Τα πολεμικά γεγονότα από τις 14 Αυγούστου ως την παράδοση των Τρικούπη-Διγενή στον Κεμάλ- Η ελληνική υποχώρηση- Τα αίτια της στρατιωτικής ελληνικής ήττας
Του Μιχάλη Στούκα
Ο Π. Παναγάκος, Ταγματάρχης τον Αύγουστο του 1922 υπηρετούσε ως επιτελής του Αρχιστράτηγου Χατζανέστη και με την εκδήλωση της τουρκικής επίθεσης στις 13 Αυγούστου 1922, στάλθηκε στο μέτωπο ως σύνδεσμος του Αρχιστράτηγου.
14-15 Αυγούστου 1922
Από το πρωί της 14ης Αυγούστου, επαναλήφθηκαν οι σφοδρές και βίαιες επιθέσεις των Τούρκων, οι οποίοι ενισχύονταν συνεχώς και καλύπτονταν από ισχυρές δυνάμεις Πυροβολικού.
Από τις 9.30 π.μ. οι μονάδες της IV Μεραρχίας άρχισαν να κάμπτονται και από τις 10 π.μ., η Μεραρχία ξεκίνησε τη σύμπτυξη – υποχώρησή της.
Ο Στρατηγός Τρικούπης, μόνο τότε έκανε αυτό που όφειλε να είχε πράξει το προηγούμενο βράδυ. Στις 10 π.μ. εξέδωσε την ακόλουθη διαταγή:
«Κατόπιν διασπάσεως Τομέως IV Μεραρχίας, Α’ Σώμα Στρατού θα συμπτυχθεί εις την γραμμήν Ταζλέρ, Υψώματα Ντουζ-Αγάτς, Κούμαρι, Αϊβαλί, Μπαλ Μαχμούτ, Κιουπρουλού, Μπουγιούκ-Τζορτζά.
Η IV Μεραρχία εις υψώματα Κιουπρουλού, η I μεταξύ VII και XII. Αι Μεραρχίαι να κινηθώσιν εν στενώ συνδέσμω, κανονιζομένης της κινήσεώς των επί της IV Μεραρχίας».
Ένα απρόβλεπτο, και απίστευτο γεγονός, «το οποίον έσχε βαρύτητας συνεπείας επί της όλης Μικρασιατικής εκστρατείας έλαβε χώραν κατά τας κρισίμους εκείνους στιγμάς. Καθ’ ην ώραν ο Στρατηγός Τρικούπης εξέδιδε την περί συμπτύξεως των Μεραρχιών του διαταγήν, ο μοναδικός ασύρματος του Α’ Σώματος Στρατού αποσυνδεθείς εφορτώθη επί Σιδηρ. Συρμού, ετοίμου προς αναχώρησιν, και μετεφέρθη εις το Εσκί-Σεχίρ.
Το φοβερόν τούτο γεγονός δεν απεκαλύφθη μέχρι σήμερον εις τίνος την πρωτοβουλίαν οφείλετο. Μαρτυρεί όμως, ότι η Υπηρεσία εις το Επιτελείον του Α’ Σώματος Στρατού δεν ελειτούργει ομαλώς κατά τας ώρας εκείνας» (Π. Παναγάκος).
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η περί συμπτύξεως διαταγή του Τρικούπη να σταλεί προς τις μεραρχίες του και το Β’ Σώμα Στρατού μέσω αξιωματικών.
Οι IV, V και XII Μεραρχίες έλαβαν εγκαίρως τη διαταγή. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε με την I. Μεραρχία, ο διοικητής της οποίας Υποστράτηγος Φράγκου, στον οποίο υπαγόταν και η VII Μεραρχία, συνέχισε να μάχεται ως ανεξάρτητος διοικητής δύο μεραρχιών, που αποκαλούνταν «Ομάδα Μεραρχιών Φράγκου».
Ο Χατζανέστης, ο οποίος στις 23.30 της 13ης Αυγούστου 1922 διέταξε την εκδήλωση αντεπίθεσης που τελικά έμεινε στα χαρτιά, πληροφορήθηκε τη διαταγή του Τρικούπη, 5 ώρες αργότερα στις 15.00 της 14ης Αυγούστου. Όμως δεν είχε καμία ενημέρωση για την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι, I, IV και VII Μεραρχίες.
Ο Π. Παναγάκος, καταλογίζει στον Ν. Τρικούπη την ευθύνη για το γεγονός ότι δεν διέταξε, με δική του πρωτοβουλία την εσπευσμένη σύμπτυξη των μονάδων του προς την οχυρή τοποθεσία του Τουμλού-Μπουνάρ, αναφέροντάς το στον Αρχιστράτηγο και ενημερώνοντας ταυτόχρονα το Β’ Σώμα Στρατού.
Η μη ενημέρωση του Χατζανέστη από τον Τρικούπη, είχε σαν αποτέλεσμα ο τελευταίος να μείνει δέσμιος της αρχικής διαταγής του τελευταίου για αντεπίθεση και υποχώρηση βήμα-βήμα προς το Τουμλού-Μπουνάρ. Οι άνδρες των μεραρχιών του Τρικούπη, ήταν εξαντλημένοι και δεν είχαν τον χρόνο να ξεκουραστούν και να προετοιμαστούν επαρκώς όταν έφτασαν στις νέες θέσεις τους. Αγωνίστηκαν ηρωικά επί δύο ημέρες, όμως η απόπειρα απόκρουσης του εχθρού επί των χαρακωμάτων αντί της τακτικής της ελαστικής άμυνας, είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσουν οι πρώτες διαρροές ανδρών το απόγευμα της 14ης Αυγούστου.
Τις επόμενες μέρες διάσπαρτα τμήματα οπλιτών, δίχως συνοχή, «επεζήτησαν να σωθούν, φεύγοντα δι’ ορεινών εδαφών προς Σμύρνην, χωρίς να εκτιμήσουν ούτε την απόστασιν, ην όφειλαν να διανύσουν, ούτε την εχθρικήν χώραν, δι’ης θα διήρχοντο», γράφει ο Π.Παναγάκος και συνεχίζει: «Ολίγον περαιτέρω συνήντησα έφιππον ομάδα 150 φυγάδων… Η όλη εμφάνισίς των μοι ήτο ειδεχθής και αποκρουστική. Έτι περαιτέρω συνήντησα φάλαγγα 200 τραυματιών, μεταφερομένων δια κτηνών Πυροβολικού επίσης, τους οποίους κατά κυριολεξίαν είχον φορτώσει και προσδώσει επ’ αυτών ευσυνείδητοι και στοργικοί βαθμοφόροι των… η δε εικών, ην ενεφάνιζεν η φάλαγξ εκείνη των τραυματιών, ήτο συγκλονιστικώς δραματική».
Σύμφωνα με τον Δρα Ι. Σ. Παπαφλωράτο, οι IX και XIII. Μεραρχίες του Β’ Σώματος Στρατού άρχισαν να συμπτύσσονται από το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου, αποκρούοντας ασθενείς επιθέσεις του εχθρού. Το βράδυ εκείνης της ημέρας, εγκαταστάθηκαν στη γραμμή Εϊρέτ-Μπελεμίτζα.
Η κίνηση των μονάδων αυτών έγινε εφικτή, αν και ο Σωματάρχης είχε ενημερώσει τον Αρχιστράτηγο ότι δεν μπορεί να αντεπιτεθεί πριν τις πρωινές ώρες της 16ης Αυγούστου. Το επόμενο διάστημα, η «Ομάδα Μεραρχιών Τρικούπη», βρέθηκε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, καθώς δεν επιχείρησε την ταχεία αναδίπλωση την 15η ή την 16η Αυγούστου. Αντίθετα, τα τμήματά της υποχώρησαν με βραδύτητα, καταλαμβάνοντας νέες θέσεις τις οποίες όμως δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν.
Οι Τούρκοι διατηρούσαν επαφή με τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα και δεν τους άφηναν περιθώρια για ανάπαυση και ανασυγκρότηση. Οι ελληνικές δυνάμεις παρ’ όλα αυτά, πολέμησαν με ηρωισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι έκαναν ακόμα και αντεπιθέσεις για την ανακατάληψη εδαφών που είχαν χαθεί.
Η απώλεια του ασυρμάτου που αναφέραμε παραπάνω, ήταν καθοριστική. Ο Χατζανέστης μην έχοντας σαφή εικόνα της κατάστασης, έδινε ανεφάρμοστες διαταγές.
Ο Τρικούπης, φοβούμενος τον Αρχιστράτηγο, δεν έλαβε καμία πρωτοβουλία. Τελικά, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, έθεσε και το Β’ Σώμα Στρατού υπό τις διαταγές του Τρικούπη, καθώς θεωρούσε ότι αυτός έχει σαφέστερη εικόνα της επίθεσης των κεμαλικών. Μετά από αιφνιδιαστική τουρκική επίθεση, η IV Μεραρχία διαλύθηκε και οι περισσότεροι άνδρες της τράπηκαν σε φυγή προς το Τουμλού-Μπουνάρ.
Η συνοχή της Μεραρχίας είχε χαθεί. Ο διοικητής της, Υποστράτηγος Δημαράς κατόρθωσε να «συγκρατήσει» ελάχιστους από τους άνδρες του και τους κατεύθυνε προς τον βορρά.
Στο μεταξύ, η I και η VII Μεραρχία έχασαν κάθε επαφή με τις δυνάμεις του Τρικούπη, ενώ δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν ούτε την «Ομάδα Φράγκου» που διέθετε ασύρματο, η οποία έφθασε στο Τουμλού-Μπουνάρ στις 16 Αυγούστου. Όμως, το μεσημέρι εκείνης της μέρας έχασε κάθε επικοινωνία, τόσο με τη διοίκηση της Στρατιάς όσο και με την «Ομάδα Τρικούπη». Οι παρεμβολές που έκαναν οι Τούρκοι με δικούς τους ασυρμάτους, τους οποίους είχαν εγκαταστήσει σε κοντινές τοποθεσίες, οδήγησαν σε πλήρη απομόνωση τον Τρικούπη.
Παρά τη σύγχυση που επικρατούσε στις ελληνικές δυνάμεις, υπήρξαν και επιτυχίες απέναντι στα τουρκικά τμήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η καταστροφή της II Τουρκικής Μεραρχίας Ιππικού από το πυροβολικό της IX Μεραρχίας. Ήταν όμως μία από τις σπάνιες περιπτώσεις. Η ταχεία και αδικαιολόγητη σύμπτυξη των I και VII Μεραρχιών και των υπολειμμάτων της IV Μεραρχίας προς το Τουμλού Μπουνάρ, την ίδια ώρα που η κίνηση των άλλων μονάδων προς αυτό γινόταν με αργούς ρυθμούς, δημιούργησε ένα ρήγμα 25 χιλιομέτρων. Σ’ αυτό διείσδυσαν οι κεμαλικές δυνάμεις και χώρισαν οριστικά τα δύο ελληνικά Σώματα Στρατού.
Το πρώτο ήταν η «Ομάδα Τρικούπη», που την αποτελούσαν οι V, IX, XII και XII Μεραρχίες, τα υπολείμματα της IV Μεραρχίας που είχαν κινηθεί προς τον βορρά μετά το Κιοπρουλού (υπό τον Υποστράτηγο Δημαρά), καθώς και τα στρατηγεία και οι σχηματισμοί των δύο Σωμάτων Στρατού.
Η «Ομάδα Τρικούπη» είχε συνολική δύναμη περίπου 50.000 άνδρες με 158 πυροβόλα. Το δεύτερο ήταν η «Ομάδα Φράγκου» την οποία αποτελούσαν οι Ι και VII Μεραρχίες, τα υπολείμματα της IV Μεραρχίας (απόσπασμα Πλαστήρα), 2 Τάγματα της ΧΙΙ Μεραρχίας καθώς και η ΙΙ Μεραρχία η οποία ήταν εγκατεστημένη στο Μπανάζ. Η «Ομάδα Φράγκου» αποτελούνταν από περίπου 47.000 άνδρες οι οποίοι διέθεταν 126 πυροβόλα.
Η θέση του Τρικούπη ήταν δεινή. Οι άνδρες του ήταν εξαντλημένοι και ο ίδιος αγνοούσε πού βρίσκονται δύο μεραρχίες του (η Ι και η VII). Θα μπορούσαν να διασωθούν αν εκδηλωνόταν η αντεπίθεση που είχε διατάξει ο Φράγκου κάτι που θα ανέτρεπε τελείως την έκβαση των γεγονότων. Όμως το 4ο Σύνταγμα Πεζικού και το 1/38 Ευζώνων εγκατέλειψαν τις οχυρές τοποθεσίες που κατείχαν όταν δέχθηκαν, όχι ιδιαίτερα ισχυρή, εχθρική επίθεση.
Έτσι, ο Φράγκου αναγκάστηκε να ματαιώσει την αντεπίθεση και διέταξε εκ νέου σύμπτυξη των δυνάμεών του πέρα από το Τουμλού-Μπουνάρ. Αυτό ήταν ολέθριο για την «Ομάδα Τρικούπη» καθώς ήταν αναγκασμένη να υποχωρήσει μέσα από τον ορεινό όγκο Μουράτ Νταγ, εγκαταλείποντας όλο το τροχαίο υλικό της.
16 Αυγούστου 1922 – Η μάχη του Ιλμπιλάκ-Χαμούρκιοϊ
Η 16η Αυγούστου του 1922 ήταν κομβική ημέρα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η ΧΙΙ Μεραρχία πριν να ξεκινήσει, δέχθηκε σφοδρή εχθρική επίθεση που επεκτάθηκε από τις 6.00 π.μ. σε μέτωπο 25 χλμ. Στις συγκρούσεις σύντομα ενεπλάκησαν και οι υπόλοιπες ελληνικές μεραρχίες. Η μάχη που δόθηκε στις 16 Αυγούστου, γνωστή ως «μάχη του Ιλμπιλάκ-Χαμούρκιοϊ», έκρινε οριστικά την έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας. Η Α’ Ανακριτική Επιτροπή Δωσιλόγων γράφει τα εξής στην έκθεσή της για τις μάχες της «Ομάδας Τρικούπη» στις 16/8/1922.
«Η ΧΙΙ Μεραρχία βοηθούμενη και υπό της V, διεξήγαγε σκληρότατον αγώνα εις Ιλμπιλάκ. Την 13ην ώραν το δεξιόν αυτής εκλονίσθη. Τμήματα δε της V Μεραρχίας, καμφθέντα, υπεχώρησαν και διελύθησαν. Την 14.30’ ώραν ο Δοιηκητής της ΧΙΙ Μεραρχίας υπέβαλεν εις τον Τρικούπην το κάτωθι Δελτίον:
«Ολόκληρον το Μέτωπον της Μεραρχίας πιέζεται σφοδρώς, ιδία το αριστερόν και το κέντρον άτινα κλονίζονται. Εχθρός επιτίθεται σφοδρώς από Νότου δια σημαντικών δυνάμεων και ήρξατο να παρουσιάζει τμήματά του προς Ανατολάς και Βορράν. Ολόκληρος σχεδόν Μεραρχία διετέθη. Ήδη μέτωπον εκλονίσθη.
16.8.1922 ώρα 14.30’ – ΧΙΙ Μεραρχία – Καλλιδόπουλος
Η ΧΙΙΙ Μεραρχία (γενική οπισθοφυλακή) αφιχθείσα την μεσημβρίαν εις Εϊτζέ, διετάχθη υπό του Τρικούπη να αναστείλει την περαιτέρω κίνησίν της. Οι Σχηματισμοί των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού καταφθάνοντες διαδοχικώς εις Χαμούρκιοϊ συνεσωρεύοντο όπισθεν της Εμπροσθοφυλακής εν μεγάλη αταξία, των ανδρών των μετακινούμενων εν νευρικότητι συνεχώς, ίνα αποφεύγωσι τα πυρά του Εχθρικού Πυροβολικού, βάλλοντος και κατ’ αυτών.
Μέχρι της 16ης ώρας ο αγών επί του Μετώπου της Εμπροσθοφυλακής διεξήγητο ικανοποιητικώς. Μετά την ώραν όμως ταύτην, η Εμπροσθοφυλακή πιεζόμενη κατά Μέτωπον και αμφότερα τα πλευρά αυτής, εκλονίσθη σοβαρώς. Από της 17ης ώρας, αφ’ ης ο εχθρός ενισχυθείς δια νέων δυνάμεων ήρξατο γενικής επιθέσεως καθ’ όλου του Μετώπου αυτής, το δεξιόν εκάμφθη και υπεχώρησεν, ο δε εχθρός κατέλαβε τα δεσπόζοντα σημεία της οδού υποχωρήσεώς της προς το Τουμλού-Μπουνάρ».
(Π. Παναγάκος)
Στις 16 Αυγούστου 1922, η «Ομάδα Φράγκου» ήταν εγκατεστημένη στην αμυντική τοποθεσία Τουμλού Μπουνάρ. Στις 10 το πρωί, εκδηλώθηκε σφοδρή τουρκική επίθεση, όμως οι ελληνικές δυνάμεις κρατούσαν τις θέσεις τους. Στις 11.00 όμως, άλλοι 8.000 περίπου Τούρκοι φάνηκαν στον ορίζοντα. Ο Πλαστήρας πρότεινε στον Φράγκου να αντεπιτεθεί προς τα ανατολικά για να επανασυνδεθεί με την «Ομάδα Τρικούπη». Ο Φράγκου συμφώνησε, όμως η καθυστέρηση για μισή ώρα της έναρξης της αντεπίθεσης είχε σαν αποτέλεσμα την κατάληψη από τους Τούρκους της ισχυρά οχυρωμένης τοποθεσίας Τουκλού Τεπέ και την οριστική διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων. Μετά τις νέες εξελίξεις, ο Φράγκου διέταξε σύμπτυξη των δυνάμεών του, η οποία ολοκληρώθηκε ως τη δύση του ήλιου. Στις 22.00, οι δυνάμεις της «Ομάδας Φράγκου» έφτασαν στο Χαλτιμπάγ και στις 2.00 της 17ης Αυγούστου στο ΙσλάμκιοΪ όπου μετέφερε τον σταθμό διοικήσεως.
Η μάχη του Αλή Βεράν (17 Αυγούστου 1922)
Στις 6 το πρωί της 17ης Αυγούστου, έφτασαν στο Σάλκιοϊ οι στρατηγοί Τρικούπης και Διγενής, με τους άνδρες τους, ιδιαίτερα καταπονημένους. Ο Τρικούπης αποφάσισε με μεγάλη καθυστέρηση να υποχωρήσει προς το Μπανάζ από τον δρόμο Σάλκιοϊ-Αλή Βεράν.
Η σχετική διαταγή εκδόθηκε στις 11.30 π.μ. Όταν η εμπροσθοφυλακή πλησίαζε στο χωριό Αλή Βεράν, βρέθηκε αντιμέτωπη με τουρκικά έφιππα τμήματα. Έτσι άρχισε η μάχη του Αλή Βεράν, μία από τις καταστροφικότερες στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού.
Εναντίον των μικρών δυνάμεων του Τρικούπη επιτέθηκαν 6 μεραρχίες πεζικού και 1 μεραρχία ιππικού.
Παράλληλα, όλη η τοποθεσία βαλλόταν από το ισχυρό τουρκικό πυροβολικό.
Ως τις 15.00, οι τουρκικές δυνάμεις πεζικού δεν έδειχναν μεγάλη ορμητικότητα. Μετά τις 16.00, ήρθαν ενισχύσεις και οι επιθέσεις των Τούρκων εντάθηκαν.
Παράλληλα, το τουρκικό πυροβολικό είχε προκαλέσει τεράστιες καταστροφές στην ελληνική πλευρά.
Η αντίσταση των στρατιωτών μας, ήταν γενναία. Οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες, οι οποίες όμως αναπληρώνονταν άμεσα. Όταν έπεσε το σκοτάδι, τελείωσε η μάχη του Αλή Βεράν. Έχοντας μεγάλες απώλειες, τα ελληνικά στρατεύματα στις 20.30 ξεκίνησαν την πορεία τους προς τα δυτικά, με κατεύθυνση το χωριό Κεκτσιλέρ.
Για τη μάχη του Αλή Βεράν η «Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919-1922» του Γ.Ε.Σ. γράφει:
«Η μάχη του Αλή Βεράν απετέλεσε το επιστέγασμα της από πενθήμερου αναληφθέισης τουρκικής επιθέσεως προς διάσπασιν των Ελληνικών δυνάμεων. Κατ’ αυτήν επήλθε η οριστική συντριβή της Ομάδας Τρικούπη, ήτις μετά την μάχην του Αλή Βεράν ουσιαστικώς έπαψε να υφίσταται. Αποκοπείσα και ριφθείσα εκτός των συγκοινωνιών της, μη συνεπικουριθείσα υπό της Ομάδας φράγκου, πεινώσα, άυπνος, συνεχώς μαχόμενη και δις κυκλωθείσα, υπέκυψεν εν τέλει υπό το βάρος των ανωτέρω συνθηκών. Αποτέλεσμα της συντριβής της Ομάδας Τρικούπη και της εις μέγαν βαθμόν μειώσεως της μαχητικότητας και της δυνάμεως της Ομάδας Φράγκου υπήρξε να προκύψει η ανάγκη της εκκενώσεως της Μικράς Ασίας».
Τρικούπης και Δημαράς αιχμάλωτοι του Κεμάλ
Τα τμήματα της Ομάδας Τρικούπη που έφυγαν τη νύχτα της 17ης Αυγούστου από το Αλή Βεράν, συνέχισαν την υποχώρηση και χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες.
Η πρώτη, με επικεφαλής τους Δημαρά και Καλλιδόπουλο, η δεύτερη με επικεφαλής τους Τρικούπη και Διγενή και η τρίτη με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Γαρδίκα.
Η φάλαγγα Δημαρά έχασε τον προσανατολισμό της και τελικά, κοντά στο χωριό Ογιουτσούκ αναγκάστηκε να παραδοθεί. Η φάλαγγα Τρικούπη, που την ακολουθούσαν και χριστιανοί πρόσφυγες, στις 17.00 της 20ης Αυγούστου αναγκάστηκε να παραδοθεί. Εκτός από τους Τρικούπη και Δημαρά, αιχμαλωτίστηκαν άλλοι 190 αξιωματικοί και 4.400 οπλίτες με 6 ορειβατικά πυροβόλα (ο Π. Παναγάκος κάνει λόγο για 300 αξιωματικούς και 5.000 οπλίτες). Η φάλαγγα Γαρδίκα είχε καλύτερη τύχη. Κατάφερε να φτάσει το πρωί της 19ης Αυγούστου στο Χαν στον αμαξιτό δρόμο Τσεντίζ-Ουσάκ.
Ας επιστρέψουμε στην αιχμαλωσία των Τρικούπη-Διγενή. Αρχικά μεταφέρθηκαν στο στρατηγείο του Ισμέτ Πασά στο Ουσάκ. Αυτός τους φέρθηκε με ευγένεια και τους οδήγησε στον Κεμάλ, ο οποίος σηκώθηκε όρθιος, τους χαιρέτησε με παρατεταμένη χειραψία και τους ζήτησε να καθίσουν. Σύμφωνα με ένα Τούρκο αυτόπτη μάρτυρα, ο Τρικούπης εξέφρασε την έκπληξή του που έβλεπε ότι ο Κεμάλ ήταν τόσο νέος. Τη συζήτηση που ακολούθησε, έκλεισε ο Κεμάλ λέγοντας προς τον Τρικούπη: «Ο πόλεμος είναι τυχερό παιχνίδι, Στρατηγέ. Εκάματε το καλύτερο ως στρατιώτης και ως έντιμος άνθρωπος. Μη θλίβεσθε.» Τότε ο Τρικούπης αναρωτήθηκε αν έκανε ό,τι όφειλε να κάνει, υπονοώντας αν έπρεπε να αυτοκτονήσει. Κατά τον Χαλίντ Εντίμπ, ο Κεμάλ τον πλησίασε, τον κοίταξε στα μάτια με κυνικό βλέμμα και απάντησε ξερά: «Αυτό είναι πράγμα που σας αφορά προσωπικώς».
Οι τελευταίες πράξεις της ελληνικής υποχώρησης
Στο μεταξύ, οι δυνάμεις του Φράγκου το βράδυ της 16ης Αυγούστου είχαν συμπτυχθεί στο Τσουρούμ Δαγ, 15 χιλιόμετρα δυτικά του Τουμλού Μπουνάρ.
Δεχόμενα σφοδρές επιθέσεις τις επόμενες μέρες, τα ελληνικά τμήματα υποχωρούσαν, για να φθάσουν τελικά το απόγευμα της 20ης Αυγούστου στη γραμμή Σαραντίκ-Τακμάκ-Ελιζέρ. Στις 23 Αυγούστου, σε μια καθοριστική μάχη, οι Έλληνες συνέτριψαν τους Τούρκους στο Σαλιχλί και έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη συνέχιση της υποχώρησης.
Η ελληνική κυβέρνηση, μετά τις δραματικές εξελίξεις, αντικατέστησε τον Χατζανέστη με τον Τρικούπη(!).
Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι ο Τρικούπης ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων, ανέθεσε τα καθήκοντα διοικητή Στρατιάς στον Αντιστράτηγο Πολυμενάκο που έφτασε στη Σμύρνη το πρωί της 24ης Αυγούστου μαζί με τον Υπουργό Στρατιωτικών Θεοτόκη, τους Στρατηγούς Δούσμανη και Πάλλη και τον Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη. Η επιτόπια παρουσία όλων στη Μικρά Ασία και οι πληροφορίες που έλαβαν, τους οδήγησαν στην απόφαση να διατάξουν γενική σύμπτυξη από την Ερυθραία προς τον Τσεσμέ όπου οι μονάδες θα επιβιβάζονταν σε πλοία για τα ελληνικά νησιά. Στις 31/8, άρχισε η επιβίβαση στον Τσεσμέ πρώτα των μεραρχιών του Β’ Σώματος Στρατού. Το Α’ Σώμα επιβιβάσθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου ως τα μεσάνυχτα και τελευταίο το απόσπασμα Μαρούλη που είχε καλύψει τη σύμπτυξη του αποσπάσματος Πλαστήρα. Στη 1.15 της 3ης Σεπτεμβρίου ολοκληρώθηκε η επιβίβαση. Τελευταίοι μπήκαν στα πλοία ο μητροπολίτης Τσεσμέ και ο Αντισυνταγματάρχης Μαρούλης.
Το Γ’ Σώμα Στρατού, έφτασε στην Προύσα τη νύχτα της 23ης προς 24ης Αυγούστου. Στις 27/8, διατάχθηκε να μετακινηθεί στα λιμάνια της Πανόρμου και της Κυζίκου για άμεση επιβίβαση. Ωστόσο, η 11 Μεραρχία ακολούθησε ορεινό δρομολόγιο και αναγκάστηκε να δώσει μάχες με το τουρκικό ιππικό κατά τη σύμπτυξή της στα Μουδανιά. Τελικά,, η επιβίβαση του Γ’ Σώματος στα πλοία, ολοκληρώθηκε το πρωί της 5ης Σεπτεμβρίου. Οι 60.000 άνδρες του σώματος, αποβιβάστηκαν στη Ραιδεστό.
Κατά την ελληνική υποχώρηση, ξεχωρίζει ο άθλος της Ανεξάρτητης Μεραρχίας που διανύοντας 600 χιλιόμετρα σε 15 μέρες, σε εχθρική χώρα και δεχόμενη συνεχείς τουρκικές επιθέσεις, έφτασε στο Δικελί και τελικά με πλοία στη Λέσβο την 31η Αυγούστου, σώζοντας τους Έλληνες και τους Αρμένιους κατοίκους της περιοχής.
Κάπου εδώ ολοκληρώνεται η εξιστόρηση των πολεμικών γεγονότων του Αυγούστου 1922 στη Μικρά Ασία. Ακολούθησε βέβαια η καταστροφή της Σμύρνης με τον θάνατο χιλιάδων Ελλήνων, κάτι που σήμανε ουσιαστικά τον ξεριζωμό και το τέλος του ελληνισμού της Ιωνίας από τις προαιώνιες εστίες του.
Ίσως είναι η λεπτομερέστερη διαδικτυακή περιγραφή των γεγονότων. Και πάλι, σίγουρα υπάρχουν πρόσωπα και γεγονότα που δεν αναφέραμε. Η μικρασιατική καταστροφή, για την οποία έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία, είναι αδύνατο να «χωρέσει» σε ένα ή δύο άρθρα…
Τα αίτια της ήττας στην Μικρά Ασία
Η τουρκική επίθεση όπως αναφέραμε, εκδηλώθηκε στις 13 Αυγούστου 1922 στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καραχισάρ και μάλιστα στο νότιο τμήμα της, εκεί που ήταν αναμενόμενο να γίνει.
Τα αποτελέσματά της, υπήρξαν ανώτερα και από τις πλέον αισιόδοξες τουρκικές προσδοκίες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν και η ταχύτητα με την οποία προέλασαν οι εχθρικές δυνάμεις.
«Το ηθικόν του Ελληνικού στρατού, κατά την ανάληψιν της Μικρασιατικής εκστρατείας, ευρίσκετο εις υψηλόν επίπεδον. Συν τω χρόνω υπέστη κάμψιν και προϊούσαν χαλάρωσιν, παρά τας εκάστοτε αναλαμπάς, ώστε τον Αύγουστο του 1922 να ευρίσκεται εις χαμηλόν επίπεδον. Ο στρατός ήτο εξαντλημένος σωματικώς και ηθικώς» («Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919-1922», έκδ. Γ.Ε.Σ.)
Στο ίδιο βιβλίο, αφού γίνεται εκτενείς αναφορά στις συνέπειες ιδίως στο σώμα των αξιωματικών, που προκλήθηκε από τον εθνικό διχασμό και την πολιτική μεταβολή του Νοεμβρίου 1920, διαβάζουμε τα εξής:
«…Λόγω των ανωτέρω γεγονότων και της μακράς παρατάσεως τον Μικρασιατικού Αγώνος, το ηθικόν του Ελληνικού Στρατού υπέστη διάβρωσην και μείωσιν. Μετά τις επιχειρήσεις προς Άγκυραν, επηρεάσθη έτι περισσότερον λόγω μη συντριβής του κεμαλικού στρατού και των βαρύτατων απωλειών ας υπέστη. Το άνθος των αξιωματικών και οι ορμητικότεροι των οπλιτών ετέθησαν εκτός μάχης. Η Στρατιά της Μικράς Ασίας εγκατέλειψεν επί του πεδίου της μάχης, τα 50 % περίπου της μαχίμου δυνάμεώς της…».
Υπήρξε αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πολεμικής κατάστασης και είχε δημιουργηθεί στις τάξεις των στρατιωτών η πεποίθηση ότι οι αγώνες και οι θυσίες τους ήταν μάταιοι. Οι ανυπότακτοι και οι λιποτάκτες πλήθαιναν και, συνήθως, παρέμεναν ατιμώρητοι.
Ο Χατζανέστης με την ανάληψη των καθηκόντων του έλαβε ορισμένα μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση. Καλυτέρευσε τη διατροφή των στρατιωτών, συμπλήρωσε πολλές ελλείψεις, κατόρθωσε να πατάξει τους ανέντιμους προμηθευτές και προώθησε στο μέτωπο χιλιάδες οπλίτες σε αντικατάσταση των παλαιότερων.
Τα μέτρα όμως αυτά δεν ήταν αρκετά. Αλλά και ο ίδιος ο Χατζανέστης, αποδείχθηκε ανεπαρκής, ακατάλληλος και «λίγος» για τη θέση του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 21 Αυγούστου 1922 δήλωσε στην εφημερίδα «Θάρρος» της Σμύρνης ότι «οι Τούρκοι όχι μόνον μετά δέκα ημέρας αλλ’ ούτε μετά δέκα μήνας θα δυνηθούν να εισέλθουν εις την Σμύρνην»(!).
Η απουσία του από την πρώτη γραμμή του μετώπου, η πλήρης ασυνεννοησία μεταξύ των ανωτέρων Ελλήνων αξιωματικών, γεγονότα όπως η «αποχώρηση» του ασύρματου στην οποία αναφερθήκαμε και η αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας ήταν μοιραίες. Υπήρχαν βέβαια και άλλα σοβαρά μειονεκτήματα:
Το μεγάλο ανάπτυγμα του μετώπου, η τεράστια απόσταση του μετώπου από τη Σμύρνη (400 και πλέον χλμ.), η ημιτελής αμυντική οργάνωση του μετώπου κλπ. Όλα αυτά όμως θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπισθεί τους προηγούμενους μήνες της «αδράνειας»…
Ο Π. Παναγάκος γράφει ότι η αδράνεια και η παρατεταμένη διαβίωση των ανδρών σε σκηνές, η εντατική πολιτική προπαγάνδα και η «κομμουνιστική διάβρωσις» είχαν υπονομεύσει την πειθαρχία των στρατιωτών και την αντίληψη των καθηκόντων τους. Στο Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκί Σεχίρ δεν υπήρχαν Έλληνες και οι στρατιώτες μας δεν ένιωθαν ότι πολεμούν για τους «υπόδουλους αδελφούς τους». Παράλληλα, τα όρια της περιοχής που είχε δοθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών («επίμαχον» τη χαρακτηρίζει ο Παναγάκος), ήταν εκατοντάδες χιλιόμετρα δυτικότερα από τα υψίπεδα της Μικράς Ασίας όπου βρισκόταν ο ελληνικός στρατός. Υπήρχαν ακόμα η δράση της βενιζελικής «Εθνικής Άμυνας» στην Κωνσταντινούπολη, τα ευμετάβλητα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων η σοβιετική βοήθεια προς τον Κεμάλ, ο «σκοτεινός ύπατος» Στεργιάδης… Όλα αυτά τα πολιτικά-διπλωματικά στοιχεία και γεγονότα θα τα εξετάσουμε σύντομα σε νέο μας άρθρο.
Πηγές:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΕ’
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ, 1983-1949», εκδόσεις Σάκκουλα, 2014.
Παναγιώτης Παναγάκος, «ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ 1912-1922», Αθήνα, 1961.