Για πρώτη φορά ο πρώην Αναπληρωτής Υπουργός του ΠΑΣΟΚ, κ. Τάσος Γιαννίτσης, μίλησε στη «Φωνή της Ελλάδας» και το δημοσιογράφο Άγγελο Μόσχοβα, για τον κύκλο των διαπραγματεύσεων της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τον Δεκέμβριο του 2003, καθώς και για την πορεία της τελικής τους διακοπής από την κυβέρνηση της ΝΔ. ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Α.Μ.: Eίχαμε όντως φτάσει κοντά σε συμφωνία με τους Τούρκους όπως υποστηρίζει ο κ. Παπανδρέου, ή όχι όπως λέει η κυβέρνηση;
Τ.Γ : Είχαμε φτάσει σε ένα σημείο που η προετοιμασία είχε προχωρήσει εξαιρετικά, η τεχνική προετοιμασία σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, τεχνικών, ανώτατων στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών και φυσικά με την καθοδήγηση του Υπουργού, κ. Γιώργου Παπανδρέου, και του πρωθυπουργού, κ. Σημίτη.
Όλα επέτρεπαν μετά τις εκλογές να ξεκινήσει η πολιτική διαδικασία. Οι συνθήκες για την Ελλάδα τότε ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές, γιατί υπήρχε η ρύθμιση του Ελσίνκι, που προέβλεπε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι διμερώς η Ελλάδα, απαιτεί από τις δύο χώρες και κυρίως από την Τουρκία βέβαια, η οποία δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για τη Χάγη, αλλά απαιτεί προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία διαπραγμάτευσης της Τουρκίας, στο μέτρο που οι δύο χώρες δεν μπορούν να βρουν μεταξύ τους λύση για τις διαφορές, να πάνε στο δικαστήριο της Χάγης γι’ αυτές τις διαφορές.
Άρα η Ελλάδα είχε ένα εξαιρετικά σημαντικό διαπραγματευτικό μοχλό στα χέρια της, ώστε αξιοποιώντας την τεχνική προεργασία που είχε γίνει να μπορέσει να ξεκινήσει την πολιτική διαπραγμάτευση και να καταλήξει να συνυπογράψει ένα συνυποσχετικό με την  Τουρκία για το θέμα αυτό. Ανέφερα μετά τις εκλογές, γιατί ακούγεται το επιχείρημα, ότι αν είχαμε φτάσει σε ένα σημείο πολύ κοντά, γιατί δεν το έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση; Νομίζω ότι αυτό είναι εξαιρετικά αφελές επιχείρημα, διότι πρώτον, μία κυβέρνηση δε θα μπορούσε ποτέ να ξεκινήσει μία τέτοια διαδικασία, η διάρκεια της οποίας σίγουρα θα μπορούσε να έχει παρθεί και με κάθε νομιμοποίηση θα μπορούσε να έχει επεκταθεί μέχρι τα τέλη του 2004, μέχρι δηλαδή πριν το Συμβούλιο Κορυφής τότε.
Άρα δε θα ήταν λογικό να ξεκινήσει από μία κυβέρνηση προεκλογικά, όταν η κυβέρνηση αυτή θα γνώριζε, και όλος ο πολιτικός κόσμος και η Ελλάδα γνώριζε, ότι είναι μία διαδικασία μακρόχρονη και δεν μπορεί να διακοπεί εξαιτίας των εκλογών, ούτε να παρεμβληθούν μετά καινούρια πρόσωπα και καινούρια κυβέρνηση. Δεύτερον, προφανώς χρειάζεται μια πολιτική νομιμοποίηση και νομίζω ότι καμία κυβέρνηση σε oποιοδήποτε χρονικό σημείο δε θα μπορούσε εύκολα να πει ότι δύο μήνες πριν τις εκλογές ξεκινάω αυτή την ιστορία και παίρνω αποφάσεις που δεσμεύουν τη χώρα. Και το τρίτο, αν θέλετε, που είναι και το πιο σημαντικό, πρακτικά το πιο σημαντικό, είναι ότι η Τουρκία θα ήταν απίστευτα αφελής να δεχτεί να κλείσει αυτή την διαπραγμάτευση πριν να είναι σίγουρη ότι θα πάρει το πράσινο φως από το Συμβούλιο Κορυφής του Δεκεμβρίου του 2004 το οποίο ήταν γι΄ αυτή το αντάλλαγμα να δεχτεί να πάει στη Χάγη.
Δηλαδή, δε θα μπορούσε ποτέ να έχει δεχτεί δέκα ή δώδεκα μήνες πριν, κάτι τέτοιο έχοντας μια πλήρη αμφιβολία για το αν τελικά θα γίνει δεκτή από τις άλλες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις. Αυτό το θέμα ήταν ανοιχτό μέχρι την τελευταία στιγμή και γι΄ αυτό υποστηρίζω ότι η όλη διαπραγμάτευση θα έκλεινε και με την Ελλάδα τη στιγμή που η Τουρκία θα ήταν σίγουρη πλέον, έστω λίγες μέρες πριν ή ακόμα και τη μέρα του Συμβουλίου Κορυφής, την ημέρα δηλαδή που θα έπαιρνε πραγματικά το πράσινο φως. Αλλιώς, δεν θα είχε κανένα απολύτως λόγο να κάνει αυτή την υποχώρηση και να δεχτεί να κάνει την πρώτη κίνηση.
Α.Μ : Σχετικά με το πρώτο σας επιχείρημα απαντάει η κυβέρνηση, ο κ. Ρουσόπουλος τουλάχιστον, ότι περίπου το ΠΑΣΟΚ μάς λέει ότι θα τα είχε λύσει όλα αν έπαιρνε πάλι τις εκλογές και αίφνης εμφανίζεται ότι είχε κάποια πράγματα δρομολογημένα λίγο πριν τις εκλογές. Είναι λίγο ύποπτο στα μάτια της κοινής γνώμης.
Τ.Γ : Όχι, ο κ. Ρουσόπουλος νομίζω ότι κάνει έναν περίεργο ελιγμό και λέει ότι παραλάβανε από την προηγούμενη κυβέρνηση ένα εκτενές υπόμνημα- και φυσικά δεν ήταν μόνο το υπόμνημα, ήταν όλη η προεργασία που είναι κατατεθειμένη, είναι εκατοντάδες σελίδων πρακτικό- και δε σχολιάζει από εκεί και πέρα, δεν υπήρχε λέει εκεί μέσα καμία συμφωνία. Ενώ η ουσία της συμφωνίας δεν είναι ότι παρέλαβε μία διαδικασία η οποία ήταν αδύναμη, είχε κενά, ήταν ατελής. Η ουσία ήταν, ότι η καινούρια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας απλούστατα δεν ήθελε να προχωρήσει και το δήλωσε μάλιστα και έκανε δηλώσεις και ο κ. Καραμανλής και ο κ. Μολυβιάτης την περίοδο του Κυπριακού Δημοψηφίσματος με σαφή τρόπο, όπου ουσιαστικά άφηναν να εννοηθεί ότι θα εγκαταλειπόταν η ιστορία αυτή του Δικαστηρίου της Χάγης. Επομένως, αν το επιχείρημα είναι ότι παρέλαβαν μία ατελή διαδικασία με κενά δεν είχαν παρά να τη συμπληρώσουν και είχαν αρκετούς μήνες μπροστά τους, ή να έρθουν να πουν τότε, πράγμα που δεν είπαν ποτέ, ότι θέλουν να πάνε στη Χάγη, έχουνε κενά με τη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί και θα κοιτάξουνε πως θα τα καλύψουνε, αλλά θέλουνε να πάνε στη Χάγη. Ποτέ δεν ελέχθη αυτό, αντίθετα αφέθηκε η Χάγη να πέσει. Και νομίζω ότι αφέθηκε μία ευκαιρία που δε θα ξαναπροκύψει ποτέ.
Η πρόβλεψη είναι δυσοίωνη, αλλά δε θα ξαναπροκύψει, γιατί η ρύθμιση αυτή που ζητούσε από την Τουρκία και από την Ελλάδα βεβαίως να πάνε στη Χάγη δεν ήταν αποτέλεσμα μιας διμερούς διαπραγμάτευσης Ελλάδας – Τουρκίας, όπου η Τουρκία δέχτηκε να πάει εκεί πέρα και θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ναι , ας το ξαναδιαπραγματευτούμε, πιθανότατα να το πετύχουμε. Η ρύθμιση να πάει η Τουρκία στη Χάγη ήταν απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχοντας τότε κάθε διάθεση θετική να δεχτεί τη Τουρκία ως χώρα μέλος και να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις επέβαλλε στην Τουρκία, ήταν μία επιβολή άνωθεν, ότι αν θες να προχωρήσουμε θα πας και στη Χάγη για τα θέματα που έχεις με την Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή, όπως γνωρίζετε, στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει ένα κλίμα πολύ αρνητικό για την Τουρκία.
Η Τουρκία το βλέπει αυτό και φυσικά έχει τις αμφιβολίες της για το κατά πόσο οι Ευρωπαίοι πράγματι τη θέλουν. Οι μεν Ευρωπαίοι δεν έχουν κανένα λόγο να πουν στην Τουρκία ξανά να πάει στη Χάγη για να λύσει τα θέματά της με την Ελλάδα, γιατί αυτό σημαίνει από δική τους πλευρά ότι κάνουν ένα βήμα θετικό αν η Τουρκία αποδεχτεί αυτό τον όρο να την αντιμετωπίσουν και αυτοί θετικά. Και βεβαίως δε νομίζω ότι το κλίμα αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είναι τέτοιο. Ούτε στην Τουρκία από την άλλη μεριά, γιατί σκέφτονται πως θα κάνουμε τα βήματα με το ενδεχόμενο να μην μπούμε ποτέ ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, καταλαβαίνετε αυτό είναι που είπα πριν, ότι οι συνθήκες για να επαναληφθεί κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξαναβρεθούν μπροστά μας.
Α.Μ : Ωστόσο, αυτά τα δεδομένα, εννοώντας το κλίμα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα το έβρισκε και το ΠΑΣΟΚ μπροστά του αν κέρδιζε τις εκλογές του 2004.
T.Γ – ΄Οχι, κ. Μόσχοβα, γιατί το κλίμα πριν το Δεκέμβριο του 2004 ήταν εξαιρετικά θετικό για την Τουρκία. Η Ελλάδα είχε το μοχλό της έναρξης των διαπραγματεύσεων της Τουρκίας να τον εγκρίνει ή όχι και επομένως θα μπορούσε να έχει διαπραγματευτικά το πάνω χέρι. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε προετοιμάσει όλη αυτή τη διαδικασία με τη συμφωνία και τις ρυθμίσεις του Ελσίνκι. Και ήταν γι΄ αυτή  θέμα απόλυτης πολιτικής αξιοπιστίας να προχωρήσει αυτό το πράγμα. Από τη στιγμή που εγκαταλείφθηκε ο Δεκέμβρης του 2004 στη  συνέχεια άρχισαν να φαίνονται τα διάφορα προβλήματα, τα οποία μας έχουν οδηγήσει στην εικόνα που έχουμε σήμερα. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δε θα είχε αυτό το πρόβλημα με κανένα τρόπο. Απεναντίας, θα είχε εξασφαλίσει, εάν είχαμε ακολουθήσει τη διαδικασία αυτή, ότι οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας σε ό,τι αφορά την υφαλοκρυπίδα, τα χωρικά ύδατα της χώρας κλπ, θα επιλύνονταν κάποια στιγμή, ασχέτως αν οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη ήταν να εξελιχθούν ομαλά ή άσχημα. Διότι, αυτή τη στιγμή αν θα εξελιχθούν άσχημα ή ανώμαλα, θα έχει αντίκτυπο στην Ελλάδα. Ενώ, αν είχε δρομολογηθεί η διαδικασία αυτή, καταλαβαίνετε, ότι αυτό θα είχε απεξαρτήσει την πορεία των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας από τις οποιεσδήποτε ανωμαλίες προκύπτουν σε επίπεδο σχέσεων Ευρώπης –Τουρκίας.