Μια εξαιρετική ανάλυση για τον Θεό στο έργο του μεγάλου ποιητή

 

Tης Βασιλικής Ρούσκα, MA Θεολογίας

Οδυσσέας Ελύτης «Εκ του πλησίον»: πορεία, αναζήτηση, προορισμός

Το ποιητικό έργο του Ελύτη «Εκ του πλησίον» είναι το τελευταίο του ποιητή το οποίο εκδόθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του (1998). Πρόκειται για ένα έργο «εξαιρετικά γόνιμο», όπως το χαρακτήρισε και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης[1]. Αυτή η γονιμότητα του έργου φαίνεται σε όλη την έκτασή του, είναι το αποτέλεσμα της πολύχρονης ποιητικής του διαδρομής. Στο έργο παρατηρούμε στοιχεία υπερρεαλισμού αλλά και στοιχεία του μοντέρνου και ακόμη περισσότερο στοιχεία του σύγχρονου. Ήδη προηγούμενα βιβλία του Ελύτη («Μαρία Νεφέλη», «Ο μικρός ναυτίλος») προμηνύουν αυτή την ποιητική εξέλιξη. Στοιχεία μεταμοντερνισμού αποτελούν στο «Εκ του πλησίον» οι στροφές, ο τρόπος παράθεσης των στίχων, η μετάβαση από το στίχο και το μέτρο στον πεζόμορφο ρυθμό, η μη αυστηρή τοποθέτηση σημείων στίξης· αυτό που όμως κάνει την ποιητική αυτή σύνθεση ακόμη πιο ιδιαίτερη είναι η ιδεολογία που απορρέει από αυτήν[2]. Είναι μια ποιητική που με μια πρώτη ανάγνωση μπορεί να φαίνεται θεματικά απρόσιτη, με εξαίρεση ίσως τους στίχους-γνωμικά που είναι ενσωματωμένα στην έκτασή της.

Το πρώτο ποίημα της ποιητικής συλλογής έχει τον ίδιο ακριβώς τίτλο που έχει και η συλλογή «ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ»[3]. Πλησίον είναι έννοια βιβλική[4] με χαρακτηριστικό παράδειγμα για την κατανόηση του πλησίον την παραβολή του καλού Σαμαρείτη[5]. Η αγάπη προς τον πλησίον υφίσταται ως θεϊκή εντολή στον χριστιανισμό, αγάπη χωρίς περιορισμούς, αγάπη προς το πρότυπο της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο που να μεταδίδεται ελεύθερα στον συνάνθρωπο[6]. Αυτή την προοπτική, μια πανανθρώπινη προοπτική, θέλει και ο Ελύτης να τονίσει σαν συνέχεια του τίτλου του πεζόμορφου πρώτου ποιήματος του βιβλίου του: «Αλλά χωρίς να χάνεις ποτέ την εικόνα του συνόλου»[7]. Ο άνθρωπος φέρει ευθύνη ατομική και συλλογική απέναντι στον κόσμο, γεγονός που δεν μπορεί να αρνηθεί «Η αφέλεια δεν δίδεται δωρεάν, σκηνοθετείται και παίζεται·», παράλληλα όμως ο ίδιος μπορεί να αποτελέσει την εξαίρεση που θα δικαιώσει την ανθρωπότητα «εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα»[8].

samaritis-small

Στο επόμενο ποίημα «ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΕΜΟΚΥΚΛΙΣΤΟΣ»[9] είναι εμφανής η αποτίμηση της ζωής από τον ποιητή ως «γλυκιάς» και η πεποίθησή του πως ο Θεός βρίσκεται παντού σαν τον άνεμο και αποκαλύπτεται μέσα από τα φυσικά στοιχεία του κόσμου[10]. Ο πρώτος στίχος του ποιήματος επαληθεύει την πεποίθηση σχετικά με την παντοδυναμία του Θεού «ΜΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗΣ οι ουράνιες δυνάμεις ανεβαίνουν», χωρίς να μηδενίζει τη σημασία του γήινου στοιχείου. Στο ίδιο ποίημα παρεμβάλλεται στίχος-ρήση «Τα πάντα εντέλει ανάγνωση επιδέχονται» εκφράζοντας ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να δοκιμάζει ερμηνείες απέναντι στους γρίφους της ζωής «Του μύρμηγκα η μυστηριώδης διαδρομή και της μελίσσης/ το βόμβισμα». Αναφορά γίνεται και στο πρόσωπο της Παναγίας «Στηθήτω μία Παρθένος κατάστικτη φιλιών η αμώμητος.», η οποία παραμένει πάντα «αμώμητος» στην ορθόδοξη συνείδηση. Η Παναγία στην ορθόδοξη λατρεία είναι το πρόσωπο που εκφράζει τη θεία και την ανθρώπινη πραγματικότητα, ούσα η ίδια άνθρωπος και παράλληλα Θεοτόκος εκπληρώνοντας δια της ελευθερίας της το μυστήριο της θείας Οικονομίας[11]. Για τον Ελύτη είναι εμφανής αυτή η οικειότητα, η σχέση του ελληνικού λαού με το πρόσωπο της Παναγίας και την αποδίδει φανερά μέσα στην ποίησή του[12], επεκτείνοντας το θρησκευτικό της στοιχείο σε «πολυσήμαντη μονάδα, ικανή να συμπεριλάβει τη διαρκή νεότητα, τη δυνατότητα υπέρβασης, τη σύμπτυξη ηθικών δυνάμεων, αλλά και φυσικών ιδιοτήτων, ακόμη και την ίδια την αγιοποίηση των αισθήσεων»[13]. Η οικειότητα με το θείο στον Ελύτη επιτυγχάνεται με την επαφή του ανθρώπου με τα απλά καθημερινά στοιχεία[14] γι’ αυτό και γράφει «Εγώ στη θέση της Παρθένου θα ’βαζα κληματόφυλλα!/ Και μιαν ιδέα ελαίας»[15]. Και παρακάτω η απλότητα ενός ναού ως σημείου αποκάλυψης του θείου: «Αλλ’ εμπρός μια χαμηλή εκκλησία μ’ έναν θεό πανύψηλο»[16].

Την αντίληψη του θείου την συλλαμβάνει ο άνθρωπος μέσω των αισθήσεών του, γι’ αυτό και ο παραινετικός στίχος «Φτάσε να συλλαμβάνεις αισθήσεις όσες και τα μουστάκια της γάτας σου»[17]. Οι αισθήσεις είναι που οδηγούν στην κατανόηση του κόσμου, των αισθητών και των υπεραισθητών πραγμάτων, στην αγιότητα αλλά και στην ανακαίνιση, το «αιέν» του κόσμου. Μια τέτοια αίσθηση μπορεί να είναι το πρώτο φιλί ή το πρώτο ποίημα «Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο ποίημα./ Κι είναι οι δυο αυτές αγριμάδες που, αν συμπέσουν και κάνουν καινούργιο φεγγάρι, μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής η/ ιστορία του κόσμου»[18]. Ένα πρώτο φιλί κρύβει την αθωότητα της νεαρής ηλικίας και η παιδική ηλικία ακόμη περισσότερο αποκαλύπτει την κατεξοχήν αθωότητα «Από τα παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα»[19]. Αν ο κόσμος κατανοηθεί μέσω των αισθήσεων μπορεί να αναγεννηθεί, να χαρίσει στον άνθρωπο «πνοή αθανασίας»[20]. Έτσι για μια ζωή που βιώνεται μέσω των αισθήσεων ο ποιητής προτείνει: «Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά, που να μη ματώνει/ ποτέ η ευλάβεια»[21] υποδηλώνοντας ίσως κατ’ αυτόν τον τρόπο πως είναι εύκολο να λοξοδρομήσει κανείς στην αλαζονεία και να χάσει την ουσία των πραγμάτων.

Η ελπίδα ως άγκυρα της ψυχής στην ποίηση του Ελύτη

 

Το επόμενο ποίημα «ΤΗΣ ΛΕΠΡΑΣ ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑ. ΣΩΡΕΥΕΙ Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΤΑΙ»[22] περιέχει στοιχεία παρμένα από τη χριστιανική πίστη. Είναι ξεκάθαρο από τον τίτλο πως το χρήμα είναι ασθένεια για τον ποιητή εξαιτίας της οποίας ο φιλάργυρος άνθρωπος γεμίζει ανυπαρξία. Για τη φιλαργυρία γνωστό είναι το χωρίο της Καινής Διαθήκης από την Α’ προς Τιμόθεον παύλεια επιστολή: «ῥίζα γάρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπό τῆς πίστεως καί ἑαυτούς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς»[23]. Είναι μια φράση παραινετική του απόστολου των εθνών προς τον ποιμένα της Εφέσου Τιμόθεο και κατ’ επέκταση προς την πιστεύουσα κοινότητα που συγκλίνει με τον τίτλο του ποιήματος νοηματικά. Η φιλαργυρία οδηγεί τον άνθρωπο σε οδύνες πολλές κατά τον απόστολο Παύλο, γεγονός που βρίσκει σύμφωνο τον ελυτικό τίτλο που θέλει την ανυπαρξία ως την μεγαλύτερη οδύνη της φιλαργυρίας. Μια απόπειρα απόδοσης της ορθόδοξης πραγματικότητας «ΛΥΠΗΡΑ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ. Και τα εκτός επίσης/ Έλλειψη έχει ως φαίνεται από ζωντανούς ο Θεός και σ’ ένα/ μοναστήρι μικρό»[24] δίνει την αίσθηση ερήμωσης, αποξένωσης του ανθρώπου από την απλότητα του πρωτογενούς χριστιανικού στοιχείου. Η απλότητα είναι η ομορφιά και πόλος έλξης του θείου για τον ποιητή που φέρει ως παράδειγμα την ομορφιά των εξωκλησιών των Κυκλάδων: «Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησίες αφθονούν και λάμπουν/ όπως τα βότσαλα. Αλλού πουθενά χριστιανοί δεν εφάνηκαν/ ποτέ τόσο ειδωλολάτρες. Και είναι με το μέρος τους ο Θεός.»[25].

hope

Η ελπίδα του ποιητή είναι φανερή: «Καθ’ οδόν βρίσκεις τον Οδυσσέα σου, και πάλι ζήτημα είναι./ Θέλει να κοιμάσαι μ’ ανοιχτά πανιά και μ’ ανεβασμένη την/ άγκυρά σου.»[26]. Τα «ανοιχτά πανιά» μπορεί να υποδηλώνουν τις αισθήσεις χάρη στις οποίες ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την εγκόσμια και την υπερκόσμια πραγματικότητα ώστε ο ίδιος να είναι σε θέση να έχει ανεβασμένη την άγκυρά του, να ελπίζει. Το σύμβολο της άγκυρας υπήρχε από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Ο απόστολος Παύλος χαρακτηριστικά αποκαλεί την ελπίδα άγκυρα της ψυχής «ἀσφαλῆ τε καί βεβαίαν»[27]. Έμμεση μνεία γίνεται σε έναν Παράδεισο ποιητικό[28] έξω από τη σχηματοποιημένη έννοια της θρησκείας, έναν Παράδεισο δίκαιο και πλήρη[29] «Εξαποθρησκευμένος ο χώρος όπου ακεραιώνεται η τελειότητα, θα μπορούσε να ονομασθεί Παράδεισος. Με την ίδια έννοια που η μεταξύ τιμονιέρη και Ικτίνου ακριβής στιγμή θα μπορούσε να ονομασθεί δικαιοσύνη.»[30], «Και η τελειότητα ένας είναι Παράδεισος που δεν εγνωρίσαμε ποτέ. Μόνο που την ιχνηλατούμε.»[31]. Αυτή η ιχνηλασία του ανθρώπου για την τελειότητα γίνεται με τις αισθήσεις των οποίων οι αμύητοι αποστερούνται «Παρά λίγα σκαλοπάτια οι κουτοί των αισθήσεων θα μπορούσαν να γεννήσουν σαν μικρό αγοράκι μιαν ολόκληρη Άνοιξη.»[32]. Η «Άνοιξη» εδώ θα μπορούσε να υποδηλώνει την αναστάσιμη άνοιξη που έφερε η γέννηση του «μικρού αγοριού», του Χριστού και παράλληλα την πρόγευση του Παραδείσου κατά τα χριστιανικά πρότυπα «Η έννοια της Ανάστασης αναπόσπαστα είναι δεμένη μέσα μου με την έννοια του Θανάτου, αλλά πολύ πίσω, εκεί, στην περιοχή τη μυστική, που είναι ο προθάλαμος της Γέννησης»[33].
Προϋπόθεση για την άσκηση ή μη των αισθήσεων και συνεπώς για την ανεύρεση ενός Παραδείσου χριστιανικού ή όχι είναι η ελευθερία «Η ελευθερία έχει δύο κοφτερές όψεις, όπως τα παλιά ξυραφάκια.»[34]. Γίνεται λόγος για την αδυναμία του ανθρώπου να διαχειριστεί την ελευθερία του. Κατά τον Ελύτη «Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε»[35], ίσως πρόκειται για κάποιο Παράδεισο που κατά τον ίδιο είχε ο άνθρωπος στην διάθεσή του και τον έχασε από δικό του σφάλμα. Η θέση αυτή του Ελύτη δεν απέχει και πολύ από τη χριστιανική. Σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία η ελευθερία του ανθρώπου είναι η δυνατότητα που αυτός έχει να επιλέγει άλλοτε το καλό και άλλοτε το κακό μέσω της εμπειρίας του, επιλογή που μπορεί να είναι επιτυχής- μπορεί και όχι[36]. Μέσω της δυνατότητας της ελευθερίας καταξιώνεται και εξελίσσεται το ανθρώπινο πρόσωπο εντός της φύσης. Χωρίς την ελευθερία, το αυτεξούσιό του, ο άνθρωπος δεν διαθέτει ύπαρξη[37]. Ο βαθμός ελευθερίας μεταξύ των ανθρώπων μπορεί να διαφέρει εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, κληρονομικών, κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών, γι’ αυτό και η ίδια δεν είναι στατική και δεδομένη αλλά διαθέτει κίνηση και αναπτύσσεται. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος της ελευθερίας του, γι’ αυτό και η όποια κατάκτησή της προϋποθέτει συνεχή και επίπονη προσπάθεια από μέρους του[38].

Η αναζήτηση της ισορροπίας και της αλήθειας στη ζωή κατά τον Ελύτη

Τη ροπή του ανθρώπου μια προς το καλό, μια προς το κακό επιβεβαιώνει ο ποιητής «Και καλό και κακό γίνεται να ’ναι το απροσδόκητο. Και το πριν μετά σαν γίνει. Ας γίνει.»[39] θυμίζοντας στον αναγνώστη ή ακροατή τους στίχους από τη Γένεση του Άξιον Εστί «-Ένα σημείο Ένα σημείο/ και σ’ αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις»[40] και παράλληλα την αξία της ισορροπίας του ανθρώπου ανάμεσα στα καλά και άσχημα της ζωής ώστε να αποτιμήσει τη ζωή του όπως λέει και ο Αντιφωνητής στη Μαρία Νεφέλη ως «Μια ζωή πλήρης εν τέλει.»[41]. Η ισορροπία δεν είναι κάτι εύκολο για τον ποιητή: «Τα πάντα προσπαθώ προς χάριν του ένα. Ποδήλατο για τρεις. Ή τρεις για τον Βορρά του ανέγγιχτου.»[42], μπορεί μάλιστα να υποδηλώνει την πεποίθησή του στην ύπαρξη του τριαδικού Θεού κατά την οποία το «ανέγγιχτο» είναι το θείο και «τρεις» είναι οι υποστάσεις του στις οποίες η ουσία είναι μία κοινή πραγματικότητα[43] («ένα Ποδήλατο»).

balance

Είναι φανερός ο εξομολογητικός τόνος που διακατέχει το ποιητικό υποκείμενο «Κάποτε νιώθω να ’μαι ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν γνώρισα/ ποτέ.»[44]. Για τον νομπελίστα ποιητή « (…) η Ποίηση είναι μια απλή εξομολόγηση, έβλεπα ν’ αλλάζει ο ορίζοντας κι ολόκληρο το τοπίο, ακριβώς όπως από την κορυφή ενός νησιού στα δικά μας μέρη όπου, άξαφνα, οι γνώριμες προεξοχές της στεριάς αλλάζουνε σχήμα, σου αποκαλύπτονται ανυποψίαστοι όρμοι και κάβοι, μακρινές ράχες άλλων νησιών, ένας καινούργιος, πιο πλατύς και πιο πλούσιος στην ποικιλομορφία του κόσμος. Κι η κρησάρα της συνείδησης ν’ απορρίπτει, όσο που μια μέρα να νιώσεις τον εαυτό σου καθαρό και διάφανο, τέτοιον που όλες οι μυστικές σου ροπές τον θέλανε, και που όλες οι συνθήκες γύρω σου συνωμοτούσαν να τον παραλλάξουν. Τόσο δύσκολο, ν’ αφήσεις την εποχή σου να σε σφραγίσει, χωρίς να σε παραχαράξει.»[45].
Οι στίχοι στο «Εκ του πλησίον» έργο αφορούν τη ζωή και την αξία της μέσα από την αλήθεια των πραγμάτων «Ωμές τρώνε τις αλήθειες οι άνθρωποι»[46]. Την αλήθεια στα πράγματα αναζητούσε και ο Ελύτης μέσα από την ποιητική γραφή του: «Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα μόνον μεσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.»[47], μάλιστα ο ίδιος δεν θα ήθελε «για τίποτα στον κόσμο μιαν αλήθεια κατεψυγμένη»[48]. Ο άνθρωπος ενέχει μια προοπτική «Όπως και να το κάνεις, ένα κομμάτι “πάντοτε” στον άνθρωπο θα υπάρχει»[49], είναι η προοπτική του «ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΙΕΝ»[50] μέσα από τις δυσκολίες της ζωής «Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε περάσει!»[51]. Αυτή η προοπτική εμφανίζεται και στη χριστιανική πίστη, όπου η κτιστή φύση του ανθρώπου είναι και η χρονικότητά του που μπορεί να νιώσει κάποιες φορές την εισβολή της αιωνιότητας μέσα του από τον άκτιστο Θεό, την «άχρονη αιωνιότητα»[52]. Είναι φανερό πως η αξία της γέννησης των πραγμάτων στη ζωή εκ του μη όντος ενδιέφερε τον ποιητή «Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα αισθήματα, και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι. Το εκ του μη όντος ον λογαριάζει.», πολύ περισσότερο ο ίδιος γράφει στα Ανοιχτά Χαρτιά: «Μ’ ενδιέφερε το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων μεσ’ απ’ το βάφτισμά τους στο αναγάλλιασμα εκείνο της ψυχής που είναι ο φθόγγος. Η λέξη που λειαίνεται, όπως η πέτρα, στα χείλη του λαού· στα χείλη και στα δόντια, κάτι ολόιδιο μ’ αυτό που σε παρορμά να πολεμάς ή να ερωτεύεσαι έτσι κι όχι αλλιώς. Εσύ και ο άνθρωπος της ομάδας όπου ανήκεις. Όλοι. Πιστοί, θέλοντας και μη, σ’ αυτά τα δέντρα, σ’ αυτά τα κύματα, σ’ αυτό το φως, σ’ αυτή την ιστορία.»[53]. Η εκ του μη όντος δημιουργία είναι κεντρικό θέμα της δογματικής σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχε τίποτα ως ύλη ή ουσία πριν τα δημιουργήσει όλα ο Θεός και κάθε δημιούργημά Του είναι ετερούσιο και ανόμοιό Του και συνεπώς κτιστό[54].

Η θεογνωσία ως απόρροια των αισθήσεων στον Ελύτη

Ο τίτλος «ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΤΡΙΤΗΣ»[55] που χρησιμοποιεί ο ποιητής μπορεί να θέλει να δηλώσει την αντίθεση της «μικρής Τρίτης» σε σχέση με τη Μεγάλη Τρίτη της Μεγάλης Εβδομάδας της Ορθοδοξίας. Ίσως κάθε μέρα να θεωρείται από τον ποιητή ως «μικρή» σε σχέση με τις ημέρες της εβδομάδας των Παθών. Μέσα από τους στίχους του ποιήματος διαφαίνεται η πίστη στο θαύμα «Το θαύμα είναι πάντοτε μονογενές»[56], που κατά τον Ελύτη συλλαμβάνεται από τον άνθρωπο δια των αισθήσεών του, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο ίδιος σε θέση να παράγει θαύματα: «Και τι υψηλότερο για τον άνθρωπο από το να γίνεται παραγωγός θαυμάτων, τι θαυμαστότερο αυτός, ο υποκείμενος στο θάνατο, απ’ το αντικείμενο της αγάπης του να εξοβελίζει για πάντα καθετί υποκείμενο στο θάνατο, να γίνεται κτήτορας του κάτοπτρου μιας άλλης- που ίσως είναι και η δική του- αθανασίας;»[57]. Το θαύμα στη θεολογία νοείται εντός της ιστορίας και δεν έχει να κάνει με κάποιο «θαυμαστό γεγονός»[58], είναι μια ενεργειακή σχέση μεταξύ κτιστού-ακτίστου που αναπτύσσεται[59], θαύμα είναι η ίδια η ζωή[60]. Θαύμα για τον Ελύτη είναι και ο έρωτας «Γιατί και ο έρως μια θαυματουργία είναι.»[61], είναι η μεταμορφωτική δύναμη του κόσμου και πάντα σε σχέση με τις ανθρώπινες αισθήσεις[62]. Και η δημιουργία των κτιστών όντων κατά Μάξιμο Ομολογητή, η εξέλιξη και τελείωσή τους είναι ερωτική[63]. Πρόκειται για ακόμη ένα σημείο όπου ελυτική σκέψη και θεολογία συγκλίνουν.

theognosia

Στο επόμενο ποίημα «ΟΣΟ ΠΙΟ ΤΑΧΥΝΕΤΑΙ Η ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΙΚΡΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟ ΣΥΝΟΛΟ»[64] φανερό είναι το στοιχείο του χρόνου: «ποτέ», «Θα περάσουν χρόνοι πολλοί», «Μια μέρα», «Τρίτη θα γίνει και Τετάρτη», «Και η κάθε στιγμή», «Αργότερα», «Λίγο ακόμη», «Του ποτέ», «Και στον ενεστώτα του αρέσει να ξενοπλαγιάζει ο έρωτας και στον παρακείμενο.», «Θέλει τουφέκι ο χρόνος, αν επιθυμεί να γίνεις μια σκέτη ανάμνηση.». Εκτός από την αίσθηση του χρόνου που είναι διάχυτη, προβάλλεται και η σχέση του ανθρώπου με την κτίση αλλά και με το άκτιστο «Ένα ρω που τρως και σου εμφανίζεται άγιος.»[65]. Παρατηρούμε πως για τον Ελύτη όπως και για τη θεολογία η αγιότητα δεν συνεπάγεται την αναμαρτησία, αλλά προϋποθέτει την επίγνωση της αμαρτωλότητας από τον ίδιο τον άνθρωπο για τον εαυτό του[66]. Με τον στίχο αυτό του Ελύτη αντιλαμβάνεται κανείς πως για εκείνον η αγιότητα μπορεί να είναι κομμάτι της καθημερινότητας κι όχι στοιχείο ξένο και απρόσιτο· σε έναν στίχο αποκαλύπτεται θεολογία, με απλό και σαφή τρόπο.
Η αξία των αισθήσεων επανέρχεται στο ποιητικό προσκήνιο «Από τις μαγνητικές ιδιότητες που ακτινοβολεί ωσάν ήλεκτρον η αγάπη κι επιλέγει κομμάτια ύλης που είναι στερεοποιημένες αισθήσεις για να ζήσει: αν όχι με το δοσμένο απλώς αλλά με το φωτάκι που ανάβει στην άκρη των δαχτύλων μας κάθε φορά που χτυπάμε πλήκτρα για να ’ρθουμε σε επαφή με τη γνωριμία ενός βαθύτερου κόσμου»[67]. Ο βαθύτερος κόσμος είναι ο ανθρώπινος προορισμός που μπορεί να είναι ο Παράδεισος ή η απλή ευτυχία που αναζητά στην καθημερινότητά του ο άνθρωπος «Στον αγώνα της μικρής ευτυχίας ευδοκιμούν κατεξοχήν οι μετεξεταστέοι.»[68]. Σε αυτόν τον αγώνα το κλειδί είναι το ανθρώπινο πείσμα «Το πείσμα είναι υγεία. Είναι μια πρωινή γυμναστική που πρέπει να την κάνουμε κάθε μέρα εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας με το ζωντανό μέρος των πραγμάτων.»[69]. Είναι μια συνεχής επίπονη προσπάθεια η ανεύρεση -έστω- και μιας ευτυχίας εφήμερης. Παραινετικοί οι στίχοι για τη σημασία της φαντασίας «Έχε το νου σου μην και χαθεί το δοχείο της φαντασίας σου. Δεν θα σου μείνει μήτε Αϊνστάιν μήτε άγιος Χαράλαμπος.»[70]. Γνωστή είναι η φράση του φυσικού Άλμπερτ Αϊνστάιν «Είμαι αρκετά καλλιτέχνης για να μπορώ να ζωγραφίζω ελεύθερα στην φαντασία μου. Η φαντασία είναι πιο σημαντική από την γνώση. Η γνώση είναι περιορισμένη. Η φαντασία περικυκλώνει τον κόσμο.». Σύμφωνα με τον φυσικό η γνώση περιορίζει τις δυνατότητες του ανθρώπου εν αντιθέσει με τη φαντασία η οποία διευρύνει τους ορίζοντές του διότι αυτή δεν έχει όρια. Η αναφορά στον άγιο Χαράλαμπο γίνεται μάλλον επαγωγικά, από έναν συγκεκριμένο άγιο ο στίχος περνάει νοηματικά σε κάτι πιο γενικό θεολογικά. Η θεογνωσία, η γνώση του ακτίστου επιτυγχάνεται με τις αισθήσεις όπως αναφέρεται και παραπάνω αλλά και με τη φαντασία[71]. Με τη φαντασία, την ισχνή θεωρία και την επίνοια είναι δυνατόν ο άνθρωπος να κατανοήσει τη διάκριση των προσώπων της Αγίας Τριάδας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την κατά φύσιν ενέργεια της φαντασίας μέσα στον άνθρωπο όπου λειτουργεί το Άγιο Πνεύμα με αποκορύφωμα αυτής της κίνησης τη θεογνωσία[72]. Για τον Ελύτη η ποίηση είναι «η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό που είναι ο Λόγος και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός»[73] και η ποίηση αυτή έρχεται ως η πραγμάτωση της φαντασίας του[74]: «Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία/ Όπως μπορεί και να την φαντάσθηκαν οι πρωτόπλαστοι/ Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.»[75].

 

Βιβλιογραφία

 
[1] Βλ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Οδυσσέας Ελύτης, μελετήματα, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 154.
[2] Βλ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Οδυσσέας Ελύτης, μελετήματα, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 154-155.
[3] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 7.
[4] Λευ 19, 18, Rahlfs-Hanhart, Septuaginta, Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart 22006. Μτ 5, 43 και Λκ 6, 27, Nestle-Aland, Novum Testamentum Graece, Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart 2001.
[5] Λκ 10, 29-37, Nestle-Aland, Novum Testamentum Graece, Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart 2001. Πρβλ. E. Lohse, Επίτομη Θεολογία της Καινής Διαθήκης, μτφ. Σ. Αγουρίδης, Άρτος Ζωής, Αθήνα 52010, σ. 47.
[6] E. Lohse, Επίτομη Θεολογία της Καινής Διαθήκης, μτφ. Σ. Αγουρίδης, Άρτος Ζωής, Αθήνα 52010, σ. 47-48.
[7] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 7.
[8] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 7.
[9] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 9.
[10] Βλ. Ι. Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη ομορφιά, Δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, ύψιλον/βιβλία,, Αθήνα 2014, σ. 36.
[11] Βλ. Χρ. Σταμούλης, Άσκηση αυτοσυνειδησίας, Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 100-101.
[12] Βλ. Ι. Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη ομορφιά, Δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, ύψιλον/βιβλία,, Αθήνα 2014, σ. 193.
[13] Ι. Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη ομορφιά, Δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, ύψιλον/βιβλία,, Αθήνα 2014, σ. 40.
[14] Βλ. Ι. Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη ομορφιά, Δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, ύψιλον/βιβλία,, Αθήνα 2014, σ. 187.
[15] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 10.
[16] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 13
[17] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 11.
[18] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 16.
[19] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 13.
[20] Ι. Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη ομορφιά, Δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, ύψιλον/βιβλία,, Αθήνα 2014, σ. 187. Για την αναγέννηση του κόσμου μέσω μιας αίσθησης-ανάμνησης βλ. και Ι. Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη ομορφιά, Δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, ύψιλον/βιβλία,, Αθήνα 2014, σ. 209-210.
[21] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 15.
[22] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 19.
[23] Α Τιμ 6, 10.
[24] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 19.
[25] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 21.
[26] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 20.
[27] Εβρ 6, 18-19, Nestle-Aland, Novum Testamentum Graece, Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart 2001.
[28] Για την έννοια του Παραδείσου για τον Ελύτη βλ. Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 72009, σ. 43: «Αν υπάρχει, συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας διαφορετικός, προσωπικός Παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρέπει να ’ναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τ’ ασημώνει ο άνεμος καθώς λεύκες, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους είχε αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα και μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά, και να λεν «έρωτας», «έρωτας», «έρωτας»…».
[29] Ι. Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη ομορφιά, Δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, ύψιλον/βιβλία,, Αθήνα 2014, σ. 188.
[30] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 20.
[31] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 38.
[32] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 21.
[33] Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 72009, σ. 30.
[34] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 22.
[35] Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 72009, σ. 43.
[36] Βλ. Χρ. Σταμούλης, Έρως και θάνατος, Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 243. Βλ. και Ν. Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 32009, σ. 59.
[37] Βλ. Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 369.
[38] Βλ. Ν. Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 32009, σ. 60-61.
[39] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 28.
[40] Οδ. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, Αθήνα 212011, σ. 20.
[41] Οδ. Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος, Αθήνα 102008, σ. 68.
[42] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 28.
[43] Βλ. Ν. Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία Β, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 90-91.
[44] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 27.
[45] Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 72009, σ. 441-442.
[46] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 31.
[47] Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 72009, σ. 18.
[48] Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 72009, σ. 18.
[49] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 32.
[50] Οδ. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, Αθήνα 212011, σ. 70.
[51] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 33.
[52] Βλ. Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Θεολογία, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 148.
[53] Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 72009, σ. 441.
[54] Βλ. Ν. Ματσούκας, Ο Σατανάς, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 42.
[55] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 45.
[56] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 48.
[57] Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, (7)2009, σ. 326.
[58] Ν. Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία Β, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 160.
[59] Βλ. Ν. Ματσούκας, Ο Σατανάς, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 180.
[60] Βλ. Ν. Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία Β, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 160.
[61] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 61.
[62] Βλ. Ανδρέας Μάνος, Φωτεινότης και διαφάνεια-το εδώ και το επέκεινα στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργος Δάρδανος, Αθήνα 1998, σ. 37.
[63] Βλ. Ν. Ματσούκας, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σ. 128-129.
[64] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 53 εξ.
[65] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 58.
[66] Βλ. Χρ. Σταμούλης, Έρως και θάνατος, Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 243. Βλ. και Ν. Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη (3)2009, σ. 81.
[67] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 68.
[68] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 70.
[69] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 70.
[70] Οδ. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 71.
[71] Βλ. Χρ. Σταμούλης, Κάλλος το άγιον, Ακρίτας, Αθήνα (4)2010, σ. 184.
[72] Βλ. Χρ. Σταμούλης, Κάλλος το άγιον, Ακρίτας, Αθήνα (4)2010, σ. 194.
[73] Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, (7)2009, σ. 42.
[74] Βλ. Ι. Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη ομορφιά, Δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, ύψιλον/βιβλία,, Αθήνα 2014, σ. 22.
[75] Οδ. Ελύτης, Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, Αθήνα (5)2004, σ. 27.

 

Πηγή