Του Μάριου Ευρυβιάδη

Αυτό το συμπέρασμα έβγαλα από τη συνομιλία μας που άρχισε από την παρούσα μας κατάσταση, συνεχίστηκε με το Κυπριακό και επεκτάθηκε μέχρι την τέχνη: Στον πρώτο όροφο του σπιτιού μας έχει πυρκαγιά. Παντού υπάρχουν φλόγες. Και εμείς στο δεύτερο όροφο συζητάμε αν ο Πικασό ήταν καλός ή κακός ζωγράφος. Είχα μια παρόμοια άποψη πριν δώδεκα χρόνια όταν άρχιζα να εκδίδω την εφημερίδα. Και προσπαθούσα να το εξηγήσω σε όλους αυτό. Δεν ωφελεί σε τίποτα να φτιάχνονται τα σπασμένα παράθυρα ενός σπιτιού που έχει σάπια θεμέλια. Πρέπει να γκρεμιστεί αυτό το σπίτι και να φτιαχτεί από την αρχή.

Δεν μπορώ να ξέρω πόσο με κατάλαβε ο αγαπητός μου φίλος. Είναι ποιητής και συγγραφέας εκείνος. Διοργανώνει βραδιές ποίησης. Συμμετέχει σε δικοινοτικές εκδηλώσεις. Πηγαίνει σε εκθέσεις. Δεν γράφει άρθρα στις εφημερίδες εκφράζοντας τις πολιτικές του απόψεις. Δεν ξέρω ούτε και πόσο αποτελούν πρόβλημα γιΆ αυτόν τα θέματα που εγώ θεωρώ ουσιαστικό πρόβλημα.

Ιδού, αυτή είναι η τελευταία φωτογραφία της κοινότητάς μας. Με το πιστόλι στον κρόταφο. Ή εν μέσω διασταυρούμενων πυρών. Δεν πρέπει απεγνωσμένα να κάνει κάτι για σωτηρία; Μια τελευταία κίνηση. Δεν την κάνει. Τι κάνει; Τραγουδάει. Χορεύει. Διοργανώνει πανηγύρια. Συζητά για το φεμινισμό και την ομοφυλοφιλία. Γράφει επιστημονικά άρθρα που δεν σκιάζουν την ακαδημαϊκή του καριέρα. Και κάνει σχέδια σαν να είναι όλα φυσιολογικά και να βαίνουν καλώς. Δεν νιώθει την κρύα κάννη του όπλου που είναι ακουμπισμένο στον κρόταφό του ή τη ζέστη της φωτιάς που υπάρχει γύρω του.

Έχει βεβαίως βαρύ τίμημα η αποδοχή ότι όλα είναι φυσιολογικά σε αυτή τη μη φυσιολογική ζωή που ο κίνδυνος βρίσκεται έξω από την πόρτα μας. Όλα αυτά μου θυμίζουν εκείνην την τρομερή ταινία, το «Underground» του Εμίρ Κουστούριτσα. Έζησαν, λέει, είκοσι χρόνια υπογείως όταν οι ναζί είχαν καταλάβει τη Γιουγκοσλαβία. Δεν αντιλήφθηκαν καν ότι ηττήθηκε η φασιστική Γερμανία και ότι οι ναζί αποσύρθηκαν και έφυγαν από τη χώρα. Όταν βγήκαν από το υπόγειο μετά από είκοσι χρόνια, ο νεαρός που είδε για πρώτη φορά το φεγγάρι στον ουρανό είπε στον πατέρα του: «Κοίτα πατέρα, νά ο ήλιος». Ο πατέρας του τον διόρθωσε: «Δεν είναι ο ήλιος γιε μου, το φεγγάρι είναι». Ύστερα βρήκαν μια ταινία. Πλησίασαν έρποντας. Οι ναζί ετοιμάζονταν να εκτελέσουν μια ομάδα πατριωτών. Ήταν, λέει, μια πολεμική ταινία. Αυτοί, όμως, δεν το κατάλαβαν. Νόμισαν πως επρόκειτο για την πραγματικότητα. Και με τα όπλα που κρατούσαν έριξαν ριπές κατά των καλλιτεχνών που φορούσαν τις στολές των ναζί.

Έχουμε και εμείς εδώ μια «υπόγεια» ζωή. Όμως, είμαστε στην επιφάνεια της γης. Μας υποβάλλουν συνεχώς ότι η ζωή αυτή, οι συνθήκες αυτές είναι φυσιολογικές. Και αυτή η περίοδος διήρκεσε τόσο πολύ που συνηθίσαμε στο τέλος ότι όλα τα αφύσικα πράγματα είναι φυσιολογικά. Δεν νομίζουμε ότι το φεγγάρι είναι ο ήλιος, αλλά θεωρούμε πως η Μόρφου είναι Γκιουζέλγιουρτ, η Γιαλούσα Ερένκιοϊ και ο Καραβάς 'Αλσαντζακ. Ο κατακτητής έγινε, λέει, ελευθερωτής και εκείνοι που ήρθαν από το εξωτερικό μετατράπηκαν σε Κύπριους όταν εμείς βγήκαμε από το υπόγειο. Δουλειά σπίτι. Σπίτι δουλειά. Κάποτε κάνουμε και καμιά επίσκεψη ή βγαίνουμε ομαδικά για φαγητό. Η Κύπρος δεν είναι η πατρίδα κανενός. Μόνο το σπίτι τους βρίσκεται στην Κύπρο. Δεν ενδιαφέρει κανέναν πια τι συμβαίνει έξω από αυτό. Δεν κοιτάζει έξω όσο κοιτάει το σπίτι του. ΓιΆ αυτόν σημαντική είναι η καθαριότητα του σπιτιού, όχι του χώρου έξω από αυτό. Δεν περιμένει τίποτα. Ούτε από τις συνομιλίες για το Κυπριακό. Ούτε από τη διοίκηση που έβαλε πάνω στο κεφάλι του. 'Αλλωστε δεν βάζει κανέναν πάνω στο κεφάλι του επειδή ελπίζει κάτι απΆ αυτόν. Πάει στην κάλπη για να τιμωρήσει αυτούς που βρίσκονται πάνω στο κεφάλι του τη στιγμή εκείνη. Ζει. Ζει επειδή δεν έχει πεθάνει ακόμη.

ΠΟΛΙΤΗΣ – 11/06/2009