Η οικονομική εφημερίδα LA TRIBUNE δημοσιεύει άρθρο του Pascal Boulard με τίτλο «Η ωραία Ελένη γίνεται ακόμη πιό ελκυστική» κάνοντας λογοπαίγνιο ανάμεσα στο όνομα Ελένη και το ουσιαστικό ελληνίδα και υπότιτλο «Το ΑΕΠ της Ελλάδας αναθεωρήθηκε κατά 25%, αποκαλύπτοντας μία πιό δυναμική δραστηριότητα, απ΄ότι φαίνεται.

 Οι τράπεζες αποτελούν ένα καλό μέσο γιά τη δημιουργία αυτού του πλούτου», το οποίο αναφέρει:
Λίγο πριν, από περισσότερο από ένα μήνα, ο έλληνας υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης παρουσίασε έναν έξυπνο υπολογισμό, ο οποίος αυξάνει κατά 25,7 το ΑΕΠ της χώρας του. Την ανακοίνωσή του ακολούθησαν έντονα σχόλια. Η αντιπολίτευση τον κατηγόρησε, ότι μαγειρεύει  οικονομικές στατιστικές, σύμφωνα με το συμφέρον του.Τα ΜΜΕ, ελάχιστα επιρρεπή στην προσεκτική μελέτη της οικονομετρίας, δεν συγκράτησαν ως λόγους ανάπτυξης, παρά μόνο την πορνεία και το λαθρεμπόριο των ποτών και των καυσίμων.
Εν τω μεταξύ, το Χρηματιστήριο των Αθηνών συνέχισε την ήρεμη άνοδό του, χωρίς να ανησυχεί από την αναταραχή. Η τελευταία μεγάλη αναθεώρηση του ελληνικού ΑΕΠ χρονολογείται από το 1993-1994 και βασίζεται σε μία απογραφή του 1981. Και αυτή, που προβλεπόταν γιά το 2002 δεν πραγματοποιήθηκε. Βέβαια, δέκα χρόνια μετά την τελευταία αναθεώρηση, η ελληνική οικονομία άλλαξε ύφος. Η αλιεία, η γεωργία και η βιομηχανία ξυλείας παραχώρησαν τη θέση τους στις βιομηχανίες υπηρεσιών, όχι ειδικά τις πιό παλιές του κόσμου. Αυτή τη φορά, οι ελληνικές στατιστικές συμπεριέλαβαν περισσότερους τομείς της οικονομίας, σε σχέση με το 1993-1994 και βασίζονται στην απογραφή του 2001.
Πιό πλούσια απ΄ότι πιστεύουμε.
Αποκαλύφθηκε  ότι το χονδρεμπόριο παρήγαγε περισσότερο πλούτο, απ’ ότι άφηναν να υποτεθεί οι προηγούμενοι αριθμοί (+16,4%). Ο ξενοδοχειακός τομέας αποδίδει επίσης πολύ καλά (15,4%), το ίδιο και ο κατασκευαστικός τομέας (+11%). Η σύγχυση, που συντηρήθηκε από τα σχόλια προέρχεται ίσως από μία μελέτη της παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία εκτιμά ότι η παραοικονομία αντιπροσωπεύει το 28,6% της επίσημης οικονομίας. ΄Αρα, το λαθρεμπόριο ποτών και το παράνομο εμπόριο των φαρμάκων δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο το 0,7% της αναθεώρησης του 25,7% του ΑΕΠ. Σε αντίθεση με τις φήμες, η πορνεία δεν περιλαμβάνεται. Για ορισμένους, όμως, η παραοικονομία- αυτή που δεν καταβάλλει φόρους- θα αντιπροσώπευε περισσότερο από το ένα τρίτο του προηγούμενου ΑΕΠ.
Με λίγα λόγια, η Ελλάδα είναι πιό πλούσια από ότι πιστεύουμε και μπορούμε ήδη να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα. Πρωτ΄απ’ όλα, η έγνοια γιά τη μείωση του ελλείματος του προϋπολογισμού στα όρια της συνθήκης του Maastricht είναι λιγότερο πιεστική ( το έλλειμμα πρέπει να αντιπροσωπεύει το πολύ το 3% του ΑΕΠ και το χρέος το 60% του ΑΕΠ). Δεύτερον, η συμμετοχή της χώρας στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό θα έπρεπε να αυξηθεί, σύμφωνα με την αρχή «εάν είμαστε πιό πλούσιοι πληρώνουμε περισσότερα». Τρίτον, ο έλληνας πολίτης δεν νοιώθει πιό πλούσιος μετά από αυτή την αναθεώρηση, αφού η περιουσία του παρέμεινε η ίδια.
Αντίθετα στο μακροοικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα θα μπει στην πρόκληση, να δανεισθεί γιά να καλύψει την απώλεια από κάποια διαρθρωτικά ταμεία των Βρυξελών, τα οποία δεν μπορούν πιά να χρησιμοποιηθούν, παρά μόνο υπό τον όρο της συγχρηματοδότησης. Μιλάμε γιά είκοσι δις ΕΥΡΩ. Αποτελεί κίνητρο γιά την οικονομία, ενέχει όμως τον κίνδυνο να επιβαρύνει τα οικονομικά στοιχεία της χώρας.Το Χρηματιστήριο όμως των Αθηνών δεν νοιάζεται, παρά μόνο γιά ελάχιστες μακρο-οικονομικές εκθέσεις. Διαπραγματεύεται επί μιάς πολλαπλής κεφαλαιοποίησης, η οποία αναποκρίνεται κατά 14 φορές λιγότερο στα κέρδη του 2007, γεγονός που το καθιστά το λιγότερο ακριβό χρηματιστήριο διεθνώς.

Καθαρά κέρδη μεγαλύτερα από το 30%.

Γιά να πετύχεις τον ξαφνικό ελληνικό πλουτισμό, πρέπει χωρίς αμφιβολία να παραχωρήσεις προνόμια στις τράπεζες, χωρίς να ξεχάσεις τα καζίνο και τα ξενοδοχεία.

Η χρηματιστηριακή εταιρεία Πήγασος σημειώνει, ότι η αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών παρουσιάζει κερδοφορία κατά 15% υψηλότερη από τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Χωρίς αμφιβολία αυτό είναι αποτέλεσμα της ελκυστικότητας της χώρας ή τουλάχιστον των τραπεζών της.

Ας θυμηθούμε, ότι παίρνοντας τον έλεγχο της Εμπορικής Τράπεζας, η Credit Agricole έχει χωρίς αμφιβολία δώσει ιδέες.

Η AXA ανέλαβε τον Κλάδο της Ασφάλειας  της Alpha Bank για 255 εκ. ΕΥΡΩ. Αυτή θα καταγράψει μία καθαρή υπεραξία ύψους 150 εκ. ΕΥΡΩ και θα πάρει υπό την διαχείρησή της τα δικαιώματα της Axa στην Ελλάδα. Σε εννέα μήνες , το καθαρό κέρδος έκανε άλμα ύψους 31,4% γιά να αγγίξει τα 473,4 εκ. ΕΥΡΩ. Η Alpha Bank έλεγξε τα έξοδά της, μείωσε το επίπεδο των προμηθειών της και αύξησε τις τρέχουσες συναλλαγές της με τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Η Marfin Analysis κρίνει ότι  η αναβάθμισή της είναι ακόμη μέτρια και ότι δεν λαμβάνει ακόμη υπόψη της το ενδεχόμενο της επέκτασής της με την Axa.
Η Marfin Analysis έβαλε πρόσφατα ως στόχο τα 27,3 ΕΥΡΩ, που ανταποκρίνονται στο δωδεκαπλάσιο των εκτιμήσεών της γιά κέρδη ανά μετοχή γιά το 2008. Προκειμένου να υπάρξει σύγκριση, ο δείκτης DJ Euro Stoxx διαπραγματεύεται δέκα φορές πάνω από τα κέρδη του 2008. Ξαναβρίσκουμε λοιπόν την «κανονική» υπεραξία των ελληνικών τραπεζών. Σ΄αυτό τον τομέα, η Τράπεζα Πειραιώς παίρνει επίσης μέρος στο παιγνίδι. Από το 2001, αυτή η τράπεζα αύξησε κατά 50% τον αριθμό των ταμείων της (292 το Σεπτέμβριο του 2006). Εάν η επέκταση βάραινε μέ όρους κόστους, τώρα μεταφράζεται σε μία σημαντική αύξηση της δραστηριότητας. Πράγματι, η ING προσβλέπει σε μία μεσαία ανάπτυξη ύψους 22% του όγκου των συναλλαγών της Τράπεζας Πειραιώς, κατά τη διάρκεια των τριών επόμενων ετών.
΄Οταν οι έλληνες ανακαλύπτουν τον δανεισμό
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με την παροχή καταναλωτικών ή ενυπόθηκων δανείων. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, αυτά κατέγραψαν μεσαίες αυξήσεις, που ξεπερνούν το 30%. Θα συνεχισθεί αυτή η τάση;
Αρχικά ναι, διότι η υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών φαίνεται περιορισμένη, σε σχέση με την μεσαία ευρωπαϊκή. Η υπεργεννητικότητα των δεκαετιών ΄70 και΄80 θα έπρεπε να συγκρατήσει την ζήτηση γιά κατοικία, κατά τη διάρκεια των ερχόμενων ετών, και συνεπώς  αυτήν των οικιστικών δανείων. Αυτά είναι γενικά μεταβλητού επιτοκίου (το 95%), διάρκειας 20 ετών (βρίσκουμε και 25 ετών) και αντιπροσωπεύουν το 60% με 70% της χρηματοδότησης.