκαῖος διά τήν Κυβέρνησιν ἄνθρωπος, ἤθελε μισθοῦσθαι παρ’ αὐτῆς καί Καθηγητής ἀκόμη τῆς Θεολογίας ἀναγορευόμενος.

Ποῖον κακόν ἤ ἄτοπον ἐποίησε; Ποῖον κατά τῆς Κυβερνήσεως λόγον ὡμίλησε; Ποῖον κατά τῶν καθεστώτων μίσος διήγειρε; Καί μολοντοῦτο διεβλήθη ὡς ταραξίας, διότι περιεστοιχεῖτο ἀπό τήν ἀγάπην τοῦ λαοῦ καί ἔφερε τόσα ἀποτελέσματα ἀγαθά. Διεκωδωνίσθη ὡς ἀγράμματος, διότι εἶχε χάριν φυσικήν, ὑπεροχήν πνεύματος καί στωμυλίαν πολλοῦ λόγου ἀξίαν. Ὅλοι γνωρίζομεν ὁπόσον ἰδίως εἰς τό περί ψυχῆς δόγμα ἐδείχθη θεόπνευστος καί πειστικός δι’ ἁπλῶν καί καταληπτῶν λέξεων, ὁπόσην ἐντύπωσιν ἔκαμεν εἰς ὅλους, λογίους καί μή.

Ὁ ἐρημίτης Χριστοφόρος οὐδέποτ’ ὡμίλησεν ἐν παραβύστῳ. Ἐν ὑπαίθρῳ πάντοτε ὡμίλει, διά νά ἔχῃ τόν οὐρανόν μάρτυρα τῆς ἀποστολῆς του καί τήν Κυβέρνησιν ἐν γνώσει ὅλων τῶν πράξεών του. Εἰς Καλάμας 2.000 λαοῦ ἐφωτίζοντο διά πολλάς ὥρας ὑπό τῆς διδασκαλίας του· παντοῦ συνωδεύετο ὑπό 2000 λαοῦ. Πόσοι ἆρα αἰῶνες διῆλθον, καθ’ οὕς δέν εἶδεν ἡ Ἑλλάς τοιοῦτον φαινόμενον, τοιοῦτον λαοσέβαστον Ἱεροκήρυκα; Παρατηρῶν τις τήν φυσιογνωμίαν του, ἀνακαλύπτει εἰς τό μέτωπον του τήν χάριν ἐκείνην, τήν ὁποίαν ὁ Δημιουργός σπανίως δίδει εἰς τούς ἐκλεκτούς τῶν θνητῶν· εἰς αὐτήν ἀναγινώσκει ἕκαστος τήν βίβλον τῆς ἀληθοῦς ἀρετῆς».

Ὡστόσο ὅλα αὐτά ἐνοχλοῦν κάποιους πού ἤθελαν νά μᾶς ἀλλοιώσουν τήν παράδοσή μας. Τήν ἐποχή αὐτή ἐπικρατῆ ἕνα δείλημα. Ποῦ ἀνήκει ἡ νεοσύστατη Ἑλλάδα στήν Δύση ἤ στήν Ἀνατολή; Τί ἔπρεπε νά κάνουν οἱ προγόνοι μας, νά υἱϊοθετήσουν τό δυτικό πνεῦμα ἤ νά συνεχίσουν τό πατροπαράδοτο ἀνατολικό πνεῦμα. Καί ὅταν χάθηκε ὁ μεγάλος ἡγέτης Ἰωάννης Καποδίστριας οἱ δυτικές δυνάμεις ἐπέβαλαν τήν βαυβαροκρατία. Ἡ βαυβαροκρατία ἤθελε νά ἐπιβάλη τό δικό της σχέδιο. Τότε ὅλες οἱ πνευματικές μορφές, λόγιοι, ρασοφόροι, ἀκόμα καί στρατιωτικοί, δημοδιδάσκαλοι ἔβαλαν φρένο στά ὕποπτα αὐτά σχέδια. Καί μετά τή σύλληψη τοῦ Παπουλάκου ὁ λαός ἀναστατώθηκε. Ἔγγραφά τῆς ἐποχῆς ἀναφέρουν ὅτι ὅταν τό κράτος ἔστειλε στρατό νά τόν συλλάβουν, ἀναφορές ἀπό τό Μοριά γράφουν ὅτι δέν πρόκειται περί τῆς συλλήψεως ἑνός μόνο Παπουλάκου, ἀλλά πρόκειται περί τῆς συλύψεως δέκα χιλιάδων Παπουλάκων, πολλῶν ἀνθρῶπων. Ποιά ἦταν αὐτή ἡ δύμαμη πού ἔλκυε τό λαό πού διψοῦσε γιά πνευματικότητα, γιά ἀλήθεια καί τόν ὠθοῦσε. Κάθε φορά ποῦ μιλοῦσε αὐτός ὁ μικρόσωμος Γέροντας, πῶς παρεβρίσκονταν δέκα χιλιάδες λαός; Καί αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού πανικόβαλε τήν ἐξουσία.        

Καί μετά τήν προδοτική σύλληψή του ὀδηγεῖται μετά ἀπό καχουχίες στά δικαστήρια. Στίς φυλακές κρατοῦνται πλειάδα Κολυββάδες καί Χριστοφορίζοντες πατέρες πού τόν ἀκολουθοῦσαν στόν ἄγωνα γιά ἐλευθερία. Ἀκόμα καί ἡ Δίκη πού πραγματποποιήθηκε γιά τήν λεγόμενη «Καλογερική Συνομοσία» δέν βρέθεικκε κάτι μεμτό. Στήν περίπτοση τοῦ Παπουλάκου ἡ ἐξουσία καί ἡ ἀποδυναμομένη καί πλῆρος ὑποταγμένη στήν κοσμική ἐξουσία, ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου ρεζιλεύτικαν. Δυσάρετα εἶναι καί τά ἔγκραφα τῶν ἀρχῶν τοῦ τούς Παπουλακίζοντες, τούς ὀνομάζουν μέ ἀπαράδεκτους χαρακτηρισμούς, ὅπως μυράκια, ἀπονενοημένους καί ἄλλα πολλά δυσάρεστα ἐπίθετα.

Ὁ ἀγωνιστής γιά ἕνα χρόνο παρέμεινε στίς ὑγρές φυλακές τοῦ Ρίου. Κατά τὴν μεταφορά του στήν Ἀθήνα γιά νά δικαστεῖ, κλῆρος καί λαός μέ κλάματα καί δεήσεις ὑποκλίθηκαν σέ ἐκεῖνον ὅπου τον συναντούσαν. Τό Κράτος δέν τόλμησε νά τόν δικάσει ἐπειδή ὁ λαός ἦταν μέ τό μέρος του καί ἕτοιμος νά ἀναιρέσει τίς ψευδεῖς κατηγορίες. Μέ πιέσεις τῆς πολιτείας στήν Ἱ. Συνόδο περιορίσθηκε σωματικῶς διά βίου περιφρουρούμενος ἐπί ἑξάμηνο στή Μονή Προφήτου Ἡλιού Θήρας ἀπό 22 Ἰανουαρίου 1854.

Σέ λίαν κατεπεῖγον ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργείου Ἐκκλησιαστικῶν καί Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Βασιλείου ἀναφέρεται μεταξύ ἄλλων: «εἴμεθα τῆς γνώμης νά περιορίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος εἰς ἕν τῶν κατά τό Βασίλειον διατηρουμένων μοναστηρίων καί ὡς τοιοῦτον νομίζομεν κατάλληλον τό ἐν Θήρᾳ τοῦ Προφήτου Ἡλιού, πρός σωφρονισμόν αὐτοῦ καί πρός παραδειγματισμόν. Ἐφ’ ᾧ καί παρακαλοῦμεν αὐτήν νά ἐπιληφθεῖ ἀμέσως τῆς περί τούτου διασκέψεως, καί ἀπαντήσει εἰς ἡμᾶς ὅσον τό ταχύτερον καί εἰ δυνατόν, ἐντός τῆς ἡμέρας, διά νά προβῶμεν καί ἡμεῖς εἰς τήν περαιτέρω ἐνέργειαν τῶν δεόντων».

Ὅμως πολλοί ἐπισκέπτες ἀπό τή Σαντορίνη καί ἀπό ὅλα τά μήκη τῶν Βαλκανίων ἀνηφόριζαν στή Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία, γιά νά πάρουν τήν εὐχή καί τίς νουθεσίες τοῦ ταλαιπωρημένου Γέροντα. Ὁ ἡγούμενος Σεραφείμ Καΐρης κατόπιν ἀποφάσεως τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου μέ ἀλλεπάλληλα διαβήματα ἐνημέρωνε τόν ἔπαρχο Θήρας ὅτι ἡ διαμονή τοῦ Χριστοφόρου γινόταν προβληματική ὑπό τό κράτος τῆς ἀθρόας προσέλευσης καί δυσαρέσκειας τῶν χριστιανῶν γιά τήν ἀδυναμία ἐπικοινωνίας μέ τόν δεσμώτη ἱεροκήρυκα.

Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ μεταφορά του Παπουλάκου ἀπό τή Σαντορίνη «εἴς τινα ἀπόκεντρον μέρος», στή Μονή Παναχράντου τῆς Ἄνδρου.

Ὁ τελευταῖος ἐγκλεισμός στή παραπάνω Μονή ἔγινε κατόπιν τῆς μεταφορᾶς του μέ τή βασιλική γολέττα «Ναυτίλος» τήν 20ῃ Ἰουλίου 1854. Ἀπό τό Ἐπαρχεῖο Ἄνδρου μετά ἀπό ἐννέα ἡμέρες, συνοδευόμενος ἀπό δύο στρατιῶτες, παραδίδεται στό Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, κατόπιν ἐπανειλημμένων διαταγῶν γιά τόν αὐστηρότατο περιορισμό του καί τήν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπαγρύπνησιν. Στή Μονή εἶχε διαμορφωθεῖ εἰδικό μοναχικό κελλί, πού τό φρουροῦσε ἕνας χωροφύλακας, ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖ. Ὁ Παπουλάκος μποροῦσε νά συμμετέχει κανονικά στό πρόγραμμα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς πού τελούνταν κατά την διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἐνῷ τό βράδυ ἐγκλειόταν, φρουρούμενος στό κελλί του. Τήν πνευματικότητά του διέκριναν ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς, παράλληλα ἡ φήμη του ἕλκυε καθημερινά πλῆθος κόσμου καί κυρίως κατά τίς ἑορτάσιμες ἡμέρες. Πολλοί πιστοί, ἀλλά καί πολλοί ξένοι λαϊκοί καί κληρικοί, ἀπό τά γύρω χωριά τοῦ νησιοῦ καί ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς Ἑλλάδας, ἰδιαιτέρως δέ ἀπό Ὕδρα, Σπέτσες, Κρανίδι, Κάρυστο, Κρήτη καί ἄλλα νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό Μοριά καί κυρίως ἀπό τή Λακωνία καί τήν Ἀρκαδία, ἔρχονταν, γιά νά λάβουν τήν εὐχή του ἤ νά πάρουν τεμάχιο τοῦ ράσου του ἤ κάποιο ἐγκόλπιο σταυρό, πού φιλοτεχνούσε ὁ ἴδιος. Ἐπίσης, συνέχισε νά κηρύττει στό συγκεντρωμένο κόσμο ἐντός τῆς Μονῆς, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία. Στόν  Κώδικα 36 τῆς Μονῆς Παναχράντου (Πρωτόκολλον ἐξερχομένων, σελ. 339-435) τῶν ἐτῶν 1854-1855 υπάρχουν ἐνδεικτικά ἔγγραφα, πού καταγράφουν τά γεγονότα τῶν ἡμερῶν του.

Στην Άνδρο οἱ στρατιῶτες καί οἱ φύλακες τόν σέβονταν καί τοῦ πρόσφεραν τά ἀπαραίτητα, συμπεριφορά ἡ ὁποία μαρτυρεῖται καί σέ ἄρθρο ἀνταποκριτού τῆς Ἄνδρου, ὅπου ἐπικρίνοντας τήν ἀπρεπῆ συμπεριφορά τοῦ ἐπισκόπου Μητροφάνη γιά τόν ραπισμό τοῦ Παπουλάκου ὑπογραμμίζεται ὁ σεβασμός τῶν φυλάκων πρός τόν γέροντα: «Τί σημαίνει, ἄν αὐτοί οἱ στρατιῶται, συλλαβόντες ἄλλοτε τόν Παπουλάκην, ὄχι μόνον δέν ἐκακοποίησαν, ἀλλά καί περιεποιήθησαν αὐτόν; Τί ἄν οἱ φυλάσσοντες τόν Παπουλάκην ἐν τῇ μονῇ τοῦ περιορισμοῦ του δύο χωροφύλακες ὄχι μόνον δέν ἐκακομεταχειρίσθησαν πώποτε, ἀλλά καί περιποιοῦνται αὐτόν ἀδιακόπως; Τί ἄν ἡ Ἱερά Σύνοδος, περιορίσασα τόν Παπουλάκην, οὔτ’ ἐρράβδισεν, οὔτ’ ἄλλως ἐβασάνισεν αὐτόν;».

Ὁ ζῆλος τοῦ μοναχοῦ Χριστοφόρου γιά κήρυγμα δέν σταμάτησε ἀκόμη καί κατά τά χρόνια τοῦ ἐγκλεισμοῦ. Διεκήρυττε ὅτι «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Πολλές φορές, ἐνῶ τόν ἀμπάρωναν στά πετρόχτιστα ὑπόγεια τῆς Μονής Παναχράντου, ἐν τούτοις ὁ γέροντας κατά παράξενο καί θαυμαστό τρόπο, χωρίς νά ὑπάρχει διαφυγή, χανόταν γιά κάποιες μέρες καί ἐπέστρεφε πάλι στό κελλί τῆς δοκιμασίας του. Οἱ φύλακες καί οἱ πατέρες τῆς Μονῆς ἀρχικά ἀνησυχοῦσαν, ἀλλά ὁ Παπουλάκος τούς διαβεβαίωνε ὅτι θά ἐπανέλθει. Σέ πολλές περιοχές τῆς Ἄνδρου ἐπικρατοῦσαν φόνοι, ἀδικίες, κλοπές καί ἄλλα δεινά. Ἰδιαιτέρως στά ὀρεινά μέρη τοῦ δήμου Ἄρνης τά πράγματα ἦταν δύσκολα. Τότε ὁ Παπουλάκος, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό κελλί του, βρισκόταν ἐκεῖ, ὥστε μέ τό ἁγνό κήρυγμα καί τήν πίστη του νά ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν ἠθική καί στήν τάξη. Ὁ λόγος του καρποφόρησε καί ἔτσι μέχρι σήμερα οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ θυμοῦνται ἀπό τούς προγόνους τους τήν καταλυτική ἐπίδραση τῶν διδαχῶν τοῦ Γέροντα στό νησί.

Ὁ νῦν σεβάσμιος ἡγούμενος τῆς Μονῆς Παναχράντου ἀρχιμ. Εὐδόκιμος καί ὁ ἱερομόναχος τῆς συνοδείας του π. Ἀέτιος ἀναφέρουν πολλά θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή παραμονή τοῦ Παπουλάκου στό νησί. Ἐνδεικτικά διηγοῦνται ὅτι, ὅταν οἱ φύλακες ρωτοῦσαν τόν Χριστοφόρο πῶς ἔβγαινε ἀπό τό κελλί, ἐνῶ ἦταν ἀμπαρωμένο, τούς ἀπαντοῦσε: «μέ ἐλευθερώνει αὐτός πού ἐσεῖς δέν πιστεύετε». Κάποια στιγμή ὁ Παπουλάκος, γιά νά δοκιμάσει ἕναν μοναχό, τοῦ ζήτησε κάποιο καρπό ἀπό τόν κῆπο. Ὁ μοναχός ψευδόμενος ἀπάντησε ὅτι δέν ὑπῆρχε στόν κῆπο. Ὅταν ἀργότερα ὁ μοναχός πῆγε στόν κῆπο, διαπίστωσε ὅτι ὁ καρπός αὐτός ἦταν μαραμένος.

Ἐπίσης στήν Ἄρνη θυμοῦνται ὅτι κάποιος, ἀνεβασμένος σέ ἕνα δένδρο, ἤθελε νά αὐτοκτονήσει. Στίς ἐκκλήσεις τῶν παρόντων δέν λύγιζε καί ἐπέμενε στήν ἀπόφασή του. Τότε περνοῦσε ὁ Παπουλάκος καί τόν παρεκάλεσαν νά ἀποτρέψει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀπόπειρα αὐτή. Ἐκεῖνος μέ τό μοναδικό τρόπο καί τήν πραεῖα φωνή του τόν μετέπεισε καί κατέβηκε ἀπό τό δένδρο.

Στήν Ἄρνη ὁ Παπουλάκος ἀνέβηκε στό ψηλότερο σημεῖο τοῦ νησιοῦ (ὑψ. 997) στά παρεκκλήσια τῆς Παναγίας καί τοῦ Προφήτη Ἠλία γιά ἄσκηση καί προσευχή. Ἐκεῖ τόν ἐντόπισαν οἱ ποιμένες, στούς ὁποίους ἀπηύθυνε νουθεσίες. Χαμηλότερα ἀπό τό παρεκκλήσι τοῦ Προφήτη Ἠλιού σώζεται μέχρι σήμερα τό «Κελλί τοῦ Παπουλάκου». Αὐτό βρίσκεται στήν ρίζα τοῦ βράχου καί εἶναι πετρόχτιστο. Σύμφωνα μέ τούς ντόπιους, ἐκεῖ ἔμεινε τρία βράδια ὁ γέροντας, ἐνῶ στήν Ἄρνη ὑποδεικνύουν καί τό σπίτι, ὅπου τόν φιλοξενοῦσαν.         

Ὅταν ὁ Γέροντας διαισθάνθηκε ὅτι ἔφτανε ἡ ὥρα νά φύγει ἀπό τό μάταιο αὐτό κόσμο, ἀφοῦ συγχωρέθηκε καί ἑτοιμάσθηκε μέ τά μυστήρια της Ἐκκλησίας, κοιμήθηκε τό βράδυ τῆς 18ῃς  πρός 19ῃ Ἰανουαρίου 1861, ἥσυχα καί ταπεινά. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τόν τίμησαν ὡς ἅγιο. Λίγο νωρίτερα ὁ φρουρός του, ἀφοῦ ζήτησε συγγνώμη ἀπό τό Γέροντα καί τήν εὐλογία του, ἔγινε μοναχός, γιατί εἶχε τήν πεποίθηση πώς κάτω ἀπό τήν κατάλευκη γενειάδα του ἐκπορευόταν φῶς καί ἀλήθεια.

Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς Παναχράντου Ἄνδρου, στό Φωτοδότιο. Σ’ ἕνα ξύλινο σταυρό εἶχε γραφεῖ «ΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ / ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩͺ 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1861».

Ἀπό τούς πρώτους χρόνους τῆς κοίμησής του ἔγιναν προσπάθειες γιά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἡ  «ἀντιεξουσιαστική» του δράση δημιουργοῦσε πρόβλημα. Ὡστόσο παντοῦ φιλοτεχνοῦνταν εἰκόνες του σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη καί χτίζονταν ναοί στή μνήμη του.

Ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, τά ὁποῖα παρέμειναν στό ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, δέν ἔγινε μέ ἐπισημότητα. Ὕστερα ἀπό ἐπιμονή τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ τοῦ Παπουλάκου Ἄρμπουνα, ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος τό 1973 φρόντισε νά μεταφερθεῖ ἡ κάρα του στό ναό τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Ἀργά, ἀλλά σταθερά, ἄρχισε νά ἀποκαθίσταται ἡ μνήμη του στήν συνείδηση ὄχι μόνο τῶν ἁπλῶν πιστῶν, πού οὕτως ἤ ἄλλως πάντα πίστευαν στήν ἁγιότητά του, ἀλλά καί στή συνείδηση τῶν ἀνώτατων ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν καί σημαντικῶν προσωπικοτήτων.

Ἤδη ἡ φυλακή τοῦ Παπουλάκου στήν Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ σήμερα ἔχει διαμορφωθεῖ σέ παρεκκλήσιο πρός τιμήν του, ἐντός τοῦ ὁποίου φυλάσσονται προσωπικά του ἀντικείμενα. Ἀξίζει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι ἀνήμερα τοῦ Προφήτου Ἡλιού, προχτές δηλαδή, ἔγινε ἡ ὑποδοχή, χρίση μέ ἅγιο μύρο καί καθιέρωση τῆς εἰκόνος τοῦ Ὁσίου στόν Ἱ. Ἐν. Ν. Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου Ἐμπορείου, τήν ἴδια ἡμέρα ἀκριβῶς πού πρίν ἀπό 155 χρόνια μεταφερόταν δέσμιος ἀπό ἐδῶ στήν Ἄνδρο. Ἡ εἰκόνα φέρει τεμάχιο ἐκ τοῦ ράσου τοῦ Ἁγιοπατέρα καί στόν ἴδιο ναό, ὅπου μάλιστα τό νότιο κλῖτος του θά τιμᾶται στό ἑξῆς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ὁσίου, θά φυλάσσεται καί λίθος ἐκ τῆς οἰκίας του στόν Ἄρμπουνα Καλαβρύτων, ὅπου εἶδε τό καθοριστικό γιά τή ζωή τοῦ ὅραμα. Τά προσωπικά αὐτά ἀντικείμενα τοῦ Ἁγίου προσφέρθηκαν πρός διηνεκῆ εὐλογία καί ἁγιασμό τῶν Θηραίων ἀπό τό Ἰνστιτοῦτο Χριστοφόρος Παπουλάκος.  

Ὑπάρχει πλῆθος ἐπίσημων ἀναφορῶν ἀρχιερέων, πού τονίζουν τό ἔργο του, ἀκόμη καί τήν ἁγιότητά του. Πολλές εἶναι οἱ πνευματικές μορφές τῆς ἐποχῆς μας, πού ἔχουν ἀναφερθεῖ στήν προσωπικότητα, τήν ὁσιότητα, τή δράση, τίς προφητεῖες καί τά θαύματα τοῦ Χριστοφόρου. Μάλιστα πολλοί ὀρθόδοξοι ἱεράρχες εἶναι σύμφωνοι μέ τήν καταγραφή του στάς δέλτους τοῦ ἐορτολογίου ἀπό τό σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο[2].

*Εἰσήγηση Πανοσιολογιωτάτου ἀρχιμανδρίτου καί προέδρου «Ἰνστιτούτου Χριστοφόρου Παπουλάκου» π. Νεκταρίου π’’Ν. Πέττα: «Ὁ Χριστοφόρος Παπουλάκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο».Δελτίον Τύπου ἀπό τό «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»,

 

Ἰουλίου φθίνοντος 2009.

 

 

Μέ πρωτοβουλία τοῦ ἱεραποστολικοῦ καί μή κερδοσκοπικοῦ χαρακτήρα «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» τό τρέχον ἔτος πραγματοποιήθηκε ἡ Α΄ Ἐπιστημονική Ἡμερίδα πού στέφθηκε μέ ἐπιτυχία. Τό θέμα τῆς ἦταν: «Ο ΟΣΙΩΤΑΤΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ ΣΤΗΝ ΘΗΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ», πού συγκλήθηκε τήν Πέμπτη τῆς 23ῃς Ἰουλίου στό πνευματικό κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἡλιοῦ Θήρας, στό Καμάρι.

Ἡ Ἡμερίδα συνδιοργανώθηκε μέ τήν ἀνωτέρω Μονή καί τελοῦσε ὑπό τήν αἰγίδα καί τήν ἔκθυμη εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων.

Μετά τήν ἔναρξη καί τούς χαιρετισμούς:

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων κ. Ἐπιφανίου.

Τοῦ πανοσιολογιωτάτου καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Προφήτου Ἡλιοῦ Θήρας π. Δαμασκηνοῦ Γαβαλᾶ. 

Καί τοῦ πανοσιολογιωτάτου προέδρου τοῦ «Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλάκος» π. Νεκταρίου Ν. Πέττα.

Στήν συνέχεια ἀκολούθησαν οἱ ἐργασίες τῆς Ἡμερίδας. 

Εἰδικότερα, προεδρεύοντος τοῦ Ἐλλογιμοτάτου Καθηγητοῦ κ. Ἀθανασίου Παλιούρα, ἀνέπτυξαν τίς θέσεις τους: 

Ὁ ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων κ. Ἀθανάσιος Παλιούρας μέ θέμα: «Ἡ ἀπεικόνιση καί ἡ τιμή τοῦ ὁσιωτάτου Χριστοφόρου Παπουλάκου».

Ὁ Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, Καθηγητής Χημικός τοῦ ΕΤΕΙ Πειραιῶς κ. Χαραλάμπης Μπούσιας μέ θέμα: «Ὑμνογραφικά ὁσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».

           Ἡ Λέκτωρ Πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ἄννα Καραμανίδου μέ θέμα: «Τό περιεχόμενο τῶν Διδαχῶν τοῦ Παπουλάκου».

Ὁ ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας, πρόεδρος τοῦ «Ἰνστιτοῦτο Χριστοφόρος Παπουλάκος» μέ θέμα: «Ὁ Χριστοφόρος Παπουλάκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο».

Μετά τή συνεδρία ἀκολούθησε ἐνδιαφέρουσα συζήτηση, ἐνῶ ὁ πρόεδρος τῆς Α’ Ἡμερίδας π. Νεκτάριος Πέττας ἀνακοίνωσε τά πρακτικά πορίσματα τῆς Ἡμερίδας καί κήρυξε τή λήξη της.

 

Στά πορίσματα καταγράφεται τό γεγονός, ὅτι γιά πρώτη φορά ἐμφανίσθηκαν ἐπιστημονικά ντοκουμέντα τῆς ἐποχῆς τοῦ Παπουλάκου (π.χ. σπάνια ἔγγραφα τοῦ «Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλάκος»).

Ἐπίσης ἐμφανίσθηκαν λόγοι, σημεῖα, προρήσεις καί λεπτομερής ἀναφορά στήν τιμή, πού γνώριζε ὁ Παπουλάκος ἀπό κλῆρο καί πιστούς, ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα πρίν ἀπό τήν κοίμησή του.

Ἀκόμη ὅτι ὁ ὀσιότατος Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ἤ Ἁγιοπατέρας, ἁγίασε μέ τό πέρασμά του κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα στή Θήρα, καί ἰδιαιτέρως στήν Μονή Προφήτου Ἡλιοῦ, ὅπου διέμεινε περιορισμένος. Μάλιστα στήν περίρρυτη καί φιλόξενη αὐτή νῆσο ἔχουν ἀφιερωθεῖ στό ὄνομά του παρεκκλήσια, ὅπως τό κελλί τῆς κρατήσεώς του στήν προκείμενη μονή, στόν Εὐαγγελισμό Ἐμπορείου.

Γνωστή εἶναι μέχρι σήμερα ἡ παρουσία τοῦ ἀχαιοῦ ἱεροκήρυκα στή Σαντορίνη, ἔστω καί μέ σκοπό τόν περιορισμό καί τήν ἀπομόνωσή του ἐν εἴδει τιμωρίας, ὅπως φρονοῦσαν οἱ τότε ἁρμόδιες ἀρχές, ἀφοῦ κατέφταναν κληρικοί καί λαϊκοί ἀπό ὅλα τά μήκη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιά νά φωτιστοῦν ἀπό τίς θεόπνευστες Διδαχές τοῦ Γέροντα.

Κατά τό κλείσιμο τῆς Ἡμερίδας, στήν κατάμεστη αἴθουσα, ἱκανοποίηση προκάλεσε ἡ ἀναγγελία ἀπό τόν τοπικό ποιμενάρχη κ. Ἐπιφάνιο, ὅτι ἤδη ἡ Ἱερά Μητρόπολις Θήρας Ἀμοργοῦ & Νήσων προβαίνει σέ ὅλες τίς ἀπαραίτητες ἐνέργειες γιά τήν ἐπίσημη ἀναγραφή τοῦ Ὁσίου Μοναχοῦ στίς δέλτους τοῦ Ὀρθόδοξου ἑορτολογίου. Ἄς προσευχόμαστε, γιά νά γίνει αὐτό πού θέλει ὁ Θεός.  

Ἤδη γιά τήν Ἡμερίδα τῆς Σαντορίνης κυκλοφορεῖ DVD, ὅπου παρουσιάζονται μέσα ἀπό ἦχο καί εἰκόνα ὅλα τά ἀνωτέρω. Τό DVD προσφέρεται δωρεάν στούς ἐνδιαφερόμενους, ἀπό τό ἱεραποστολικό καί μή κερδοσκοπικό «Ἰνστιτοῦτο Χριστοφόρος Παπουλᾶκος».

 

Ὁ ὑπεύθυνος τῆς Α΄ Ἡμερίδας

Ἀρχιμ. Νεκταρίος Ν. Πέττας

 

 


[1] Βλ. τό κείμενο πού συνοδεύει τήν ἄλλη πλευρά τῆς δαγκεροτυπίας μέ τήν μορφή τοῦ Παπουλάκου καί συντάχτηκε σύμφωνα μέ αὐτή ἀπό τόν «Ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας, Πρόεδρος τοῦ μή κερδοσκοπικοῦ: «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ», Ἄρμπουνα 2007». Ακόμα βλέπε περισσότερα για τον Παπουλάκο στόν  Πέττα Ν. Ν. ἀρχιμ., Ὁ Ὀσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ὁ Παπουλάκος στή Θήρα (1854) καί στήν Ἄνδρο (1854-1861), Ἀθήνα 2009.

[2] Γιά τά ἀνωτέρω ἄρθρα τοῦΤύπου τῆς ἐποχῆς τοῦΠαπουλάκου, καθώς καί γιά τήν ζωή του, τίς ἐξορίες καί τήν τιμή μου μετά τήν κοίμησή του, περισσότερα γιά τούς διαφόρους ὅρους, ὅπως «Καλογερική Συνομοσία»,  βλ. στόν  Πέττα Ν. Ν. ἀρχιμ., Ὁ Ὀσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ὁ Παπουλάκος στή Θήρα (1854) καί στήν Ἄνδρο (1854-1861), Ἀθήνα 2009, ὅπου συγκεντρωμένη παλαιώτερη βιβλιογραφία.