Ο ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ έχει το θάρρος της γνώμης του, όπως δείχνει το περιεχόμενο της συνέντευξής του στη WSJ. Παρά τα αρνητικά αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, ο Μπους εμμένει σταθερά στην πολιτική του απέναντι στο Ιράκ, την οικονομία, τη φορολογική πολιτική και τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας.

Η στρατηγική αυτή ενέχει κινδύνους, επειδή, εάν χάσουν οι Ρεπουμπλικάνοι, οι Δημοκρατικοί θα είναι σε θέση να ασκήσουν δριμύτερη κριτική σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Η τελευταία διετία στην εξουσία θα μπορούσε να είναι πολύ άσχημη και οι πιθανότητες υποχώρησης των Αμερικανών στο Ιράκ θα αυξάνονταν. Από την άλλη πλευρά, ο Μπους θα θεωρηθεί υπεύθυνος για κάθε απώλεια των Ρεπουμπλικανών, κατά συνέπεια θα πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αποτρέψει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Εάν πάλι, το κόμμα του κερδίσει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, τότε θα αξίζει να του αποδοθούν τα εύσημα.

«Το πρόβλημα με τη σημερινή εξωτερική πολιτική ήταν ότι κάτω από την επιφάνεια υπήρχε μίσος και αγανάκτηση, τα οποία ενδυνάμωσαν το ριζοσπαστικό Ισλάμ, το οποίο τελικά προκάλεσε τις τρομοκρατικές επιθέσεις που κόστισαν τη ζωή σε 3.000 συμπολίτες μας. Ορκίστηκα και πήρα την απόφαση όχι μόνο να επιτεθώ αλλά να προλάβω αυτούς τους ανθρώπους πριν μας επιτεθούν ξανά», είπε χαρακτηριστικά ο Μπους. Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο, οι Αμερικανοί πρέπει να θυμούνται ότι και οι ίδιοι αντιμετώπισαν προβλήματα και ότι η δημοκρατία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ως παράδειγμα παραθέτει τις Παλαιστινιακές εκλογές, που ανέδειξαν στην εξουσία τη Χαμάς και θεωρεί απαράδεκτο το στρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης.

Η διαδικασία αλλαγών στη Μέση Ανατολή θα είναι διαφορετική ανάλογα με τη χώρα, επισημαίνει. Για παράδειγμα, στο Κουβέιτ επιτρέπεται σήμερα η ψήφος των γυναικών, ενώ δεν παραλείπει να επισημάνει και τις αλλαγές που έχουν δρομολογηθεί στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Οσον αφορά το Ιράκ, ο Μπους εμφανίζεται σκεπτικός, αναλογιζόμενος το κόστος της αποτυχίας γι΄αυτό και δεν εκπλήσσεται που ο πόλεμος αυτός έχει δημιουργήσει τόσο μεγάλη δυσαρέσκεια στον αμερικανικό λαό.

Ο Αμερικανός πρόεδρος μιλά με έμφαση όταν συνδέει το Ιράκ με την ευρύτερη προσπάθεια για αλλαγές στη Μέση Ανατολή και αναφέρει ότι ο πόλεμος στο Ιράκ είναι η πρώτη αληθινή δοκιμασία της δέσμευσης του αμερικανικού έθνους σε αυτόν τον αγώνα. Αναφερόμενος στο θέμα του Ιράν, γνωρίζει τη δυσαρέσκεια που δημιούργησε η πρόσφατη επίσκεψη του πρώην Ιρανού προέδρου Μοχάμεντ Χαταμί. Εκφράζει δε την ελπίδα ότι οι Ιρανοί θα πειστούν με τη διπλωματία να εγκαταλείψουν τις πυρηνικές φιλοδοξίες τους. Από την άλλη πλευρά, ο Μπους παραμένει αμετάπιστος σχετικά με το χαρακτήρα του ιρανικού καθεστώτος ερωτηθείς εάν το παράδειγμα της Β.Κορέας διδάσκει κάτι σχετικά με την περίπτωση του Ιράν. Πάντως, ο Μπους παραδέχεται ότι το Ιράν θα αποτελέσει το μεγάλο δίλημμα που θα τον απασχολήσει κατά την υπόλοιπη διάρκεια της θητείας του.

Επίσης, ο Μπους επιθυμεί η χώρα του να αναπτυχθεί, να επενδύσει, να αποταμιεύσει, να μεγαλώσει και να εκπαιδεύσει τα παιδιά της. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος που χρησιμοποιεί ο πρόεδρος για να πει πόσο δύσκολο είναι για μία δημοκρατία να υποστηρίξει έναν πόλεμο χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος εχθρός. Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρόεδρος υποστηρίζει ότι οι μυστικές υπηρεσίες λειτουργούν καλύτερα σήμερα σε σχέση με τον τρόπο που λειτουργούσαν πριν από την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.

Κλείνοντας, αναφέρεται στον Τρούμαν λέγοντας: «Αμφιβάλω εάν ο Τρούμαν θα μπορούσε να προβλέψει πόσο θα διαρκούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, ωστόσο επιδοκιμάζω τον Τρούμαν επειδή άρχισε τον πόλεμο, εξαιτίας του οποίου έχασε τη δημοτικότητά του». Η αναφορά αυτή στον Τρούμαν υποδηλώνει ότι ίσως ο Μπους έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι δεν θα αναγνωριστεί η συνεισφορά του στην αμερικανική πολιτική απέναντι στη Μέση Ανατολή.