Η δημοσκοπική κατάρρευση της ΝΔ ωθεί το μέγαρο μαξίμου να διακινεί σενάρια περί αλλαγής του εκλογικού νόμου αρχικά στη νύφη (ΜΜΕ) για να σφυγμομετρήσει την πεθερά (ελληνική κοινωνία).
Καπνός χωρίς φωτιά όμως δεν υπάρχει…
Ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα, κατά τη λαϊκή έκφραση, πάλι, για τον εκλογικό νόμο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πιο σοβαρά. Η διάλυση του πολιτικού συστήματος, έτσι όπως εξελίσσεται, έχει ανοίξει την όρεξή του και τον έχει κάνει να ονειρεύεται «καρβέλια» με νέα μικροκομματικά παιχνίδια, τα οποία εκτιμά ότι θα του επιτρέψουν να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία, έστω και χωρίς την αναγκαία και επαρκή λαϊκή νομιμοποίηση.
Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Από το Μέγαρο Μαξίμου έχουν αρχίσει να εκπορεύονται διαρροές αναφορικά με το ζήτημα μιας νέας αλλαγής του εκλογικού συστήματος, οι οποίες έχουν στόχο να σφυγμομετρήσουν καταρχάς τις αντιδράσεις τόσο σε επίπεδο κοινής γνώμης όσο και εντός της Βουλής. Η «ανταπόκριση» ειδικά από τα άλλα κόμματα έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω της συνταγματικής πρόβλεψης που απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία για μια τέτοια, άμεση, αλλαγή.
Η συγκυρία επίσης παίζει τεράστιο ρόλο, καθώς τα σχέδια αυτά συνδυάζονται εν όψει της ερχόμενης άνοιξης με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και το ενδεχόμενο να επισπευσθούν με αφορμή αυτό αλλά και με αιχμή την πορεία των εθνικών θεμάτων οι πολιτικές εξελίξεις. Ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να έχει (παλαιότερα) διαβεβαιώσει ότι θα εξαντλήσει την τετραετία, αλλά ακόμη και στελέχη του κυβερνητικού χώρου αναγνωρίζουν ότι το προσεχές τετράμηνο θα υπάρχει αρκετή ρευστότητα, καθώς τα στοιχεία μεταβάλλονται διαρκώς και η σιγουριά της προηγούμενης πενταετίας έχει απολεσθεί οριστικά.
Από την άλλη πλευρά, την εκτίμηση ότι μπορεί να επιχειρηθεί ένας «αιφνιδιασμός» μέχρι τις αρχές του νέου έτους από τον κ. Μητσοτάκη συμμερίζεται, σύμφωνα με πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας», και ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος, ύστερα από την πρωθυπουργική «αναγνώριση» που έλαβε την περασμένη Τρίτη στη Βουλή και τη δημοσκοπική εκτίναξη του ΠΑΣΟΚ στα επίπεδα του 19%-20%, αντιμετωπίζεται ως de facto «αξιωματική αντιπολίτευση» στη θέση του καταρρέοντος ΣΥΡΙΖΑ. Αρκετοί μάλιστα είδαν αυτήν την πολωτική εμφάνιση του κ. Μητσοτάκη προς όλες τις άλλες πολιτικές πλευρές (συμπεριλαμβανομένου και του εντός των τειχών Αντ. Σαμαρά) ως μια πρώτη «προεκλογική πρόβα», καθώς αναζητεί τρόπο να βγει και από το αδιέξοδο που τον απειλεί όσον αφορά την προεδρική εκλογή.
Μάλιστα, ενώ μέχρι πρότινος έδειχνε επικρατέστερη η επιλογή ενός «δεξιού» για να συσπειρώσει τη Ν.Δ., τώρα η εξελισσόμενη νέα μάχη του Κέντρου θέτει κι άλλα διλήμματα. Και είναι ενδεικτικό ότι στη λίστα των πιθανών «κεντροαριστερών» υποψηφίων προστέθηκε εσχάτως, σύμφωνα με πληροφορίες, μέχρι και το όνομα του συνταγματολόγου Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος θεωρείται ότι μπορεί να στριμώξει το ΠΑΣΟΚ, δοθέντος ότι, εκτός των άλλων, έχει διατελέσει πρόεδρος κοινής αποδοχής στην επιτροπή για τον νέο φορέα (πρόδρομο του σημερινού ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής) της Κεντροαριστεράς το 2017.
Ανεξάρτητα από τις τελικές αποφάσεις, καθώς οι εισηγήσεις φέρεται ότι ποικίλλουν, η ευκαιρία, όπως αναγνωρίζεται, είναι μοναδική για να επιχειρήσει ο κ. Μητσοτάκης να διατηρήσει το πολιτικό παιχνίδι έστω και «σημαδεμένο» στα δικά του μέτρα. Ηδη ορισμένα κρίσιμα δεδομένα είναι αμείλικτα και η πιθανή μεταβολή τους θα είναι μόνο επί τα χείρω για το κυβερνών κόμμα λόγω της διαρκούς επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης για τα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά.
Καταρχάς, από τις ευρωεκλογές και μετά έχει χαθεί οριστικά τουλάχιστον το 10% από την αρχική δύναμη του 40%-41% της Ν.Δ. και το οποίο παρ’ όλες τις ενέσεις δεν επαναπατρίζεται. Αντιθέτως, η συμπίεση, προϊόντος του χρόνου, θα μεγαλώνει, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπικές καμπύλες που έχει υπόψη του και το Μέγαρο Μαξίμου. Το 30%-31% δείχνει να είναι πλέον το ταβάνι. Επομένως, με βάση τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, η αυτοδυναμία θεωρείται από τώρα ανέφικτη, ενισχύοντας τις φυγόκεντρες τάσεις. Αν μάλιστα συνεχίσει να πορεύεται με μια τέτοια προοπτική ο κ. Μητσοτάκης, τότε κινδυνεύει και με μεγαλύτερη εσωτερική αποδυνάμωση ο ίδιος εντός της Ν.Δ. Κι αν σήμερα το θέμα ηγεσίας τίθεται με τη μορφή ψιθύρων, νομοτελειακά θα ακολουθήσουν οι κραυγές.
Με το ισχύον σύστημα, το πρώτο κόμμα διασφαλίζει την αυτοδυναμία εάν συγκεντρώνει ποσοστό στην περιοχή του 37%. Στις επιδιώξεις του κ. Μητσοτάκη είναι να κατεβάσει τον πήχη αυτό στα όρια του 32%-33%, εκτιμώντας ότι με την ανάλογη προεκλογική πόλωση και συσπείρωση θα μπορέσει να το πιάσει η Ν.Δ. Η δεύτερη αλλαγή που καλλιεργείται έχει να κάνει με την αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5%, γύρω από την οποία ωστόσο επιχειρείται μια κουτοπονηριά.
Η κυβερνητική προπαγάνδα για να δικαιολογήσει την ανάγκη αύξησης του πλαφόν προτάσσει την «πολυδιάσπαση» -ακόμη και με όρους «κουρελού»- που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις και προοιωνίζεται τη συμμετοχή έως και δέκα κομμάτων στην επόμενη Βουλή. Πέραν του σαφούς ελλείμματος δημοκρατικότητας στο επιχείρημα αυτό, η πραγματικότητα είναι ότι όσο περισσότερα κόμματα «πετάξει» εκτός Βουλής η Ν.Δ. τόσο χαμηλότερα θα πέσει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Επίσης, ενώ γίνεται επίκληση άλλων χωρών που έχουν το όριο στο 5%, όπως η Γερμανία, αποκρύπτεται ότι εκεί το εκλογικό σύστημα δεν είναι η ενισχυμένη αλλά η πλήρης και απόλυτη απλή αναλογική.
Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι δολίως το Μαξίμου ρίχνει το θέμα του πλαφόν του 5% στο τραπέζι σαν δόλωμα, χωρίς να διστάσει να το αποσύρει εάν πετύχει κάποια συμφωνία για τη μείωση του ορίου αυτοδυναμίας, που είναι και το μείζον. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι, αν και η Ν.Δ. διαθέτει αυτή τη στιγμή (156+1) 157 βουλευτές, η συγκέντρωση των 200 που απαιτούνται για άμεση εφαρμογή των όποιων αλλαγών δεν δείχνει και τόσο ανέφικτη μέσα από διάφορους συνδυασμούς με βάση την υπάρχουσα γεωγραφία της Βουλής. Δεν περνά απαρατήρητο άλλωστε ότι μέχρι στιγμής κανένα κόμμα -και ειδικώς αυτά που θα μπορούσαν να έχουν λόγο- δεν έχει αποσαφηνίσει τις προθέσεις του απέναντι στα σχετικά σενάρια που πλημμυρίζουν τα πολιτικά παρασκήνια. Επίσης, στο πλαίσιο της ίδιας τυχοδιωκτικής τακτικής, για να πιεστούν τα κόμματα να συναινέσουν, από την κυβερνητική ηγεσία επικρέμαται η απειλή των δεύτερων εκλογών, στις οποίες έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι οι μικρότεροι παίκτες συμπιέζονται, ενίοτε και στα όρια της εξαφάνισης.
«Οπλο» του, το δίλημμα της «ακυβερνησίας»
Το πιο σοβαρό «όπλο» που διαθέτει η κυβέρνηση είναι ότι αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει από καμία πλευρά συγκροτημένη αντιπολίτευση ικανή να διεκδικήσει με πραγματικούς όρους την εξουσία. Επομένως το δίλημμα της «ακυβερνησίας» γίνεται εντονότερο σε σημαντικά τμήματα του εκλογικού σώματος που σήμερα αμφιταλαντεύονται και κάνει ισχυρότερο τον εκβιασμό του κ. Μητσοτάκη για την αποφυγή επαναληπτικής εκλογικής αναμέτρησης. Αυτό που στην πραγματικότητα ισχύει βέβαια είναι ότι ακόμη κι αν ήθελαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης -με την κατάσταση που επικρατεί και στις μεταξύ τους σχέσεις- δεν προλαβαίνουν μέσα σε περίπου 100 ημέρες να δημιουργήσουν συνθήκες ανατροπής της Ν.Δ. από την πρώτη θέση. Γι’ αυτό το timing για τον κ. Μητσοτάκη λογίζεται ως το πιο ιδανικό. Μετά την άνοιξη -και με τους πάντες πια εναντίον του- το παιχνίδι θα παίζεται με διαφορετικούς όρους.