γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Για όσους είχαν αμφιβολία, ο Ζάεφ επιβεβαίωσε με τον πιο επίσημο τρόπο στη Βουλή των Σκοπίων, αυτό που βεβαίως ήταν προφανές από το ίδιο το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών: Η Ελλάδα έπεσε στην παγίδα Νίμιτς. Αναγνώρισε “μακεδονική” ταυτότητα (ιθαγένεια, γλώσσα και κατ’ επέκτασιν εθνότητα) για να επιτύχει την αλλαγή της κρατικής ονομασίας σε Βόρεια Μακεδονία.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί αυτή η ανταλλαγή-συμβιβασμός είναι τόσο κακός, δεδομένου ότι σε κάθε διαπραγμάτευση γίνονται εκπτώσεις από κάθε πλευρά. Αν και έχει χυθεί πολύ μελάνι για τη Συμφωνία των Πρεσπών, έχει κρίσιμη σημασία να αναφέρω πως αυτή η ανταλλαγή-συμβιβασμός έγινε, επειδή η Αθήνα με εθνική ελαφρότητα υιοθέτησε το πλαίσιο-παγίδα Νίμιτς, το οποίο εδώ και δεκαετίες επιζητούσε ακριβώς αυτή την ανταλλαγή ως κορμό και θεμέλιο μία συμφωνίας.
Οι Τσίπρας και Κοτζιάς δεν έχουν ποτέ δικαιολογήσει την παραβίαση του διεθνούς αυτού κανόνα. Προβάλουν το κατά τα άλλα σωστό επιχείρημα ότι σε μία διαπραγμάτευση κάτι παίρνει η μία πλευρά και κάτι η άλλη. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει καθόλου ότι οι Σλαβομακεδόνες έπρεπε να πάρουν τη “μακεδονική” ταυτότητα. Αυτό συνέβη, επειδή ακριβώς η Αθήνα υιοθέτησαν το διαπραγματευτικό πλαίσιο-παγίδα του Νίμιτς: τα Σκόπια θα αποδεχθούν σύνθετη κρατική ονομασία και η Αθήνα θα αποδεχθεί τη “μακεδονική” ταυτότητα, μέσω της nationality και της γλώσσας.
Διπλωματικό βατερλό
Το εθνικά κακό σ’ αυτή την ανταλλαγή είναι ότι δεν λύνει το πρόβλημα, τον λόγο για τον οποίο η Ελλάδα έχει πρόβλημα με τη γειτονική χώρα. Και δεν το λύνει, επειδή μέσω της ταυτότητας επιβεβαιώνει και νομιμοποιεί το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού, καθιστώντας τοξικό και το -υπό άλλες προϋποθέσεις- αποδεκτό κρατικό όνομα Βόρεια Μακεδονία. Το πλαίσιο Νίμιτς, που αποτυπώθηκε στη Συμφωνία των Πρεσπών, ήταν εξαρχής εγγενώς αντιφατικό. Αυτή την αντίφαση, θεσμοθετημένη πλέον, την βρίσκουμε ήδη μπροστά μας και θα την βρούμε πολύ πιο επώδυνα στο μέλλον, με την έννοια ότι θα δηλητηριάσει τις διμερείς σχέσεις.
Το Μακεδονικό δεν ήταν ανατολίτικο παζάρι, όπου ισχύει δώσε μου αυτό για να σου δώσω το άλλο. Για το Νίμιτς μπορεί να ήταν, αλλά για την Αθήνα όχι. Τί έπρεπε να πράξει η ελληνική διπλωματία; Δεδομένου ότι το πρόβλημα αφορά τα ονόματα, όφειλε να αρχίσει τη διαπραγμάτευση με τον απαράβατο όρο πως τα ονόματα πρέπει να αντιστοιχούν στις έννοιες και βεβαίως στην πραγματικότητα της περιοχής. Γι’ αυτό και η διαπραγμάτευση έπρεπε να αρχίσει ακριβώς από την πραγματικότητα της περιοχής κι όχι από το διαπραγματευτικό πλαίσιο του Νίμιτς. Η ελληνική διπλωματία όχι μόνο είχε αυτή τη δυνατότητα, αλλά και η συγκυρία την ευνοούσε απολύτως.
Η Δύση δεν ενδιαφερόταν ποτέ για την ουσία της διαφοράς Αθήνας-Σκοπίων. Αυτό που την ενδιέφερε ειδικά σ’ αυτή τη φάση ήταν να προκύψει συμφωνία, προκειμένου το γειτονικό κράτος να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Και εάν άσκησε πιέσεις στον Τσίπρα άσκησε πολλαπλάσιες πιέσεις στον Ζάεφ, ο οποίος είναι και δημιούργημά της. Είναι κοινό μυστικό ότι οι Δυτικοί μεθόδευσαν την αναρρίχησή του στην πρωθυπουργία.
Εκτός αυτού ήταν τα Σκόπια που επείγονταν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, ενώ η Αθήνα κρατούσε το κλειδί. Ως εκ τούτου, η ελληνική διπλωματία είχε συντριπτικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Παρόλα αυτά κατέληξε στη Συμφωνία των Πρεσπών. Το διαπραγματευτικό πλαίσιο-παγίδα του Νίμιτς, άλλωστε, είχε διαμορφωθεί την εποχή που η Ελλάδα δεν διέθετε κανένα μοχλό πίεσης προς τα Σκόπια. Κι όμως, η Ελλάδα το αποδέχθηκε ως βάση της Συμφωνίας όταν είχε όλα τα χαρτιά στα χέρια της. Γι’ αυτό και οι Πρέσπες συνιστούν διπλωματικό βατερλό.
Ο έντιμος συμβιβασμός
Η Ελλάδα δεν είχε ούτε συμφέρον ούτε πρόθεση να ταπεινώσει τους γείτονες. Ως εκ τούτου, όφειλε να τους αναγνωρίσει όλα όσα δικαιούνται. Δεν είχε, όμως, κανένα λόγο να υποκύψει στις φαντασιώσεις τους, όταν μάλιστα αυτές δεν έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα της περιοχής και επιπροσθέτως συνιστούν σφετερισμό σε βάρος του Ελληνισμού. Αυτά τα στοιχειώδη και εθνικά κρίσιμα, όμως, αποδείχθηκε πως –στην καλύτερη περίπτωση– ήταν ψιλά γράμματα και για τον πρωθυπουργό και για τον υπουργό Εξωτερικών.
Έντιμος συμβιβασμός θα ήταν να τους αναγνωρίσει ως μία από τις εθνότητες της ευρύτερης γεωγραφικής Μακεδονίας (τα όριά της μάλλον αυθαιρέτως προσδιορίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ώστε να περιλαμβάνουν και σημαντικές εκτάσεις βορείως της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας). Ως εκ τούτου, να τους αναγνωρίσει ως Σλαβομακεδόνες που ομιλούν τη σλαβομακεδονική γλώσσα. Και βεβαίως να αναγνωρίσει το (εταιρικό με τους Αλβανομακεδόνες) κράτος τους ως Άνω ή έστω Βόρεια Μακεδονία.
Τώρα, με κράτος “Βόρεια Μακεδονία” και πολίτες “Μακεδόνες” έχουμε τοξικό συνδυασμό, ο οποίος μετατρέπει σε παγίδα και τη σύνθετη κρατική ονομασία. Κι αυτό, επειδή προκύπτει αβίαστα ότι “Μακεδόνες” θα υπάρχουν σε όλη τη Μακεδονία. Ως εκ τούτου, δημιουργείται η εντύπωση ότι η “Βόρεια Μακεδονία” είναι κάτι σαν την Ελλάδα, όταν εκτεινόταν μέχρι τον Δομοκό και εκτός συνόρων υπήρχε ελληνικό στοιχείο.