Της Νένας Μαλλιάρα

“Τεχνικές” και λύσεις σε “εθνικό” επίπεδο για άμεσα αποτελέσματα στο πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων αναζητούνται μετά το δραματικό χρηματιστηριακό διήμερο, που έδειξε για άλλη μία φορά ότι οι τράπεζες εξακολουθούν να είναι “όμηροι” των αγορών, λόγω του προβληματικού ενεργητικού τους.

Σύμφωνα με σχόλια κοινοτικών αξιωματούχων στους οποίους απευθύνθηκε το “Κ”, το θέμα της προώθησης “εργαλείων” για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι καθαρά εθνικής ευθύνης θέμα και αφορά τις ελληνικές Αρχές. Υπενθυμίζεται, δε, πως ανάλογες παρεμβάσεις έχουν υπάρξει και στο πρόσφατο παρελθόν με επιτυχία σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως την Ιρλανδία, τη Σλοβενία και αλλού.

Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, έχουν εντοπιστεί και τα όρια μέσα στα οποία “τεχνικά” είναι δυνατή η αποφυγή του κινδύνου να χαρακτηριστούν οι παρεμβάσεις αυτές “κρατική βοήθεια”, πράγμα που απαγορεύεται από τους κοινοτικούς κανονισμούς.

Η ανάληψη πρωτοβουλιών στο επίπεδο αυτό κρίνεται πλέον απολύτως αναγκαία, καθώς οι ελληνικές τράπεζες, παραμένοντας αρνητικά στο επίκεντρο των αγορών και εισπράττοντας, μέσω κερδοσκοπικών κινήσεων, τον απόηχο των αναταράξεων στη γειτονική Ιταλία, έχουν εισέλθει στο πλέον σκληρό κομμάτι της διαδρομής τους για την ανάκτηση του ρόλου τους στην οικονομία. Αυτό είναι το ουσιαστικό μήνυμα που δίνουν σταθερά οι αγορές μετά το κλείσιμο του πρώτου εξαμήνου 2018 και εν όψει της έναρξης υλοποίησης των πολύ υψηλών στόχων για τη μείωση των NPLs, σηματοδοτώντας την ανάγκη πολύ δραστικών κινήσεων εφεξής.

Με βασικό ζητούμενο το να ανακτήσουν τον πραγματικό τους ρόλο στην οικονομία, χρηματοδοτώντας την επανεκκίνησή της, δρομολογούνται πρωτοβουλίες σε “εθνικό” επίπεδο που, μετά την 21/8 και το τέλος του προγράμματος, είναι ανοιχτές και στην κυβέρνηση.

Το θέμα των τραπεζών και το πώς θα απελευθερωθούν από το βαρίδι των “κόκκινων” δανείων ώστε να μπορέσουν να δώσουν νέα υγιή δάνεια ανάγεται σε Νο 1 προβληματισμό για την κυβέρνηση, που φέρνει στο τραπέζι προς συζήτηση με τους “θεσμούς” λύση τύπου bad bank.

Η πρόταση του ΤΧΣ

Η τελευταία επίθεση στις μετοχές των τραπεζών οδήγησε σε έκτακτη σύσκεψη, το απόγευμα της Τετάρτης, στο Μέγαρο Μαξίμου, με τη συμμετοχή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, του υπουργού Επικρατείας Αλέκου Φλαμπουράρη και του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Δημήτρη Λιάκου. Νέα σύσκεψη, στο υπουργείο Οικονομικών αυτήν τη φορά, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη, υπό τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, παρουσία του κ. Λιάκου, του προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Χαράλαμπου Γκότση, και του Σωκράτη Λαζαρίδη, διευθύνοντος συμβούλου του ομίλου του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Θέμα της σύσκεψης ήταν μέτρα θεσμικής θωράκισης της αγοράς και νομοθετικές παρεμβάσεις, μέσα και από τη διεθνή εμπειρία.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι κ. Φλαμπουράρης και Λιάκος, στους οποίους πέρασε η διαχείριση θεμάτων του τραπεζικού τομέα όσον αφορά τους τομείς ευθύνης που αφορούν την κυβέρνηση, θα έχουν και κατ’ ιδίαν επαφές με τραπεζίτες προκειμένου να υπάρξει συντονισμός για την άμεση και δραστική αντιμετώπιση της κατάστασης που ξεκινά από το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων.

Ήδη στη σύσκεψη της Τετάρτης τέθηκε το θέμα δημιουργίας εταιρειών ειδικού σκοπού (SPV) από τις τράπεζες για τη μεταφορά προβληματικών δανείων που έχουν στους ισολογισμούς τους. Όπως είχε αποκαλύψει το “Κ” τον Ιανουάριο, Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη έχουν δώσει “εντολή” στις ελληνικές τραπεζικές Αρχές (ΤτΕ, ΤΧΣ) να προετοιμάσουν, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, σχέδιο για δημιουργία “bad bank”, ώστε αυτή να είναι έτοιμη να λειτουργήσει το αργότερο μέχρι 31/12/2019. Στα προαπαιτούμενα των αξιολογήσεων πριν από την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα προσαρμογής προβλεπόταν η δέσμευση του ΤΧΣ να καταρτίσει πρόταση για την αντιμετώπιση των “κόκκινων” δανείων.

Το επείγον του εγχειρήματος προκύπτει από τον τιτάνιο άθλο της μείωσης των NPLs σε σύντομο χρόνο. Ωστόσο, επί του παρόντος, η πρόταση του ΤΧΣ δεν έχει εγκριθεί από καμία εμπλεκόμενη πλευρά εντός και εκτός Ελλάδος και δύσκολα φαίνεται ότι θα περπατήσει δεδομένων των σημαντικών προβλημάτων που ενέχει η υλοποίησή της.

Ειδικότερα, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι εξετάζεται να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS) με βάση το οποίο οι τράπεζες θα μπορέσουν να ξεφορτώσουν σε εταιρείες ειδικού σκοπού (SPV) κάποια “κόκκινα” δάνεια. Ο καταρχήν σχεδιασμός προβλέπει, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι οι εταιρείες ειδικού σκοπού θα εκδώσουν ομόλογα που θα συνοδεύονται από κρατικές εγγυήσεις. Τα ομόλογα αυτά θα αγοραστούν από επενδυτές και θα διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά, ενισχύοντας την ελληνική αγορά NPLs. Η ελληνική ΝΑΜΑ (κατ’ αντιστοιχία της bad bank που συστάθηκε στην Ιρλανδία για την αντιμετώπιση των NPLs) θα πρέπει να συσταθεί από κεφάλαια του κράτους, των τραπεζών και ιδιωτών (με συμμετοχή, κυρίως, οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και ο Διεθνής Οργανισμός Χρηματοδότησης IFC) και θα μπορούσε να αποδεχθεί “κόκκινα” δάνεια των τραπεζών 10-15 δισ. ευρώ, ελαφρύνοντας αναλογικά το στοκ των 88,6 δισ. ευρώ σε NPEs που βαρύνουν τις τράπεζες, με στοιχεία τέλους Ιουνίου 2018.

Το θέμα που πρέπει να επιλυθεί στον σχεδιασμό αυτό είναι το πώς η έκδοση των ομολόγων με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου από τις εταιρίες ειδικού σκοπού δεν θα αντίκειται στους κοινοτικούς κανονισμούς περί κρατικών ενισχύσεων. Όπως επίσης ανέφερε από τον Ιανουάριο το “Κ”, κρίσιμη είναι η επιλογή των δανείων που θα μεταφερθούν στην bad bank και σε ποιο τίμημα, όπως επίσης και πώς θα γίνει η εταιρική διακυβέρνηση της bad bank.

Σημειώνεται ότι ανοιχτό μένει το ερώτημα πώς οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να επωφεληθούν για την αντιμετώπιση των “κόκκινων” δανείων από το “μαξιλάρι” ρευστότητας των 30 δισ. ευρώ που ενέκρινε για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας μετά την έξοδο από τα Μνημόνια το Eurogroup της 21ης Ιουνίου.

Επί του παρόντος, πάντως, το μόνο δεδομένο είναι ότι οι τράπεζες δεν μπορούν από μόνες τους να επιτύχουν τους στόχους για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 15%-23% των συνολικών χορηγήσεων στο τέλος του 2021. Και, ακόμα και αν το επιτύχουν με “βίαιες” πωλήσεις “κόκκινων” δανείων, η σύγκλισή τους με τον μέσο δείκτη NPE της Ευρωζώνης, ο οποίος βρίσκεται ήδη στο 4,6%, θα απέχει ακόμη σημαντικά.

Ο κίνδυνος νέων ΑΜΚ

Οι λύσεις για να βοηθηθούν οι τράπεζες στη γρήγορη μείωση των “κόκκινων” δανείων αναζητούνται επειγόντως από την κυβέρνηση.

Αν οι δύο προηγούμενες πτώσεις των τραπεζικών μετοχών –αυτή του Αυγούστου, που μείωσε την κεφαλαιοποίηση του κλάδου κατά 1,2 δισ. ευρώ, και αυτή του Σεπτεμβρίου, που επέφερε νέες απώλειες 1,6 δισ. ευρώ– ήταν αποτέλεσμα της αρνητικής πορείας του ελληνικού κυβερνητικού ομολόγου μετά την έξοδο από τη μακρά εποχή των Μνημονίων, η επίθεση στις τραπεζικές μετοχές με το “καλημέρα” του Οκτωβρίου δείχνει ότι ο κόμπος με το βαρίδι των “κόκκινων” δανείων έφτασε στο χτένι. Παράλληλα, αναδύεται το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι ελληνικές τράπεζες, καθώς δεν έχουν νέες δουλειές. Η υγιής ζήτηση για νέα δάνεια είναι μηδενική, η “πίτα” των καλών δανειοληπτών πολύ συγκεκριμένη και σε αυτήν διαγκωνίζονται με εκπτώσεις επιτοκίων οι τράπεζες. Ως αποτέλεσμα, το καθαρό επιτοκιακό τους περιθώριο, και τελικά τα καθαρά τους έσοδα, στα οποία βασίζεται η προοπτική κερδοφορίας τους, συρρικνώνονται.

Την ίδια στιγμή και αφού δεν μπορεί να διευρυνθεί ο παρονομαστής του κλάσματος (νέες χορηγήσεις) που θα συνέβαλλε στη μείωση των “κόκκινων” δανείων, οι τράπεζες θα υποχρεωθούν σε βίαιη δράση για να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους. Όπως αποκάλυψε το “Κ”, αυτά θα πρέπει να μειωθούν κατά 53,6 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2021. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να “πιαστεί” χωρίς οι τράπεζες να χρειαστεί να καταναλώσουν κεφάλαια από το “μαξιλάρι” των κεφαλαίων τους, δημιουργώντας, κατά συνέπεια, νέες κεφαλαιακές ανάγκες στον κοντινό ορίζοντα. Θα μπορέσουν να καλυφθούν οι ανάγκες αυτές από την αγορά;

Όπως δείχνουν τα σημερινά δεδομένα, όχι. Οι υφιστάμενοι μέτοχοι, που έχουν στηρίξει τις τράπεζες στις τρεις τελευταίες ανακεφαλαιοποιήσεις τους, ήδη χάνουν το 50% των χρημάτων τους από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση του 2015. Νέοι επενδυτές δεν φαίνονται διατεθειμένοι να μπουν στις ελληνικές τράπεζες, όσο βλέπουν ότι δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και δεν έχει λυθεί το ζήτημα των “κόκκινων” δανείων. Τα μηνύματα για την απροθυμία των ξένων επενδυτών ήταν πασίδηλα από τις συνεχείς επαφές που είχαν οι ελληνικές τράπεζες μετά την 20ή Αυγούστου, διερευνώντας τις προοπτικές για ενίσχυση των κεφαλαίων τους μέσω της έκδοσης ομολόγων Τier II capital.

Με τον δρόμο κλειστό για την έξοδο του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, όλες οι τράπεζες (και όχι μόνο η Πειραιώς, που βρέθηκε στο στόχαστρο λόγω του ότι είχε δεσμευτεί για έκδοση ομολόγου Tier II στο πλαίσιο υλοποίησης πλάνου κεφαλαιακής ενίσχυσης), είδαν ότι είναι ανέφικτη η κεφαλαιακή τους ενίσχυση με ομολογιακές εκδόσεις. Τα επιτόκια στα οποία θα αγόραζαν οι ξένοι κινούνται 700-800 μονάδες πάνω από το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου, διαμορφώνοντας την τελική ζητούμενη απόδοση στο 11%-12%!

Ανάγκη νέων κεφαλαίων στις τράπεζες χωρίς τη συμμετοχή ξένων επενδυτών θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε κρατικοποίηση των ελληνικών τραπεζών, καθώς το Δημόσιο, μέσω του ΤΧΣ, θα καλούνταν να καλύψει τις νέες αυξήσεις του μετοχικού τους κεφαλαίου. Και το κυριότερο: η εξυγίανση των τραπεζών αυτήν τη φορά δεν θα ήταν απλή, αλλά θα επηρέαζε όλους τους πιστωτές τους –μετόχους, ομολογιούχους και καταθέτες–, οδηγώντας σε “κούρεμα” καταθέσεων. Ένα ενδεχόμενο που είχε αποφευχθεί “με νύχια και με δόντια” στην ανακεφαλαιοποίηση του 2015 θα αναδυόταν ξανά στο προσκήνιο και θα δημιουργούσε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, σε συνδυασμό με το ότι πλέον δεν υφίστανται capital controls, ύστερα από την απελευθέρωση στις αναλήψεις μετρητών.

Προφανώς, το σενάριο αυτό δεν θέλει να το σκέφτεται καμία, νυν ή μέλλουσα, κυβέρνηση, ούτε και οι ευρωπαϊκές Αρχές, σε μια περίοδο που οι εξελίξεις στην Ιταλία ενέχουν κινδύνους σοβαρών αναταράξεων για το οικοδόμημα της Ευρωζώνης.

Περαιτέρω, η νέα αναγκαστική ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με κρατικοποίησή τους θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη μετεξέλιξη μιας τράπεζας σε bad bank και σε συγχωνεύσεις των υπολοίπων, ώστε τελικά να απομείνουν δύο τράπεζες. Κάτι που θα σήμαινε συρρίκνωση δικτύων και απολύσεις προσωπικού κατά 70% από τα σημερινά δεδομένα…

Όλα τα παραπάνω απεύχονται κυβέρνηση, τράπεζες και εποπτικές Αρχές, οι οποίες, μάλιστα, έχουν θέσει ως προοπτική και την πλήρη αποκρατικοποίηση των ελληνικών τραπεζών, με έξοδο του ΤΧΣ από τις συμμετοχές του σε αυτές μέχρι τα τέλη του 2022.

Οι θετικές προοπτικές

Μονόδρομος, επομένως, είναι να μπει το “μαχαίρι στο κόκκαλο” και να ενεργοποιηθούν γρήγορα όλοι οι δυνατοί μηχανισμοί, υφιστάμενοι και νέοι, για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων. Έτσι, θα επιδιωχθεί η ανάκαμψη του εγχώριου τραπεζικού τομέα, ο οποίος, με άμεση σημαντική ελάφρυνση του βάρους των “κόκκινων” δανείων, θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία και να επωφεληθεί των θετικών δεδομένων που υπάρχουν.

Τα κυριότερα από τα δεδομένα αυτά, όπως τα καταγράφουν οι διεθνείς οίκοι, είναι:

α) Μακροοικονομικά: Υπάρχει ισχυρή μακροοικονομική δυναμική για τη χώρα, που βασίζεται κυρίως στην εξωτερική ζήτηση και στον τουρισμό.

β) Ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων: Ο ρυθμός ανάπτυξης των τιμών κατοικιών έχει επιστρέψει σε θετικό έδαφος (+1% το 2018) για πρώτη φορά έπειτα από μία δεκαετία συνεχούς πτώσης, χάρη στην ισχυρή ζήτηση από τους ξένους, καθώς και λόγω της περιορισμένης προσφοράς.

γ) Βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών: Μετά τις αποφάσεις του Eurogroup της 21ης Ιουνίου, υπάρχει βελτίωση του κρατικού ρίσκου, καθώς το κεφαλαιακό “μαξιλάρι” που εξασφάλισε η χώρα καλύπτει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια.

δ) Φιλόδοξοι στόχοι για τα NPEs: Ο δείκτης NPEs των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να υποχωρήσει στο 15%-25% μέχρι το 2021, υποδηλώνοντας μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 50% μέσα στην προσεχή τριετία. Στη δραστική μείωση αναμένεται να συμβάλουν οι μεγαλύτερες πωλήσεις NPLs, οι οποίες εκτιμάται ότι θα διπλασιαστούν σε σχέση με τα 12 δισ. ευρώ (ονομαστική αξία) των χαρτοφυλακίων που έχουν πουληθεί μέχρι στιγμής. Παράλληλα, αναμένονται και τιτλοποιήσεις “κόκκινων” στεγαστικών δανείων (ήδη σχετική εξαγγελία έχει κάνει η Eurobank), βοηθώντας σημαντικά τις τράπεζες στην ελάφρυνση του δύσκολου κομματιού των στεγαστικών NPLs και στην ανάκτηση εμπράγματων εξασφαλίσεων.

Θετικά αποτιμώνται από τους ξένους και οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει και τα εργαλεία που έχουν δοθεί στις τράπεζες για την αντιμετώπιση του φαινομένου των στρατηγικών κακοπληρωτών. Αυτοί υπολογίζονται σε περίπου 15%-20% των “κόκκινων” δανειοληπτών στις μεγάλες επιχειρήσεις και σε ακόμα υψηλότερο ποσοστό στα στεγαστικά δάνεια.

ε) Βελτίωση του προφίλ χρηματοδότησης: Ήδη Εθνική και Πειραιώς έχουν απεμπλακεί από τον ELA και η πλήρης απεξάρτηση του κλάδου αναμένεται το αργότερο μέχρι το α’ τρίμηνο του 2019. Παράλληλα, αναμένονται συνεχιζόμενες εισροές καταθέσεων, όσο θα βελτιώνεται το κλίμα εμπιστοσύνης.

Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί.

capital.gr