Αργά πολύ έμαθα για σένα, μάνα!

Κι ήρθα κοντά σου, σ’ έναν τόπο ιερό

Στιγμές μαζί σου να βρεθώ κι όλα να σου τα πω

Και να μου πεις κι εσύ ν’ ακούσω

Ν’ ακουστεί η φωνή σου σαν κελάδημα πουλιού

Που θα γλυκάνει των κοράκων τη φωνή

Να σε ακούσω σαν βρυσούλα που αργοκλαίει

Απ’ το νεράκι της που πάει να χαθεί 

Ν’ ακουστείς σαν το αγέρι που ορμά μες στα φαράγγια

Και κάνει να τρέμει ολόκληρη η ζωή

Και να σε δω σαν άνοιξη που λουλουδίζει

Και που μεθά τη φύση μ’ οργασμό

Ν’ ακουστεί μάνα μου η φωνή σου

Με τη φωνή της ίδιας σου ψυχής 

Μα αργά πολύ!…

Τόσο αργά που θα ‘ταν καλύτερα να μη το μάθαινα ποτέ

Μες στην καρδιά μου τότε, θυμάμαι, την μικρή και τρυφερή

Ένιωσα σαν κάτι και μου τρύπησε βαθιά όλο τον μικρό κόσμο

της ψυχής μου βγάζοντας τον έξω για στιγμές

Ήταν παράξενος και φοβισμένος κι ας τον είχα ζήσει κι εγώ μαζί

Και πέρα απ’ το φόβο που είχε, ένιωθε και μια παράξενη ντροπή

Ακαταλαβίστικα πράγματα για μένα, τότε που ήμουνα παιδί

Πού να βάλω σειρά!

Κι όλα μου τα αισθήματα, ήσυχα και ναρκωμένα ως τώρα, επαναστάτησαν και ήθελαν να βρουν το ρυθμό στη ζωή

Να ξέρουν κι αυτά γιατί, για ποιον και πώς ν’ αγαπούν

Να ξέρουν κι αυτά γιατί και για ποιον να πονούν

Ακόμα να ξέρουν όσα από τα χαμόγελα, που ως τώρα δέχτηκαν,

αν ήταν ζεστά ή ψυχρά

Εκείνου, εκείνων κι άλλων πολλών…

Αργά πολύ έμαθα για σένα, μάνα!

Όταν πια έγινα δεκαοχτώ χρονών

Ότι ήσουνα λουλούδι μοσχομύριστο γιομάτο από νιότη

κι ότι σαν ήλιος πύρωνες τη γη

Γη που τα ίδια στήθια σου μ’ αυτή είχαν παλέψει

Να της προσφέρεις για οβολό της νιότης σου τα σπλάχνα

μέχρι και τη ζωή

Και τα χαμόγελά σου τα γλυκά και τα ζεστά ομόρφαιναν

τον κόσμο

Αυτόν το λίγο που βρισκότανε εκεί

Που μίλαγαν για σένα με δέος και αγάπη

Και που πολλοί σε κάνανε ίσαμε Παναγιά

Τόση μεγάλη η αγάπη κι η καρδιά σου

Που στη σκιά σου ακόμα τραγουδούσαν τα πουλιά

Κι όταν καμιά φορά καθόσουνα στο πλίθινο προαύλι

Να τραγουδήσεις της αγάπης τα καλά

Στραφτάλιζε ο ήλιος στη μορφή σου

Και η κεφαλή σου λουλούδιαζε με χίλια δυο άσπρα πουλιά

Κι απ’ το τσουκάλι τ’ άδειο προσδοκούσες

Όταν οι γλώσσες της φωτιάς το ‘γλυφαν μυστικά

Κι έτρεχε ο νους σου στη λατρεία

Αυτή που έκανε παλιά θαύματα πολλά

Κι είχες σταυρό στα χέρια, στο λαιμό και το Χριστό στα χείλη

Και το τσουκάλι κοίταγες μ’ άδεια ματιά και γυαλωμένη

Κι άλλοτε πετρωμένη απ’ τον πόνο της καρδιάς

Άδειο, παντάδιο το ρημάδι!

Πώς θε να κάνεις φαΐ για τα παιδιά;

Και τα παράπονά σου γίνονταν στα μάτια σου διαμάντια

Απ’ τη τρανή του κόσμου κακία κι απονιά

Αργά πολύ έμαθα για σένα, μάνα!

Όταν σου κλέψαν τη ζωή ανθρώπινοι θεοί

Απ’ την πλατιά αγάπη που σκορπούσες

Μύλος που άλεθες κι αστείρευτη πηγή

Και με αισθήματα γιομάτα ανθρωπιά

Τόσο αυτοί αλύχταγαν και θύμωναν πολύ

Αυτοί που φτιάξανε χείμαρρους κι όρμισαν στη ζωή

Δυσοίωνα τα ουρλιαχτά, κόκκινα τα μαχαίρια σκιάξαν και το Θεό 

Και τα λουλούδια κόψανε, στη γη φέρανε θαμπάδα

Και μες στο πέρασμά τους το σκληρό και το πανούργο

Χάροι της γης, σε πήρανε μαζί

Αργά πολύ έμαθα για σένα, μάνα!

Κι ήρθα κοντά σου μοναχός, μαζί σου να βρεθώ

και να συλλογιστώ

Είχα ρωτήσει πού μπορούσα να σε βρω

Μ’ απάντησαν, σε τόπο ιερό

Που δεν υπάρχουν πια σταυροί και μήτε κάγκελα

Μήτε χορτάρια, λούλουδα, μήτε πουλιά…

μα μόνο ερημιά

Ερημιά, μόνο ερημιά αδιαπέραστη σαν χάος

Μοιάζει κατάρα ανθρώπινη σκληρή.

Να μη μπορεί κανείς να την αντέξει, όπως κι εγώ τούτη τη στιγμή

Και ο ήλιος καίει κάνοντας την ερημιά πιο έντονη και ζωντανή

Κι από τη γη που ‘ναι σαν φύλλο ξεραμένη

Απ’ τις σκισμές της βγαίνει μια ανάσα πιότερο ξερή

Τζιτζίκια σκόρπια λιγοστά, σταμάτησαν κι αυτά

Και μια μυρμηγκοστρατιά ψάχνει, ψάχνει κι άδεια γυρνά

Μόνο το βόμβισμα μιας μύγας σπάζει τη μονοτονία

Κι είναι τόσο βαριά που μου σαλεύει ο νους

Αργά πολύ έμαθα για σένα, μάνα!

Σκέψου, ούτε συγγενείς δε θυμούνται πού είχες αναπαυτεί

Κι ας σ’ είχανε βάλει με τα ίδια τους τα χέρια

Το τρεχαλιό του χρόνου έσβησε την πληγή

Χρόνια τώρα πολλά! Έτσι μου είπανε

Μα εγώ νιώθω μ’ αυτή την ερημιά και την παραξενιά,

σα να ‘ταν χθες, σα να ‘ναι σήμερα, σα να ‘ναι τώρα

Κι όλο σ’ αναζητώ στο εγκαταλειμμένο κοιμητήρι

Έστω κι αργά μαζί σου να βρεθώ

Και μες στα χέρια μου ένα κλωνί βασιλικό ίδρωσε

και μαράθει

Απ’ τον καημό, τον πικρό μου και κρυφό

Και να, κοιτώ αψηλά τα φύλλα πα στις λεύκες

Που αργοκινούνται τεμπέλικα απ’ τ’ αλαφροφύσημα τ’ αγέρα

Να σιγοτρέμει κι ο ήλιος παίζοντας με τις σκιές

Ή με κάποιο φύλλο ξεχασμένο και ξερό

Και οι θάμνοι γύρα μου πιτσιλίζουν τους δικούς τους ίσκιους

και σιγανούς ρυθμούς, που ‘μοιαζαν με ψαλμούς

Έτσι μου φάνηκε, λες και έμελλε να ‘ρθει κάποιο σημάδι

Ή ένα προμάντεμα μυστικό

Γιατί να μάθω αργά για σένα, μάνα;

Μεγάλος πια, μάνα, ωρίμασα και έδεσα καλά

Και οι ρίζες, που δεν γνώριζα, πήγαν πολύ βαθιά

Να σου ‘μοιασα, λες;

Εγώ έτσι νομίζω!

Και συνεχίζω αυτό που άφησες ατέλειωτο εσύ

Με μυστήριο τρόπο, μάνα, ήταν μες στην ψυχή μου

Βαθιά τόσο, που να μη μπορεί ποτέ να σβήσει, να πεθάνει

Όπως δεν πέθανες κι εσύ

Κι όλο μονολογώ κι όλο σ’ αναζητώ, κάπου θε να υπάρχεις  

Οι ρίζες δεν πεθαίνουν ποτέ

Να, αυτές του πλατανιού, γέρικες μα γεροδεμένες

Σκύβω και σου μιλώ με φωνή, που μόλις βγαίνει

Να, μάνα!

Σου αφήνω το βασιλικό

Είναι, ξέρεις, απ’ τον κήπο της καρδιάς μου

Και μυρίζει όπως μύριζες κι εσύ

Άνοιξη, Ανάσταση και Ζωή!

Φεύγω, μάνα, και θα ‘ρθω ξανά

Πυρωμένος είναι ο λίβας

Και τα τζιτζίκια αρχίζουν ξανά το τραγούδι

Τα μυρμήγκια γυρίζουν φορτωμένα

Κι απ’ τα λίγα δένδρα χορεύουν τα κλαριά

Εναλλασσόμενες σκιές χορεύουν μπροστά μου

Κι ανάμεσα ορθώνεται κι ακόμη μια

Με έπαρση βλέπω τη σκιά μου

Μα ήταν, μάνα, η δικιά σου σκιά!

20.11.1995 

(Από τη ποιητική Συλλογή! «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή»)