Γράφει ο Δημήτρης Αποστολόπουλος 

Η εθνική συνεννόηση και ομοψυχία, τίθενται ως θεμελιώδεις και αναγκαίες συνθήκες για την επιτυχή αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Υπάρχει όμως περιθώριο συνεννόησης της πολιτικής ηγεσίας, την ίδια στιγμή που αυτή εξευτελίζει αλλήλους ως πρόσωπα, θεσμούς, ακόμα και την ίδια την πολιτική, χάριν του κομματικού συμφέροντος – εκλογικού αποτελέσματος;
Διατηρώ βάσιμες επιφυλάξεις και ισχυρές αμφιβολίες ως προς αυτό. Η εικόνα του πολιτικού σκηνικού συνολικά, το επίπεδο του προεκλογικού διαλόγου και η κυρίαρχη θεματολογία, δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Ακόμη και μετά τις εκλογές του Μαΐου, το προεκλογικό σκηνικό θα διατηρηθεί εν όψει εθνικών εκλογών Παράλληλα η απειλή φαίνεται να αναβαθμίζεται και να έχει χαρακτήρα άμεσο και επιτακτικό. Συνεπώς, τουλάχιστον μέχρι και την πρώτη περίοδο μετά τις εθνικές εκλογές, χρειάζεται αυξημένη προσοχή κατά τη γνώμη μου. Η εκτίμηση δε για την αναβάθμιση του κινδύνου την προσεχή περίοδο (όχι αποκλειστικά την προεκλογική) δεν είναι μόνο δική μου ως απλού και αδαούς παρατηρητή, αλλά και πολλών ειδικών αναλυτών. Η αγκίστρωση του τουρκικού γεωτρύπανου στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα δεν είναι μια ακόμα πρόκληση, είναι επιθετική ενέργεια. Είναι εισβολή ανάλογη εκείνης του 1974, σύμφωνα και με τον Κύπριο Πρόεδρο.

Ακόμα και αν δεν οδηγηθούμε σε θερμή εμπλοκή οποιασδήποτε κλίμακας, σήμερα η Κύπρος και ίσως αύριο και η Ελλάδα, βρίσκονται υπό την απειλή της απώλειας των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους de facto. Τετελεσμένα υπό μορφή άσκησης δικαιωμάτων από την Τουρκία εντός της κυπριακής ή και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, είναι πιθανό να δημιουργηθούν ως η επόμενη πράξη εκείνης των Ιμίων. Η τότε ήττα γίνεται αντιληπτή ως άρνηση περιοχής την οποία μας επιβάλει η άλλη πλευρά. Από τότε «απαγορεύεται» να πατήσει το πόδι του οποιοσδήποτε Έλληνας στις ελληνικές βραχονησίδες. Η υπό εξέλιξη επιθετική ενέργεια μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη χειρότερα αποτελέσματα και μάλιστα χωρίς να πέσει ούτε μια σφαίρα. Αυτό τουλάχιστον επιδιώκει ο εχθρός.

Δυστυχώς, αν οι πολιτικές δυνάμεις δεν συνεννοηθούν ενόψει του κινδύνου, δίνοντας το «σύνθημα» της ενότητας και της ετοιμότητας και προς στους πολίτες, η πιθανότητα της εθνικής ήττας ισχυροποιείται δραματικά. Η ανησυχία ως προς το τι θα πράξουμε αν το τουρκικό τρυπάνι αρχίσει πράγματι να καταδύεται στον κυπριακό βυθό εντείνεται, διότι η χώρα είναι ανέτοιμη να αντιδράσει αποτελεσματικά. Με άλλα λόγια η πατρίδα υπό ευρεία έννοια, περιλαμβανομένης δηλαδή και της Κύπρου, απειλείται με απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων και η πολιτική ηγεσία…. «χτενίζεται». Δεδομένης λοιπόν της κατάστασης, είναι απορίας άξιο τι αντανακλαστικά θα επιδείξουμε ως πολιτική ηγεσία και λαός αν ο ίδιος κίνδυνος επεκταθεί. Αν δηλαδή η Τουρκία επαναλάβει ανάλογες ενέργειες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

Η εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη και νομίζω ότι όντως θα έχει συνέχεια. Αναμενόμενη ήταν διότι οι Τούρκοι συνηθίζουν να πράττουν όσα λένε. Η προηγούμενη ρητορική τους μας είχε προϊδεάσει για τις σημερινές πράξεις τους. Τώρα δεν διεκδικούν μόνο τα ανύπαρκτα δικαιώματά τους, αλλά ασκούν τα δικαιώματα αυτά, επιδιώκοντας νέα τετελεσμένα ανάλογα με εκείνα του 1974. Ακόμα και ο τόπος της εισβολής ήταν πάνω-κάτω αναμενόμενος και έτσι απέμενε μόνο ο χρόνος να διευκρινιστεί. Αλλά κι αυτός δεν είναι τυχαίος, όπως ακολούθως θα εξηγηθεί. Συνέχεια θα υπάρξει διότι οι υφιστάμενες συνθήκες ευνοούν την Τουρκία σε περαιτέρω δράση. Οι συνθήκες αυτές συνίστανται σε δύο κρίσιμους, κατά την άποψή μου, παράγοντες.

Ο πρώτος παράγοντας αφορά την ίδια την Τουρκία. Πρόκειται για την (αυτο) δέσμευση που έχει αναλάβει να προασπίσει τα (κακώς νοούμενα) συμφέροντά της με όρους ισχύος. Θα ήταν αφελές αν θεωρούσαμε ότι θα περιοριστεί ως παρατηρητής στην διαμόρφωση του ενεργειακού χάρτη της περιοχής, χωρίς αυτός να της αποδίδει ηγεμονικό ρόλο. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Όχι μόνο δεν μένει απλός παρατηρητής, περιοριζόμενη σε όσα της ανήκουν δικαιωματικά (στην δική της ΑΟΖ με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας), αλλά επιδιώκει να διαμορφώσει η ίδια τον χάρτη σύμφωνα με τις επιθυμίες της. Βέβαια η επιδίωξη αυτή δεν μπορεί να στηριχτεί στο δίκαιο, συνεπώς θα προβάλει την ισχύ της. Υπό την απειλή των όπλων διεκδικεί το μέγιστο, προσδοκώντας να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Ως προς την δέσμευσή της υπάρχει και μια ισχυρή απόδειξη. Τα πολλά δις δολάρια που έχει ήδη δαπανήσει. Τόσο σε σκάφη έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, όσο και σε στρατιωτικά μέσα και ιδιαίτερα στο ναυτικό. Όλα αυτά δεν τα έκανε για το θεαθήναι, ούτε για λόγους εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας. Είναι βέβαιο ότι θα τα χρησιμοποιήσει με σκοπό να επιβάλει την θέλησή της.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την αντίδραση των εμπλεκόμενων. Ως εμπλεκόμενοι νοούνται κατ’ αρχήν η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελλάδα, αλλά και οι γνωστοί διεθνείς παίκτες, οι οποίοι έχουν συμφέροντα στην περιοχή. Εφόσον η αντίδραση είναι χαλαρή, δηλαδή περιορίζεται σε φραστικό επίπεδο, όπως οι διαμαρτυρίες των άμεσα θιγόμενων και η συμπάθεια του διεθνούς παράγοντα προς αυτόν, τότε δεν υπάρχει πρακτικό εμπόδιο. Η συνέχεια των ενεργειών του εισβολέα ενθαρρύνεται και είναι εξαιρετικά πιθανή. Φυσικά δεν είναι γνωστό το τι μπορεί να συμβαίνει στο διπλωματικό παρασκήνιο. Προς το παρόν πάντως και εκ της ανυποχώρητης τουρκικής στάσης, δεν φαίνεται να υπήρξε κάποια αποτελεσματική διπλωματική ενέργεια. Που και πως θα εκδηλωθούν οι επόμενες ενέργειες της, έχουσας την πρωτοβουλία των κινήσεων, Τουρκίας θα το δούμε προσεχώς. Δεδομένο πρέπει να θεωρείται ότι οι ενέργειες αυτές θα επηρεαστούν και από την φανερή ή/και μυστική στάση μεγάλων και μικρότερων δυνάμεων. Όμως οι δικές μας πρωτοβουλίες και η εν γένει στάση μας ποιες θα είναι;

Δυστυχώς δεν φαίνεται να είμαστε ικανοί να υπερασπιστούμε τα εθνικά μας δίκαια, για έναν και μόνο λόγο. Δεν δείχνουμε να έχουμε συναίσθηση της σοβαρότητας της κατάστασης. Η έντονη διαμαρτυρία μας και η επίκληση του δικαίου, δεν αρκούν για να επιβληθεί η δική μας θέληση έναντι εκείνης του αντιπάλου. Τίθεται ακόμα και το ερώτημα για το ποια είναι η θέλησή μας, τι θέλει να επιτύχει το επίσημο ελληνικό κράτος εν όψει της συγκεκριμένης απειλής; Ανεξάρτητα ποια θα είναι η απάντηση, η πολιτική ηγεσία της χώρας δείχνει στην πράξη ανίκανη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Μια ακόμα απόδειξη είναι και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την πρόσφατη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας στο Κοινοβούλιο. Το επίπεδο και το ύφος της πολιτικής συζήτησης προκαλεί λύπη και απογοήτευση σε πολλούς Έλληνες. Όμως οι ύβρεις και οι προσβολές των πολιτικών εκατέρωθεν, έχουν ένα πολύ χειρότερο αποτέλεσμα. Εξαφανίζουν την όποια πιθανότητα συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων στο μείζον, την ασφάλεια δηλαδή της χώρας και την προστασία των συμφερόντων και των δικαιωμάτων της.

Έχω εμπιστοσύνη στους επαγγελματίες διπλωμάτες και στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μου. Δεν εμπιστεύομαι όμως την υπερκείμενή τους αρχή, εκείνη που θα έχει την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη για ότι συμβεί, δηλαδή την πολιτική ηγεσία. Αυτή οδήγησε διαχρονικά την χώρα στην πτώχευση και εξ αυτής στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας μέσω των μνημονίων, προτάσσοντας το κομματικό έναντι του εθνικού συμφέροντος. Το ίδιο συμφέρον την καθοδηγεί και σήμερα καθιστώντας την ανίκανη να διαχειριστεί την τουρκική απειλή, η οποία βρίσκεται προ των πυλών. Αυτό βέβαια το γνωρίζει και ο αντίπαλος, ο οποίος επιλέγει χρόνο ενεργείας εντός προεκλογικής περιόδου. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την αδυναμία των Ελλήνων γενικά, αλλά πολύ περισσότερο προεκλογικά, να συνεννοηθούν στοιχειωδώς. Βάσει ιστορικών δεδομένων, αναμένει προεκλογικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις να ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με τους εσωτερικούς τους «εχθρούς». Οι πολιτικοί να μεταδώσουν και στον λαό ένα κλίμα οξύτητας, τεχνητής πόλωσης και εν τέλει πιθανού διχασμού. Νυν υπέρ πάντων ο κομματικός αγών στην Ελλάδα. Πάντως, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου βλέπουν τώρα ένα «παράθυρο ευκαιρίας» και θα ενεργήσουν ανάλογα. Εύχομαι, σε αυτό να πέφτω πολύ έξω.