Το Ταμείο ζητά από την κυβέρνηση ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, μείωση αφορολόγητου ορίου, «γκάζι» στη μείωση των «κόκκινων» δανείων και προειδοποιεί ότι χρειάζεται σχέδιο για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις δικαστικών αποφάσεων για μισθούς και συντάξεις που μπορεί να εκτροχιάσουν την οικονομία
Η δήλωση συμπερασμάτων των στελεχών του ΔΝΤ στο πλαίσιο της πρώτης αποστολής μεταπογραμματικής παρακολούθησης της Ελλάδας είναι εξαιρετικά προσεκτική στις διατυπώσεις της και χρησιμοποιεί πολύ διπλωματική γλώσσα για να εκφράσει τις ενστάσεις του Ταμείου για θέματα, όπως η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η αύξηση του κατώτατου σε βαθμό μεγαλύτερο από την αύξηση της παραγωγικότητας. Παράλληλα, τείνει χείρα βοηθείας για τη σχεδιαζόμενη έξοδο της χώρας μας στις αγορές, πιστοποιώντας ότι «η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του δημοσίου χρέους παραμένει ισχυρή», ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα επιτευχθούν και ότι η ανάπτυξη θα φτάσει φέτος το 2,4%. Ωστόσο, σημειώνει ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι (εγχώριοι και διεθνείς) έχουν γίνει εντονότεροι, εκφράζοντας ανησυχία για πιθανή μεταρρυθμιστική κόπωση ή ανατροπή μεταρρυθμίσεων λόγω των φετινών εκλογών.
Οι προτεραιότητες και οι συστάσεις του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ χαρακτηρίζει ως προτεραιότητες:
1. Την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (χωρίς, όμως, να επικρίνει το «ψαλίδισμα» που υπέστησαν, έναντι των αρχικών προβλέψεων του φετινού προϋπολογισμού) και την αύξηση των στοχευμένων κοινωνικών δαπανών.
2. Την επιτάχυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, μέσω της ταχύτερης μείωσης των «κόκκινων» δανείων.
3. Την ενίσχυση της ελαστικότητας της αγοράς εργασίας και της ανταγωνιστικότητας κόστους.
Πιο αναλυτικά, οι 7 κυριότερες συστάσεις του Ταμείου είναι:
Να προετοιμάσει η κυβέρνηση προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισης «πιθανών δημοσιονομικών σοκ» από τις δικαστικές αποφάσεις για τις περικοπές στις συντάξεις και την κατάργηση των Δώρων στο Δημόσιο.
Να μειωθούν οι άμεσοι φόροι. «Οι προτεραιότητες πολιτικής συμπεριλαμβάνουν τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για τη μείωση των άμεσων φόρων», αναφέρει η δήλωση συμπερασμάτων.
Να εφαρμοστεί από το 2020 η ήδη ψηφισμένη μείωση του αφορολογήτου ορίου. Η ανακοίνωση του Ταμείου επισημαίνει την ανάγκη «επανεξισορρόπησης του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής κατά τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη», συμπληρώνοντας ότι «η κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα τη μείωση των συντελεστών φορολογίας σε μισθούς και κέρδη, η οποία θα χρηματοδοτηθεί από την -προγραμματισμένη για την επόμενη χρονιά- διεύρυνση της φορολογικής βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων». Επίσης, σύμφωνα με το ΔΝΤ, «η επιτάχυνση των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και στον τομέα της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης, θα υποστηρίξει περαιτέρω την αποδοτικότητα των δαπανών, θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο και θα αμβλύνει τους δημοσιονομικούς κινδύνους».
Να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις και στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες.
Να επιταχυνθεί η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, με την επισήμανση ότι η αξιοποίηση κρατικών πόρων για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων πρέπει να γίνει «με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη την επίδρασή της στους ισολογισμούς των τραπεζών και του κράτους». Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι «χρειάζονται συντονισμένα βήματα από βασικούς φορείς για την υποστήριξη της ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Να διαμορφωθεί το ταχύτερο το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς και να επισπευσθούν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και ο εξωδικαστικός μηχανισμός. Το ΔΝΤ καλεί τις ελληνικές αρχές «να επανεξετάσουν τον σχεδιασμό του νομικού πλαισίου αφερεγγύοτητας υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και νοικοκυριών (σ.σ. δηλαδή, το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς) και να διευκολύνουν την αποδοτική χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών».
Να ενισχυθεί η ελαστικότητα της αγοράς εργασίας και της ανταγωνιστικότητας κόστους, με μέριμνα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων. Στο εργασιακό πεδίο, το ΔΝΤ αφήνει να διαφανεί η αντίθεσή του στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και σε μεγάλη αύξηση του κατώτατου, αλλά η διατύπωσή του είναι πολύ διπλωματική: «Η περισσότερη ευελιξία θα βοηθούσε την άμβλυνση τυχόν αρνητικών επιδράσεων στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση από μισθολογικές πιέσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας και από την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Αυτά τα μέτρα άμβλυνσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν δομικές μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς (συμπεριλαμβανομένων των αγορών προϊόντων), με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους».
Για την ανάπτυξη
Το ΔΝΤ εμφανίζεται ελαφρώς πιο αισιόδοξο από τους Ευρωπαίους ως προς την πορεία της ελληνικής οικονομίας φέτος, προβλέποντας ανάπτυξη 2,4%, έναντι πρόβλεψης της Κομισιόν για 2,3% και ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5%. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα το Ταμείο προβλέπει αναιμική ανάπτυξη «λίγο πάνω από το 1%» και παρατηρεί ότι «η αύξηση των επενδύσεων παραμένει άτονη».
Για το χρέος
Το ΔΝΤ τείνει χείρα βοηθείας για τη σχεδιαζόμενη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, αναγνωρίζοντας ότι «οι ανάγκες χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα παραμένουν διαχειρίσιμες» και ότι «η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους παραμένει ισχυρή». Επίσης, σημειώνει ότι «οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να επιτευχθούν και το χρέος αναμένεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα». Προσθέτει, όμως, ότι «χρειάζεται μια ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής, για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων».
Οι κίνδυνοι
Οι τεχνοκράτες του Ταμείου συμπεριλαμβάνουν στους πιθανούς κινδύνους τις «παρακαταθήκες της κρίσης» (υψηλό δημόσιο χρέος, επιδείνωση των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα, αδύναμη νοοτροπία πληρωμών), τους εξωτερικούς κινδύνους, καθώς και «τη μεταρρυθμιστική κόπωση (ή την ανατροπή μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών». Επίσης κάνουν ειδική αναφορά στις δικαστικές αποφάσεις, ζητώντας, όπως προαναφέρθηκε, προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισης του πιθανού «δημοσιονομικού σοκ».
Τέλος, δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι πρέπει να ακολουθηθεί ο οδικός χάρτης για την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls).
Η ανακοίνωση των ευρωπαϊκών θεσμών
Τη συνέχιση του στενού διαλόγου με την ελληνική κυβέρνηση τονίζουν από την πλευρά τους οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στη δική τους ανακοίνωση για την ολοκλήρωση της δεύτερης μεταμνημονιακής αποστολής των τεχνοκρατών τους στην Αθήνα.
Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), όπως αναμενόταν, δεν αφήνει αιχμές για τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, ενώ υπενθυμίζει ότι η δεύτερη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας θα δημοσιευθεί στις 27 Φεβρουαρίου. Προσθέτει δε ότι η έκθεση θα χρησιμεύσει ως βάση για να συμφωνήσει το Eurogroup σχετικά με την επιστροφή της πρώτης δόσης από τα κέρδη που αποκόμισαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα.