Του Alexander Zanemonets
Στις 15 Οκτωβρίου, η Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ROC) που συνήλθε στο Μινσκ, ανακοίνωσε μια σοκαριστική απόφαση: θα διέκοπτε την πλήρη κοινωνία με τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, αναμφισβήτητα την ανώτερη αρχή στον Ορθόδοξο κόσμο.
Τώρα, ο κλήρος του Πατριάρχη Κυρίλλου δεν θα είναι πλέον σε θέση να λειτουργεί μαζί με τους κληρικούς του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, ενώ το ποίμνιο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα πρέπει να αποφεύγει να συμμετάσχει σε κοινωνίες, βαπτίσεις, και γάμους στις ελληνικές εκκλησίες. Το Άγιο Όρος, μια πολυεθνική μοναστική χερσόνησος στη Βόρεια Ελλάδα που ανήκει στην Κωνσταντινούπολη ή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα εμπίπτει επίσης στην απαγόρευση.
Η σύγκρουση στο εσωτερικό της Ορθοδοξίας ξέσπασε λόγω των προσπαθειών του Κιέβου να αποκτήσει αυτοκεφαλία της εκκλησίας του. Τώρα, οι εξελίξεις στην Ουκρανία επηρεάζουν όχι μόνο τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, αλλά επίσης μεταξύ διαφόρων ορθοδόξων εκκλησιών. Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι.
Η ROC είναι η μεγαλύτερη ορθόδοξη εκκλησία στον κόσμο, αλλά δεν είναι συγκρίσιμη με την αντίστοιχη στην Κωνσταντινούπολη από άποψη εξουσίας. Η εκκλησία του Βαρθολομαίου έφερε τον Χριστιανισμό στους Ρώσους του Κιέβου πριν από χίλια χρόνια, και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θεωρείται ως ο πρώτος μεταξύ των πατριαρχών του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου από τα βυζαντινά χρόνια. Αν και ίσως να μην έχει την επιρροή σε τοπικές εκκλησίες που κατείχαν κάποτε οι προκάτοχοί του στο Βυζάντιο ή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Βαρθολομαίος εξακολουθεί να λειτουργεί σαν ένα είδος συντονιστικού κέντρου της ορθοδοξίας.
Και αν και η σύγχρονη Κωνσταντινούπολη φιλοξενεί ένα μικρό μόνο ελληνικό πληθυσμό, το Πατριαρχείο που έχει την έδρα του εκεί, ελέγχει εκκλησίες στη Βόρεια Ελλάδα, σε κάποια ελληνικά νησιά όπως η Κρήτη και -το πιο σημαντικό- ολόκληρη την ελληνική διασπορά στη Δύση, καθώς και ορισμένες ρωσικές και ουκρανικές ξένες ενορίες.
Για χρόνια, οι ουκρανικές εκκλησίες που δεν έχουν επικοινωνία με τη ROC ούτε με καμία άλλη ορθόδοξη εκκλησία -κυρίως το αποκαλούμενο Πατριαρχείο Κιέβου- έχουν προσπαθήσει να αποκαταστήσουν την επικοινωνία μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αφού απέτυχαν τη συμφιλίωση με τους Ουκρανούς ορθοδόξους πιστούς υπό τη σκέπη της ROC, αυτοί οι σχισματικοί έχουν κάνει αναρίθμητες προσπάθειες να κερδίσουν αναγνώριση από την Κωνσταντινούπολη.
Το Σεπτέμβριο, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος απέστειλε τους προσωπικούς του απεσταλμένους -γνωστούς ως έξαρχους- στην Ουκρανία για διαπραγματεύσεις με τις δύο μη αναγνωρισμένες εκκλησίες. Η κίνηση προκάλεσε μια αυστηρή αντίδραση από το Πατριαρχείο της Μόσχας: η ROC ανακοίνωσε ότι οι μητροπολίτες της δεν θα λειτουργούσαν πλέον μαζί με τους μητροπολίτες της Κωνσταντινούπολης, και αποσύρθηκε από μητροπολιτικά συνέδρια που συντόνιζαν ιεράρχες της Κωνσταντινούπολης.
Αλλά η συνεδρίαση της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης στις 11 Οκτωβρίου, απέκτησε καθοριστικό χαρακτήρα. Η Σύνοδος ακύρωσε την απόφασή της του 1686 με την οποία ουσιαστικά “μίσθωνε” την μητρόπολη Κιέβου στη Μόσχα. Επίσης, ήρε την ακοινωνησία που είχε επιβάλει ο Πατριάρχης Μόσχας στη δεκαετία του 1990 στον επικεφαλής του Πατριαρχείο Κιέβου, Filaret Denysenko και τον επικεφαλής της μη αναγνωρισμένης ουκρανικής αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας, Makariy Maletych.
Το μέλλον των δύο εκκλησιών παραμένει ασαφές. Η Ουκρανία εξακολουθεί να στερείται της εκκλησιαστικής δομής της Κωνσταντινούπολης. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη: μια διαμάχη σχεδόν ενός τετάρτου του αιώνα μεταξύ εκατομμυρίων Ουκρανών πιστών και της παγκόσμιας ορθόδοξης εκκλησίας, ίσως έρθει σύντομα στο τέλος της. Τώρα, οι “σχισματικοί” έχουν μια ευκαιρία να επανέλθουν στην εκκλησία -αν και αυτό θα συνεπαγόταν πιθανώς τη δημιουργία παράλληλης δικαιοδοσίας και στη συνέχεια, τη δημιουργία μιας αυτοκέφαλης ουκρανικής εκκλησίας.
Η αντίδραση της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας στις 15 Οκτωβρίου ήταν να διακόψει την πλήρη επικοινωνία με την Κωνσταντινούπολη, μέχρι το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποσύρει την απόφασή του για την Ουκρανία.
Τι αλλάζει πραγματικά η απόφαση της ρωσικής εκκλησίας; Στην πραγματικότητα, πολύ λίγα. Αλλά ο σκοπός της απαγόρευσης είναι σαφής: να εκφράσει την εξαιρετικά μεγάλη δυσαρέσκεια της ROC απέναντι στον μεγαλύτερο αδερφό της, της Κωνσταντινούπολης.
Στην πραγματικότητα, οι Ρώσοι πρόκειται να είναι περισσότερο χαμένοι από αυτό σε σχέση με τους Έλληνες. Για να αψηφήσουν τον Βαρθολομαίο θα στερηθούν οι ίδιοι τα ταξίδια στο Άγιο Όρος. Ο ρωσικός κλήρος δεν θα διδάξει στα ρωσικά παιδιά την ορθόδοξη χριστιανική πίστη στα γερμανικά σχολεία. Οι Ρώσοι δεν θα λειτουργούν στην εκκλησία του Πανάγιου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, αφού ο κλήρος που συνδέεται με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης ανήκει στους Έλληνες ιερείς.
Πώς μπόρεσαν τα μέλη της Συνόδου να λάβουν μία απόφαση που προκαλεί τέτοια αναστάτωση στους Ορθόδοξους Ρώσους χριστιανούς; Το πιο πιθανό είναι ότι δεν σκέφτηκαν τους απλούς πιστούς της ROC, που ονειρεύονται ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος, ένα ταξίδι στην Κρήτη ή σπουδές στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σέργιου στο Παρίσι -το οποίο, όπως και κάποια εκκλησιαστικά ιδρύματα στη ρωσική διασπορά, επίσης ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η θέση της ROC στον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο είναι παρόμοια με αυτή της Ρωσίας με τις δυτικές κυρώσεις. Όμως σε αντίθεση με τη ρωσική κυβέρνηση, η ROC δημιούργησε η ίδια τις “κυρώσεις” της και τα προβλήματα που προκάλεσε στους πιστούς της. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι απίθανο να αντιδράσει στην ανακοίνωση της ROC. Κάποιες τοπικές εκκλησίες μπορεί να εκφράσουν την υποστήριξή τους προς τη Μόσχα για το ουκρανικό ζήτημα, αλλά δεν θα τα “σπάσουν” με την Κωνσταντινούπολη για αυτό.
Τώρα ο Οικουμενικός Πατριάρχης και οι υποστηρικτές του είναι ελεύθεροι να δράσουν στην Ουκρανία. Χωρίς την εμπλοκή του κλήρου του Πατριαρχείου της Μόσχας, μία εκκλησιαστική δομή της Κωνσταντινούπολης μπορεί να δημιουργηθεί στην Ουκρανία ακόμη ταχύτερα. Η Σύνοδος του Μινσκ της ROC, ήδη προειδοποίησε ότι “οι ιεράρχες ή οι κληρικοί που θα αφήσουν την κανονική εκκλησία για να ενταχθούν στους σχισματικούς ή να έρθουν σε επικοινωνία με αυτούς” -πιθανώς μέσω των μελλοντικών δομών της Κωνσταντινούπολης στην Ουκρανία –”διαπράττουν ένα κανονιστικό έγκλημα που θα προκαλέσει αντίστοιχες μομφές”. Η απειλή είναι σαφής. Αλλά μόλις δημιουργηθεί μία μητροπολιτική ή αυτοκέφαλη εκκλησία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία, δεν θα φαίνεται τόσο απειλητική.
Ο Πατριάρχης Κύριλλος και η συνοδεία του επιμένουν ότι “το σχίσμα δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί” και οι ανεξάρτητες εκκλησίες θα πρέπει να ενωθούν με τη ROC και να απορροφηθούν στην επίσημη δομή της.
Αλλά η ROC είχε διαφορετική εμπειρία επανένωσης με εκκλησίες που έχουν βρεθεί εκτός επικοινωνίας για δεκαετίες. Το 2007 η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία εκτός Ρωσίας επανενώθηκε με τη ROC του Πατριαρχείου Μόσχας. Για να το κάνει αυτό, δεν ήταν υποχρεωμένη να μετανοήσει, να συγχωνεύσει την μητρόπολή της με εκείνη του Πατριαρχείο Μόσχας, ή να αυτό-εκκαθαριστεί. Ο πατέρας Τίχων (Shevkunov) -αυτή τη στιγμή Μητροπολίτης Pskov και φερόμενος ως ο εξομολόγος του Ρώσου προέδρου Putiin- ήταν ένας από τους συντάκτες αυτής της επιτυχημένης επανένωσης. Ο τωρινός πατριάρχης, τότε Μητροπολίτης Κύριλλος, είχε ταχθεί εναντίον.
Το περασμένο έτος ο Μητροπολίτης Τίχων φέρεται να προσπαθούσε να πείσει το Πατριαρχείο Μόσχας να άρει το ανάθεμά του εναντίον του Φιλάρετου της Ουκρανίας και να επιστρέψει τη δομή του στην Εκκλησία, με τη σταδιακή ενοποίησή του με την ουκρανική ορθόδοξη εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας -ως εκ τούτου, σε μια παρόμοια κίνηση με αυτή της Κωνσταντινούπολης.
Φυσικά, υπερίσχυσε η θέση του Πατριάρχη Κυρίλλου. Αλλά δεν έφερε την “λύση του σχίσματος”. Αντιθέτως, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες διαιρέσεις. Το 2007, μια ομάδα εκκλησιαστικών αξιωματούχων ήταν σε θέση να επιλύσει ένα παρόμοιο πρόβλημα. Το 2018, η ακαμψία μιας άλλης ομάδας θα προκαλέσει την απώλεια της Ουκρανίας για την Ρωσική Εκκλησία και θα κλείσει το δρόμο για το Άγιο Όρος και τον ελληνικό κόσμο, στους ίδιους τους Ρώσους.
Τόσο η Ρωσία όσο και η εκκλησία της, προσπαθούν ακόμη να οικοδομήσουν τη σχέση τους με την Ουκρανία στο πρότυπο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ή της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό προφανώς δεν λειτουργεί πλέον. Αλλά οι ιστορίες άλλων εθνών προσφέρουν αμέτρητα παράδειγμα κρατών που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως ένα, στη συνέχεια χωριζόταν αλλά μετά ενωνόταν υπό νέους όρους. Η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ ή η Αυστρία και η Γερμανία είναι σαφή παραδείγματα.
Άλλο ένα παράδειγμα είναι η Ελλάδα και η Κύπρος. Είναι και οι δύο χώρες Ορθόδοξες Χριστιανικές, αλλά η παρουσία των δύο αυτοκέφαλων εκκλησιών -οι οποίες έχουν οικοδομήσει σχέσεις μεταξύ τους με ίσους όρους- δεν εμποδίζει τη διασυνοριακή τους ενότητα. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ελλάδα και της Κύπρου θεωρούν εαυτόν ως έναν, αν και ζουν σε δύο ξεχωριστά πολιτικά κράτη, έτσι δεν είναι διαιρεμένοι από την παρουσία δύο διαφορετικών εκκλησιών.
Η Ουκρανία και η Ρωσία είναι σε μια εντελώς διαφορετική θέση, επομένως η ενότητα της πίστης είναι ανίσχυρη εδώ. Τα παλαιότερα χρόνια, η πίστη ήταν μεγαλύτερη από το κράτος. Τώρα, όλοι -συμπεριλαμβανομένου και του κλήρου- συχνά και με ανυπομονησία, αποδεικνύουν ότι το κράτος υπερισχύει της πίστης.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ
capital.gr