ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ 

Του Νικολά Σαρκοζί

Υπουργός Εσωτερικών  και Δημοσίας Διοίκησης της Γαλλίας

Πού βρίσκεται η Ευρώπη; Την επόμενη χρονιά θα είναι η πεντηκοστή επέτειος της ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Θα γιορτάσουμε το γεγονός με υπερηφάνεια, γιατί από το 1957 η ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ηπείρου πραγματοποιήθηκε με βάση τις αξίες που δεν έπαυσαν να προωθούν οι Jean Monnet, Robert Schuman, Paul-Henri Spaak, Acide de Gasperi και Konrad Adenauer, «οι ιδρυτικοί πατέρες» τους. Αυτό αποτελεί ιστορική επιτυχία. Θα γιορτάσουμε, ωστόσο, με ένα αίσθημα ανησυχίας, γιατί η Ευρώπη παρουσιάζει σήμερα σημάδια κούρασης. Θα αντιτείνουμε όμως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ήξερε, αντίθετα από κάθε προσδοκία, πώς να ανταποκριθεί στις οικονομικές προοπτικές που είχε θέσει. Ήξερε ακόμη ότι η κρίση είναι εγγενής στη δομή της, όπως η έκρηξη στον κινητήρα. Επιτρέψτε μου να επιμείνω: η κρίση είναι εδώ, είναι μπροστά μας. Ίσως η πολύ μεγάλη εγγύτητα εδώ στις Βρυξέλλες μας εμποδίζει να την αντιληφθούμε πλήρως. Είναι αλήθεια ότι οι Βέλγοι βρέθηκαν πάντοτε στην πρωτοπορία της οικοδόμησης της Ευρώπης. Η αφοσίωση των βελγικών αρχών ήταν πάντοτε προς το συμφέρον μας. Είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η κρίση δεν είναι εμφανής, βίαιη ή θορυβώδης. Είναι υπόκωφη, αλλά βαθιά. Η Ένωση λειτουργεί πια με τη δική της ταχύτητα, χωρίς πραγματική συλλογική προοπτική. Η αμφισβήτηση και η αδιαφορία έχουν εγκατασταθεί στις καρδιές των λαών μας.

          Ορισμένοι, ιδίως στη Γαλλία, εκτιμούν ότι αυτή η απογοήτευση αντιπροσωπεύει ένα σημείο ισορροπίας που μάλλον έχουμε βρει. Η αποστασιοποίηση ή μάλλον η καχυποψία των συμπολιτών μας απέναντι στο ευρωπαϊκό σχέδιο είναι, κατά κάποιο τρόπο, η φυσική αντίδραση των λαών. Θα μας συνέφερε λοιπόν να μην προσπαθήσουμε να επιτείνουμε την αντίδραση αυτή.

          Ούτε εγώ το αρνούμαι. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει βέβαια συχνά την εντύπωση ότι είναι ο δούρειος ίππος του «ξένου», τη στιγμή που οι συμπολίτες μας ποτέ πριν δεν είχαν νιώσει τόσο έντονη την ανάγκη να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα. Φαίνεται ότι ποτέ πριν η διεθνής τάξη πραγμάτων δεν είχε καταστήσει την ένωση των χωρών μας περισσότερο αναγκαία. Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά. Προσεγγίζουμε το ευρωπαϊκό πρότυπο, όπως το οραματιστήκαμε και το θεμελιώσαμε πριν από πενήντα χρόνια. Γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί από μας περισσότερη φαντασία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι φιλοδοξία μας και όχι καταναγκασμός. Εύχομαι να εμπνεύσει εκ νέου τον ενθουσιασμό των συμπολιτών μας και όχι την καχυποψία τους. Από τη μεριά μου, ήθελα πάντοτε να πιστεύω σε μια πολιτική Ευρώπη. Δεν θέλω να παύσω να πιστεύω σε αυτήν. Αυτή η προοπτική δεν είναι παρωχημένη. Είναι σύγχρονη. Και είναι σύγχρονη, γιατί οι λαοί μας γυρίζουν την πλάτη τους στα τραγικά κεφάλαια της ιστορίας μας. Είναι φιλόδοξη, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι ο δρόμος είναι δύσκολος αλλά συναρπαστικός. Αυτός ο δρόμος είναι καθημερινά δικός μας. Το γνωρίζετε καλά. Αυτή η προοπτική δικαιώνεται απέναντι στην ταραχώδη ιστορία μας. Όπως κι εσείς, δεν εννοώ να εγκατελείψω τον αγώνα μας!

          Πώς πρέπει λοιπόν να δράσουμε; Η στιγμή είναι κρίσιμη για την Ευρώπη, γιατί μέσα στους επόμενους δέκα μήνες -μετά την Ιταλία, την Ουγγαρία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας- θα διεξαχθούν εκλογές σε έντεκα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως στη Γαλλία. Στη Σλοβακία, στη Λετονία και στη Σουηδία τον Σεπτέμβριο, στη Βουλγαρία τον Οκτώβριο, στην Αυστρία και στις Κάτω Χώρες τον Νοέμβριο, τον Μάρτιο του 2007 στη Φινλανδία και στην Εσθονία, την άνοιξη στην Ιρλανδία, τον Ιούνιο στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Το 2009 θα έχουμε το μεγάλο ραντεβού των ευρωεκλογών.

Πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε από τώρα με ποιον τρόπο μπορούμε να συμφιλιώσουμε την Ευρώπη με τους Ευρωπαίους και να της επιτρέψουμε να ανακάμψει. Τολμώ να πω ενώπιόν σας, που καθημερινά κινείτε την κοινοτική μηχανή και αποφασίσατε να αφιερώσετε την επαγγελματική σας σταδιοδρομία στο μεγάλο σχέδιο της Ευρώπης, ότι οι συμπολίτες μας επιθυμούν μια Ευρώπη προσιτή και κατανοητή. Γι’ αυτό η λειτουργία της πρέπει να είναι αποτελεσματική και διαφανής. Επιβάλλεται να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Ευρωπαίων και να δραστηριοποιείται εκεί που οι εθνικές και τοπικές εξουσίες δεν επαρκούν. Με δύο λόγια, πρέπει να σκεφτούμε πώς η Ευρώπη θα λειτουργεί εκεί που πρέπει, όπως πρέπει, αλλά όχι περισσότερο από όσο πρέπει.

Προκειμένου να καταστήσουμε την Ευρώπη και πάλι δημοφιλή, πρέπει να απαντήσουμε σε τέσσερις τουλάχιστον ερωτήσεις.

 

1. Πώς θα βγούμε από την κρίση που προκάλεσαν τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία για το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος;

 

Ορισμένοι θα πουν ότι η ουσία είναι αλλού. Θα πουν ότι τα τελευταία χρόνια προβληματιζόμαστε υπερβολικά σχετικά με το θεσμικό οικοδόμημα και όχι με την πολιτική Ευρώπη. Ίσως έχουν δίκιο. Δεν θέλω να αποφύγω την ερώτηση που θα μου θέτατε για τη θέση της Γαλλίας απέναντι στο σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος μετά το δημοψήφισμα. Όπως γνωρίζετε, δεν υπήρξε ποτέ «εναλλακτικό σχέδιο» ούτε και υπάρχει εύκολη λύση. Η πολιτική όμως είναι η τέχνη του εφικτού και αποβλέπει στην επίλυση σύνθετων προβλημάτων. Εκφράστηκα ήδη για αυτό το θέμα τον περασμένο Φεβρουάριο στο Βερολίνο. Τι είχα πει τότε; Για μένα -και το λέω με λύπη μου- η Συνταγματική Συνθήκη με τη σημερινή της μορφή δεν μπορεί μάλλον να τεθεί σε ισχύ. Σε όλη τη διάρκεια της καμπάνιας υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα δέχτηκα επί μήνες επιθέσεις. Είμαι περήφανος, γιατί η πολιτική μου οικογένεια άκουσε το μήνυμά μου. Το 85% των υποστηρικτών του κόμματος που εκπροσωπώ ψήφισαν υπέρ του «ναι». Η ψήφος των Γάλλων ήταν όμως σαφής.

          Είτε μας αρέσει είτε όχι, το αρνητικό αποτελέσμα των δύο δημοψηφισμάτων ενδιαφέρει όλους μας. Οι δεκαπέντε επικυρώσεις, ορισμένες μάλιστα με δημοψήφισμα, σε άλλα κράτη της Ένωσης έχουν την ίδια πολιτική αξία με τα δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Στο νομικό πλαίσιο τα πράγματα πάντως διαφέρουν. Οι νομοθετικές διατάξεις που εμπεριέχονται στο τέταρτο μέρος της Συνθήκης είναι σαφείς. Ως υποστηρικτές της Συνταγματικής Συνθήκης τις επαναλάβαμε στους Γάλλους. Η Συνταγματική Συνθήκη δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ, αν δεν επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί. Δεν μπορούμε λοιπόν να οδηγήσουμε τους Γάλλους και τους Ολλανδούς σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα για το ίδιο ακριβώς κείμενο, εφόσον η ψήφος τους ήταν σαφής. Σε κάθε περίπτωση, γνωρίζουμε ότι ανάμεσα στα κράτη που δεν έχουν ακόμη εκφραστεί πολλά δεν έχουν πρόθεση να την επικυρώσουν. Η Γαλλία πρέπει να είναι σαφής απέναντι στους εταίρους της. Εγώ πάντως δεν θα επιθυμούσα να πω στους Γάλλους ψηφοφόρους ότι παρανόησαν την ερώτηση που τους τέθηκε.

          Ενόψει αυτής της πραγματικότητας, ερωτάται αν το έργο που πραγματοποίησε η Συνέλευση υπό την προεδρία του Valery Giscard d’ Estaing και έπειτα η Διακυβερνητική Διάσκεψη εξακολουθεί να είναι χρήσιμο. Ασφαλώς. Πρόκειται για ένα αξιόλογο έργο, το οποίο θα θυμόμαστε. Ερωτάται επίσης αν πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με τις ισχύουσες Συνθήκες, τις ανεπάρκειες των οποίων έχουμε όλοι, και πρώτος εγώ, υπογραμμίσει. Σίγουρα όχι. Πρέπει να διατηρήσουμε την πρόοδο που έχει σημειωθεί κατά την επεξεργασία της Συνταγματικής Συνθήκης. Εσείς, που εργάζεστε καθημερινά πάνω σε αυτά ερωτήματα, γνωρίζετε ότι, αν και οι προτεινόμενες λύσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Ένωσης των 25 ή 27 ήταν αναγκαίες, δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν τις ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις που μας περιμένουν. Ορισμένες προκλήσεις τίθενται από σήμερα επιτακτικά, όπως ο τρόπος χρηματοδότησης της Ένωσης. Άλλες πάλι θα τεθούν πολύ σύντομα, όπως οι σχέσεις μας με τις ραγδαία αναπτυσσόμενες νέες οικονομικές δυνάμεις, δηλαδή την Κίνα και την Ινδία.

          Ό,τι ίσχυε πριν μερικά χρόνια ισχύει ακόμη: η Ένωση πρέπει να έχει ένα κείμενο αναφοράς -είτε το ονομάσουμε Σύνταγμα είτε όχι, είτε θεμελιώδη νόμο είτε όχι-, το οποίο θα περιλαμβάνει τις τεχνικές διατάξεις που περιέχονται στις ισχύουσες Συνθήκες και θα επισφραγίζει την πολιτική διάσταση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αυτή η θεμελιώδης Συνθήκη θα πρέπει να ορίζει με σαφήνεια τι είναι η Ευρώπη. Με άλλα λόγια, πρέπει να καθορίζει ποιος έχει δικαίωμα να ανήκει σε αυτή και ποιος όχι. Συγχρόνως, θα είναι ένα κείμενο που θα προβλέπει τι θέλει να γίνει η Ένωση, ποιες πολιτικές πρέπει να επιλέγονται για κάθε σχέδιο και θα της δείχνει πώς θα συνεχίσει να προοδεύει.

          Η αναγκαιότητα της ύπαρξής του προϋποθέτει ανοικτό δημοκρατικό διάλογο και όχι μια αυστηρά διπλωματική προσέγγιση που περιορίζεται σε διαπραγματεύσεις μεταξύ ειδικών ή αρχαρίων. Γιατί να μη προσβλέπουμε σε μια μεγάλη Συνέλευση, της οποίας τα μέρη θα καθορίζονται μετά από πραγματικό δημοκρατικό διάλογο στα εθνικά κοινοβούλια, και η εντολή των οποίων θα ήταν ευρεία; Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μετά τις ευρωεκλογές του 2009. Η ευρωπαϊκή καμπάνια θα ήταν μια ευκαιρία για ένα πραγματικό διάλογο σε βάθος σχετικά με το μέλλον της Ένωσης. Οι Ευρωβουλευτές θα μπορούσαν να την αξιοποιήσουν για μια σαφή δημοκρατική εντολή.

          Πρόκειται για μια άσκηση που χρειάζεται ασφαλώς χρόνο. Χρόνο όμως που δεν διαθέτουμε, γιατί οι συμπολίτες μας βλέπουν την Ευρώπη αδύναμη να θέσει σαφείς προοπτικές και να πάρει εύλογες αποφάσεις. Οφείλουμε να αποκαταστήσουμε γρήγορα την ικανότητα της Ένωσης για τη λήψη αποφάσεων. Στα ζητήματα της ασφάλειας και της μετανάστευσης, τα γεγονότα του Λονδίνου και η μαζική άφιξη λαθρομεταναστών στα Κανάρια Νησιά μάς υπενθυμίζουν την αδυναμία μας για συλλογική δράση. Υπάρχει λοιπόν μια επιτακτική ανάγκη: να εξοπλίσουμε άμεσα την Ένωση με αποτελεσματικούς κανόνες λειτουργίας.

          Έχω ήδη κάνει προτάσεις για το πώς μπορεί η Ευρώπη να βγει από το αδιέξοδο που βρίσκεται μετά το γαλλικό και το ολλανδικό δημοψήφισμα. Στο σημείο αυτό θέλω να πάω πιο μακριά. Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε την καλύτερη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών;

          Η βελτίωση της λειτουργίας των σημερινών θεσμών πρέπει να γίνει άμεσα. Η πλειονότητα των επιτακτικών αλλαγών -που πρέπει όμως να γίνουν με προσοχή- εντοπίζεται στα κείμενα των Συνθηκών. Η Συνθήκη της Νίκαιας προβλέπει οροφή για τον αριθμό των Επιτρόπων, την οποία πρέπει να προσδιορίσουμε το 2009. Θέλω να επισημάνω επίσης ότι, παρά την απόρριψη του σχεδίου από τους Γάλλους, ένας ορισμένος αριθμός διατάξεων του Συντάγματος υπήρξε αντικείμενο ευρείας αποδοχής, τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Αν υπάρχει ένα πράγμα, για το οποίο υπήρξε σύγκλιση απόψεων κατά τη διάρκεια της καμπάνιας τόσο στο στρατόπεδο των υποστηρικτών όσο και σ’ αυτό των πολέμιων του Ευρωσυντάγματος, είναι ότι η Συνθήκη της Νίκαιας δεν είναι ικανοποιητική, γιατί δεν επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία της Ένωσης των 27. Χρειάζεται λοιπόν να καταφύγουμε σε μια «μίνι Συνθήκη» για να προχωρήσουμε στις πιο επείγουσες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Επιτρέψτε μου να μιλήσω για το περιεχόμενό της. Ποιες είναι οι προτεραιότητες κατά τη γνώμη μου;

          Η «μίνι Συνθήκη» πρέπει να αναθεωρήσει τις διατάξεις σχετικά με:

-Την επέκταση της ενισχυμένης πλειοψηφίας και της συναπόφασης, ιδίως στις δικαστικές και ποινικές υποθέσεις. 

          -Τις μορφές της ενισχυμένης πλειοψηφίας, ιδίως τον κανόνα της διπλής πλειοψηφίας.

          -Τις διατάξεις σχετικά με την κατανομή της νομοθετικής εξουσίας μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου και τις διατάξεις για την εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής από το Κοινοβούλιο.

          -Χρειάζεται να εξασφαλίζει, τέλος, την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, δηλαδή του ακόλουθου απλού κανόνα: η Ένωση δεν έχει δικαίωμα να αναλάβει δράση, παρά μόνο στην περίπτωση που είναι αποτελεσματικότερη και προσφορότερη από τη δράση των κρατών μελών. Ο σεβασμός της αρχής της επικουρικότητας επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση να λειτουργεί εκεί που πρέπει, όπως πρέπει, αλλά όχι περισσότερο από όσο πρέπει. Για τον λόγο αυτό η ενίσχυση του ρόλου των εθνικών Κοινοβουλίων με τη διαδικασία διαμεσολάβησής τους, πρέπει να περιλαμβάνεται στη «μίνι Συνθήκη».

          -Το ζήτημα της μόνιμης προεδρίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μου φαίνεται ότι δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο συζήτησης. Όλοι αναγνωρίζουν ότι θα προωθούσε πιο μακροπρόθεσμες δράσεις και θα διασφάλιζε στην Ένωση μεγαλύτερη προοπτική.

-Στη συνέχεια υπάρχει το ζήτημα της καθιέρωσης του Υπουργού Εξωτερικών που θα συγκεντρώσει τις αρμοδιότητες τόσο του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την κοινή ασφάλεια, όσο και του αρμόδιου για τις διεθνείς σχέσεις Επιτρόπου αλλά και του Προέδρου του Συμβουλίου Εξωτερικών.

          -Ακόμη δύο ζητήματα αποτελούν αντικείμενο πραγματικής σύγκλισης. Πρόκειται, καταρχάς, για την υιοθέτηση θεσμών συμμετοχικής δημοκρατίας στην Ένωσης και συγκεκριμένα το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, δηλαδή τη δυνατότητα ένα εκατομμύριο πολίτες να ζητούν από την Επιτροπή να αναλαμβάνει νομοθετικές πρωτοβουλίες. Πρόκειται επίσης για την προώθηση ενισχυμένων συνεργασιών.

          -Τέλος, ο εξοπλισμός της Ένωσης με νομική προσωπικότητα θα της επιτρέψει να συμμετέχει στη διεθνή κοινωνία.

          Όλα αυτά μπορούν να ρυθμιστούν σε μια «μίνι Συνθήκη». Θα μπορούσαμε λοιπόν να τη διαπραγματευτούμε τάχιστα, εφόσον πρόκειται για ζητήματα που έχουν επί μακρόν τύχει επεξεργασίας στην Ευρωπαϊκή Συνέλευση και τη Διακυβερνητική Διάσκεψη. Δε χρειάζεται δηλαδή να ξανανοίξουμε πολιτικά μέτωπα για ζητήματα στα οποία έχει επιτευχθεί συμφωνία.

Αυτή η «μίνι Συνθήκη» θα τροποποιεί τις Συνθήκες του Άμστερνταμ και της Νίκαιας και θα υπόκειται, όπως κι αυτές, στην επικύρωση των Κοινοβουλίων. Ο στόχος μας είναι να επιδιώξουμε τον εμπλουτισμό της κατά τη διάρκεια της γερμανικής Προεδρίας το 2007 και να επιτύχουμε τις επικυρώσεις κατά τη διάρκεια της γαλλικής Προεδρίας το 2008. Έτσι θα καταστεί δυνατή η εφαρμογή της μετά τις προσεχείς ευρωεκλογές, δηλαδή από το 2009.

          Αναγκαίες θα είναι και νέες συζητήσεις για εξίσου σημαντικά ζητήματα, όπως ο καθορισμός των Επιτρόπων. Αν δεν ληφθεί σχετικά απόφαση, θα εφαρμοστούν αναγκαστικά οι κανόνες που θεσμοθετήθηκαν στη Νίκαια, που όλοι θεωρούμε μη ικανοποιητικούς. Η «μίνι Συνθήκη» θα μπορούσε να επαναφέρει και το ζήτημα ανώτατου αριθμού των Επιτρόπων το 2014, όπως προβλέπεται στη Συνταγματική Συνθήκη. Η επόμενη Επιτροπή, που θα καθοριστεί το 2009, θα διατηρήσει έτσι τον κανόνα του ενός Επιτρόπου ανά χώρα. Με δεδομένο ότι μόνο η Ρουμανία και η Βουλγαρία θα ενταχθούν μέχρι τότε στην Ένωση, δεν θα υπάρχει μεγάλη διαφορά με την σημερινή Επιτροπή. Το ζήτημα αυτό μας δίχασε για πολύ καιρό και είναι δύσκολο να το λύσουμε διαφορετικά. Στη συνέχεια θα αναφερθώ στους κανόνες που πρέπει να το διέπουν. Προς το παρόν δεν χρειάζεται να απομακρυνθούμε από τα υπόλοιπα αναγκαία μέτρα και θα αναφερθούμε στη λύση αυτή αργότερα.

Η Συνταγματική Συνθήκη από μόνη της είναι ανεπαρκής για ορισμένα ζητήματα. Είναι γι’ αυτό απαραίτητο να προχωρήσουμε πιο μακριά, για να επιτρέψουμε να παραμείνει αποτελεσματική μια διευρυμένη Ένωση. Αυτό απαιτεί τόλμη και φαντασία. Δεν έχουμε όμως άλλη επιλογή, αν θέλουμε να προωθήσουμε το ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα. Επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα:

α. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις σχετικά με την Επιτροπή, πράγμα που δεν μπορούμε να κάνουμε από τη μια στιγμή στην άλλη. Πρέπει να αναθεωρηθεί η σύνθεσή της. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικά θεσμικά ζητήματα και σίγουρα ένα από τα πιο δύσκολα προς επίλυση, γιατί η Επιτροπή κατέχει κεντρική θέση στους κοινοτικούς θεσμούς. Οι αποφάσεις της έχουν συνέπειες που εκτείνονται σε πολλούς τομείς. Χρειαζόμαστε λοιπόν χρόνο για αναστοχασμό και διάλογο, ώστε να μπορέσουμε να εξισορροπήσουμε την εύλογη επιθυμία ορισμένων κρατών μελών να εξασφαλίσουν έναν συμπατριώτη τους στο Κολέγιο των Επιτρόπων και την αναγκαιότητα να έχει η Επιτροπή συνοχή και να λειτουργεί αποτελεσματικά.

Ούτε η Συνθήκη της Νίκαιας ούτε η Συνταγματική Συνθήκη έχουν αποδώσει ικανοποιητικούς καρπούς στο ζήτημα της σύνθεσης της Επιτροπής. Τόσο η μία όσο και η άλλη προβλέπουν ένα σύστημα οροφής για τον αριθμό των Επιτρόπων και την κατανομή των θέσεων ανάμεσα στα κράτη μέλη με βάση τον κανόνα της αυστηρής ισότιμης εναλλαγής. Αυτό το σύστημα δεν είναι πια ικανοποιητικό, διότι δεν παρέχει εγγυήσεις για την αποτελεσματικότητα και τη νομιμότητά του:

-Ο καθορισμός των Επιτρόπων παραμένει οργανωμένος σε βάση αυστηρά εθνική, πράγμα που δεν επιτρέπει να καταστήσουμε την Επιτροπή πραγματικό συλλογικό μόρφωμα.

-Υπονομεύει τη νομιμοποίηση της Επιτροπής και των αποφάσεών της στα μάτια των πολιτών. Η Επιτροπή αποτελεί ήδη πολύ συχνά τον αποδιοπομπαίο τράγο στην κοινή γνώμη των πολιτών μας. Θα έρθει, άραγε, η ημέρα που θα μπορεί να πάρει μια σημαντική απόφαση, η οποία θα καθορίσει το μέλλον μιας μεγάλης επιχείρησης μιας χώρας, χωρίς αυτή να διαθέτει Επίτροπο;

Έχουν προταθεί σχετικά διάφορα μοντέλα. Καθένα έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Π.χ. η διατήρηση του ενός Επιτρόπου ανά κράτος μέλος ή ακόμη το σύστημα της διαφοροποιημένης εναλλαγής, όπως συμβαίνει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με τα μη μόνιμα μέλη του.

Γιατί να μην έχουμε το θάρρος να κάνουμε ένα «νοητικό άλμα» που θα συνίσταται στο να εμπιστευτούμε τη σύνθεση της Επιτροπής στον Πρόεδρό της; Έχει την εμπιστοσύνη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου. Αυτοί τον έχουν επιλέξει και διορίσει από κοινού ενόψει των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών. Θα μπορούσε να σχηματίσει την ομάδα του ελεύθερα με τον όρο βέβαια να εξασφαλίζει εν τέλει την έγκριση του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Πάνω σε αυτή τη λογική συγκροτούνται εξάλλου οι εθνικές κυβερνήσεις. Ο διορισμένος από την Επιτροπή Πρόεδρος θα πρέπει να συμβουλεύεται τις εθνικές κυβερνήσεις και να σέβεται τις ισορροπίες που παρατηρούνται στην Ένωση, ιδίως ανάμεσα στα κράτη μέλη και στις διάφορες πολιτικές οικογένειες. Η επιλογή των Επιτρόπων θα είναι σε τελευταία ανάλυση αποκλειστικά δική του ευθύνη. Η Επιτροπή θα μπορούσε έτσι να λειτουργεί ως πραγματική ομάδα γύρω από τον Πρόεδρό της. Η σύνθεσή της θα καθοριζόταν σε συνάρτηση με το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων που διαμορφώνεται μετά από κάθε ευρωπαϊκή εκλογική αναμέτρηση και που δεν μπορεί βέβαια να είναι εκ των προτέρων γνωστός.

β. Η ομοφωνία: Πρέπει επίσης να αλλάξουμε τον κανόνα της ομοφωνίας. Πιστεύουμε και νομίζουμε ότι θα κάνουμε και τους άλλους να πιστεύουν ότι θα καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά την τρομοκρατία με ένα σώμα 50 Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, σώμα που θυμίζει τον Άρειο Πάγο στην αρχαιότητα, διαθέτοντας δύο λεπτά χρόνου ομιλίας στον καθένα και απαιτώντας την ομοφωνία τους;

Δεν μπορούμε να επιβάλουμε σε μία χώρα κάτι που δεν θέλει. Δεν δέχομαι όμως όποιος δεν θέλει να προοδεύσει να εμποδίζει και τους άλλους. Άλλο πράγμα είναι να έχουμε ένα κράτος που δεν θέλει να προοδεύσει και άλλο να αποδεχόμαστε να εμποδίζει τα υπόλοιπα 26 να προοδεύσουν. Κατά συνέπεια, ο μόνος τρόπος για να σώσουμε την πολιτική Ευρώπη είναι μια χώρα να μπορεί να πει «όχι», χωρίς όμως να εμποδίζει τα σχέδια των άλλων. Δεν είναι πράγματι νοητό ένα μόνο κράτος μέλος ή έστω και δύο να εμποδίζουν την πρόοδο της Ένωσης.

Στο Βερολίνο είχα αναφερθεί στη δημιουργία ενός μηχανισμού «υπερενισχυμένης πλειοψηφίας», ο οποίος θα απαιτούσε π.χ. το 70 ή το 80% των ψήφων για τη λήψη μιας απόφασης. Σε τι θα μας χρησίμευε αυτός ο μηχανισμός; Υπάρχουν τομείς τόσο ευαίσθητοι για τα κράτη μέλη, ώστε είναι ουτοπικό να ελπίζουμε ότι θα ευθυγραμμιστούν με την αρχή της ενισχυμένης πλειοψηφίας. Ο κανόνας της ομοφωνίας συνιστά όμως επίσης σοβαρό εμπόδιο για κάθε είδους πρόοδο, αφού η αντίθεση ορισμένων κρατών, ακόμη και ενός, εμποδίζει τη λήψη αποφάσεων. Αυτό συμβαίνει στη φορολογική νομοθεσία. Εκεί δεν έχουμε προχωρήσει αρκετά για την εναρμόνιση των φόρων που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις ή τις οικονομικές δραστηριότητες που υπόκεινται στον ανταγωνισμό. Τα κράτη μέλη έχουν έτσι την ευχέρεια να επιδίδονται σε έναν καταστροφικό οικονομικό ανταγωνισμό, προκειμένου να προσελκύσουν επιχειρήσεις, ακόμη και μηδενίζοντας το ύψος του επιβαλλόμενου φόρου. Το οικονομικό ντάμπινγκ, το οποίο ευδοκιμεί υπό την ισχύ του κανόνα της ομοφωνίας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό στην Ένωση. Πρέπει να είμαστε σε θέση να οριοθετούμε με σαφήνεια τις αρμοδιότητες μεταξύ των κρατών και των κοινοτικών θεσμών σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

Έχω σαφή συνείδηση του γεγονότος ότι η τροποποίηση των κανόνων για τη λήψη αποφάσεων δεν φτάνει για την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια καινούργια κινητήρια δύναμη. Έχουμε ανάγκη να αναλάβουν τις ευθύνες τους όσοι θέλουν να πάνε μπροστά. Πιστεύω στη χρησιμότητα των ομάδων με μεταβαλλόμενη, ανάλογα με το εκάστοτε θέμα, σύνθεση. Χάρη στο κύρος και την εμπειρία του Jean-Claude Juncker, το Ευρωγκρούπ έχει καταλάβει κεντρική θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών. Το G5 των Υπουργών Εσωτερικών που διευρύναμε στην Πολωνία αποδείχτηκε αποτελεσματικό για την ενίσχυση της λειτουργικής συνεργασίας στις αστυνομικές υποθέσεις και στη διατύπωση των προτάσεων που έγιναν από το Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων. Τις προτάσεις αυτές πρέπει να εφαρμόσουμε άμεσα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της παράνομης μετανάστευσης. Πιστεύω ότι είναι αναγκαίο σε πολλά κράτη να προετοιμάσουμε ανεπίσημα τα μεγάλα ευρωπαϊκά ραντεβού για να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες ανάληψης των πρωτοβουλιών που περιμένουν οι συμπολίτες μας.

Εύχομαι λοιπόν οι χώρες που ενδιαφέρονται περισσότερο να συσπειρωθούν για να προετοιμάσουν τις εργασίες του Συμβουλίου. Η νέα Ευρώπη πρέπει να οργανωθεί και όχι να προσπαθήσει να επιβάλει ένα τεχνητό σχήμα που δεν ταιριάζει στα κράτη. Εκεί βρίσκεται η επανάσταση, η ρήξη. Με αφετηρία αυτό το σημείο, η ιδέα των ad hoc ομάδων που θα συσπειρώσουν τα κράτη, τα οποία απασχολεί ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, γίνεται πραγματικότητα. Σε αυτή την προοπτική πρέπει να ανακαλύψουμε νέες συλλογικότητες, προσφέροντας τη δυνατότητα και σε άλλα κράτη μέλη να συμπράξουν κι αυτά. Πρέπει να εντοπίσουμε τις νομικές φόρμουλες που θα υποστηρίξουν αυτές τις κοινές δράσεις. Για παράδειγμα, οι Πορτογάλοι, οι Έλληνες, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι μπορούν από κοινού να υποβάλουν προτάσεις για την αντιμετώπιση των εμπρησμών δασικών εκτάσεων ή τα επτά κράτη που συμμετέχουν στην ειρηνευτική δύναμη στο Λίβανο μπορούν να συσκέπτονται και να στηρίζουν το ένα το άλλο. Η ευρωζώνη εξακολουθεί να διευρύνεται, ενώ τα κράτη της Μεσογείου μπορούν να συσκέπτονται για τη λήψη πιο αποτελεσματικών μέτρων για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι κάθε κράτος μέλος να ξαναβρεί τη διάθεση να προοδεύσει, χωρίς να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα εθνικά του συμφέροντα. Συγχρόνως, όσοι θέλουν να αναλαμβάνουν πρωτοβουλία πρέπει να προχωρούν χωρίς να εμποδίζονται από τους άλλους.

 

2. Ποια είναι τα σύνορα της Ένωσης και ποιες σχέσεις πρέπει να αναπτύξουμε με τους γείτονές μας;

 

Είναι καιρός να θέσουμε ανοικτά το πρόβλημα. Η έκβαση του γαλλικού και του ολλανδικού δημοψηφίσματος ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της εναντίωσης σε μια Ευρώπη χωρίς σύνορα. Στη Γαλλία ο προσδιορισμός ενός γεωγραφικού και πολιτικού πλαισίου για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, για να ενστερνιστούν οι συμπολίτες μας την ευρωπαϊκή ιδέα. Δεν πρέπει λοιπόν να προχωρήσουμε σε νέες διευρύνσεις, όσο δεν υιοθετούνται νέοι θεσμοί.

Θα επαναλάβω μια απλή σκέψη: η ένταξη ενός νέου μέλους είναι καταρχήν μια απόφαση που πρέπει να πάρει η Ένωση για τον εαυτό της σε συνάρτηση με τους εκπεφρασμένους στόχους της, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της, με τρόπο που να μην προκαλεί την αντίδραση των λαών της, προτού ληφθεί μια απόφαση σχετική με την εξωτερική πολιτική και σύμφωνα με το ενδιαφέρον της για μεταρρυθμίσεις. Το συμφέρον της Ευρώπης δεν είναι να αποδομήσει τις πολιτικές και τους θεσμούς της μέσα σε ένα σύνολο, όπου η λήψη μιας απόφασης είναι εξ ορισμού αδύνατη.

 Το συμφέρον της Ένωσης είναι να εμφανίζει σταθερότητα για να δημιουργεί τις βάσεις για μια ζώνη ασφάλειας και ευημερίας που θα μπορεί να διευρυνθεί με τους γείτονές της στη Μεσόγειο και την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Αυτό σημαίνει ότι η ικανότητα απορροφητικότητας της Ένωσης δεν μπορεί να μεγαλώνει επ’ αόριστον. Πρέπει να δώσουμε στην έννοια της απορροφητικότητας ακριβές περιεχόμενο και λειτουργικό χαρακτήρα: είναι απαραίτητο να την επαληθεύουμε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας διεύρυνσης και όχι μόνο τη στιγμή της ολοκλήρωσής της. Τότε είναι πλέον αργά για να αντιδράσουμε.

Με βάση τα παραπάνω πρέπει να προσδιορίσουμε ποιος είναι Ευρωπαίος και ποιος όχι. Δεν είναι δυνατό να αφήσουμε αυτό το ερώτημα αναπάντητο. Ακόμη κι αν θέλαμε κάτι τέτοιο, οι Γάλλοι που -μετά την αναθεώρηση του Συντάγματός μας- θα κληθούν να εκφραστούν με δημοψήφισμα για κάθε διεύρυνση, ενδέχεται να μας το υπενθυμίσουν με την άρνησή τους. Το να προσδιορίσουμε ποιος είναι Ευρωπαίος σημαίνει να καθορίσουμε ποιος έχει δικαίωμα να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαίνει επίσης ποιος έχει δικαίωμα να δημιουργήσει προνομιακούς δεσμούς με αυτήν χωρίς να ανήκει σε αυτήν.

Χρειάζεται λοιπόν κατά τη γνώμη μου να διακρίνουμε:

-Κράτη για τα οποία το δικαίωμα ένταξης στην Ένωση είναι αδιαπραγμάτευτο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανοικτή σε όλα τα κράτη που ανήκουν χωρίς αμφιβολία στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο (Ελβετία, Νορβηγία, Βαλκάνια) και στα όμορα νησιά (Ισλανδία). Αυτά θα ενταχθούν στην Ένωση, όταν μπορέσουν (τα Βαλκάνια) και όταν το θελήσουν (τα υπόλοιπα). Προϋπόθεση είναι βέβαια να μπορέσει η Ένωση να τα δεχθεί, κυρίως ενόψει της θεσμικής της λειτουργίας.

-Κράτη των οποίων το δικαίωμα ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι δεδομένο ή τα οποία είναι μη ευρωπαϊκά όμορα κράτη. Γι’ αυτές τις χώρες του ευρωασιατικού και μεσογειακού χώρου το πρώτο βήμα μας πρέπει να είναι η εδραίωση μιας προνομιακής συνεργασίας. Πρέπει να συνεργαστούμε με αυτά με γνώμονα τα αμοιβαία συμφέροντά μας, αλλά χωρίς υποχώρηση στις αξίες μας. Στις προτάσεις μου δεν υπάρχει ωστόσο τίποτε απόλυτο: ακόμη κι αυτοί που συμμετέχουν στη διαδικασία της Βαρκελώνης και έχουν γεωγραφικό δικαίωμα να συνδεθούν μαζί μας, θα μπορέσουν να γίνουν αποδεκτοί ως προνομιούχοι εταίροι της Ένωσης μόνο αν διαπιστώσουμε ότι σημειώνουν πρόοδο στο ζήτημα της δημοκρατίας.

Αυτό που θέλω να σημειώσω είναι να μην οδηγήσουμε όλες αυτές τις χώρες, για τις οποίες συζητάμε αν πρέπει ή δεν πρέπει να ενταχθούν στην Ένωση, μπροστά στο δίλημμα «όλα ή τίποτε». Τι μπορούμε να τους προτείνουμε; Καταρχάς, πιστεύω ότι δεν θα μπορέσουμε να δεχθούμε αυτή τη μεγάλη αγορά, όσο δεν επιδιώκει να ξεπεράσει την υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων και των ελέγχων. Όσοι θελήσουν να ενταχθούν σ’ αυτή τη ζώνη ευημερίας, στην οποία θα περιλαμβάνονται δυνητικά 800 εκ. καταναλωτές, θα χρειαστεί να τηρήσουν όλους τους κοινοτικούς κανόνες που σχετίζονται με την εσωτερική αγορά. Εξάλλου, πρέπει να προτείνουμε στους προνομιούχους εταίρους μας να συμμετέχουν και σε ορισμένες ευρωπαϊκές πολιτικές, προκειμένου η Ένωση να μπορέσει να στηρίξει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξή τους. Εν τέλει, θα μπορούσαμε να επιδιώξουμε διευρυμένες συνεργασίες σε προγράμματα έρευνας ή στον τομέα της επικοινωνίας, όπως το πρόγραμμα Erasmus, που αποτελεί μια μεγάλη επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόγραμμα αυτό το έχουμε διευρύνει για τους σπουδαστές των τρίτων χωρών με το πρόγραμμα Erasmus Mundus. Εύχομαι να επενδύσουμε περισσότερα σε αυτό το πρόγραμμα. Στο σημείο της κοινής οικονομικής αγοράς υπάρχει, τέλος,  η προοπτική να συνάψουμε συμφωνίες άμυνας που θα μας επιτρέψουν να οικοδομήσουμε συλλογική ασφάλεια.

Σε τι ωφελεί η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν αυτή δεν είναι ικανή με τη θετική της επιρροή και τους αξιακούς δεσμούς της να προωθήσει τη σταθερότητα, την ευημερία και τη δημοκρατία εντός των συνόρων της; Το σχέδιο για μια διευρυμένη ζώνη ανάπτυξης, ειρήνης και δημοκρατίας πρέπει να το δούμε σε ορίζοντα πεντηκονταετίας. Δεν είναι διόλου ουτοπικό. Είναι καθ’ όλα ρεαλιστικό. Το ευρωπαϊκό μας σχέδιο δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στο γεωγραφικό του περιβάλλον. Οι λαοί της Ευρώπης έμαθαν να ξεπερνούν τα τραγικά κεφάλαια της ιστορίας τους, ακολουθώντας τους στόχους της Συνθήκης της Ρώμης. Έτσι, αν μέσω μιας «όλο και πιο κοντινής ένωσης», όπως λέγεται και στο Προοίμιο της Συνθήκης, μάθαμε να ξεπερνούμε τις διενέξεις μας, γιατί να μην καταφέρουμε να εδραιώσουμε σχέσεις ενισχυμένης συνεργασίας με τους γείτονές μας στο Νότο και στην Ανατολή, με τους οποίους συνδεόμαστε εδώ και καιρό;

Σ’ αυτές τις χώρες υπάρχει μια μεγάλη χώρα, η Τουρκία, που είναι γείτονάς μας, φίλος μας, και με την οποία μοιραζόμαστε τόσο κοινά συμφέροντα ασφαλείας όσο και κοινές αξίες. Για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να ενδυναμώσουμε τους δεσμούς μαζί της, χωρίς όμως να φτάσουμε στην πλήρη και ολοκληρωμένη ένταξή της. Η Ένωση δεν πρέπει να χάσει το νόημα που της απέδωσαν οι δημιουργοί της. Θέλω να τονίσω -και ξέρω ότι θα με ακολουθήσετε σ’ αυτό- ότι η πρώτη προσαρμογή που πρέπει να κάνει μια χώρα ως υποψήφια για την Ένωση είναι να αποδεχθεί ότι αυτή αποτελείται από 25 μέλη και όχι από 24 κράτη. Όπως είναι γνωστό, η Τουρκία δεν έχει ακόμη εφαρμόσει το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Άγκυρας ούτε το έχει επικυρώσει. Εξακολουθεί να αρνείται την πρόσβαση στα λιμάνια και στα αεροδρόμιά της σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα, ενώ η τελωνειακή ένωση Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πλήρης. Η στάση αυτή δεν είναι αποδεκτή, κάτι που δεν έχω παύσει να λέω. Θα το ξαναπώ λοιπόν. Προσβλέπω στην αναζήτηση νέων τρόπων συνεργασίας και σύνδεσης με την Τουρκία, εφόσον επικυρώσει και εφαρμόσει το Πρωτόκολλο της Άγκυρας.

 

3. Πώς θα εκσυγχρονίσουμε τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για ποιες πολιτικές;

 

Η Ένωση δεν έχει μόνο ανάγκη νέους κανόνες. Έχει επίσης ανάγκη ένα minimun χρηματικών πόρων. Η συμφωνία του Δεκεμβρίου 2005 για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό των ετών 2007-2013 προβλέπει ρήτρα επανεξέτασης το 2008-2009. Πρέπει να αδράξουμε αυτή την ευκαιρία για να προχωρήσουμε σε μία φιλόδοξη αναθεώρηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το υπάρχον σύστημα προβλέπει την κάλυψη των ευρωπαϊκών δαπανών μέσω των εθνικών προϋπολογισμών. Το σύστημα αυτό είναι παράλογο, άδικο και δυσβάστακτο για τις συμμετέχουσες χώρες και ακατανόητο για τους πολίτες. Οι ευρωπαϊκές δαπάνες πρέπει να χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς πόρους με τον ίδιο τρόπο που οι τοπικοί φόροι χρηματοδοτούν τις τοπικές δαπάνες. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικά ζητήματα της γαλλικής Προεδρίας. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά Κοινοβούλια πήραν την πρωτοβουλία να συνεργαστούν και να διευκολύνουν τις επιλογές των κυβερνήσεων σε αυτό το ζήτημα. Θα ήθελα να συγχαρώ τον Alain Lamassoure για την εξαιρετική εργασία που πραγματοποιεί αυτόν τον καιρό με τρόπο ανανεωτικό και συγχρόνως συναινετικό. Πιστεύω, όπως και εκείνος, ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση πρέπει να βασίζεται στις εξής αρχές:

-Στον σεβασμό της οικονομικής κυριαρχίας των κρατών. Τα κράτη πρέπει να διατηρήσουν την εξουσία να αποφασίζουν για την επιβολή ή τη ρύθμιση ενός φόρου.

-Στην αρχή της σταθερότητας: η Ευρώπη δομείται με διαρκή οικονομική πίεση και σημαντικές δημόσιες δαπάνες. Η μεταφορά μιας αρμοδιότητας στο ευρωπαϊκό επίπεδο δεν πρέπει να επιβαρύνει περισσότερο το φορολογούμενο. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και οι εθνικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί διαθέτουν τα μέσα για να εγγυώνται την τήρηση μιας ανάλογης αρχής, η οποία κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να προβλέπεται στη Συνθήκη.

Θα ήθελα να κάνω μια δεύτερη πρόταση για τον προϋπολογισμό. Μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα ομοσπονδιακό σύστημα έγκειται στο επίπεδο του κοινού προϋπολογισμού. Ο τελευταίος δεν αφορά παρά μόνο τις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ένωσης. Σε πολλούς τομείς πάντως, η επιτυχία των ευρωπαϊκών πολιτικών εξαρτάται εξίσου, αν όχι κυρίως, από την κινητοποίηση των εθνικών μέσων. Πρόκειται προφανώς για την περίπτωση των «στόχων της Λισαβώνας»: το 80% των μέσων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν εξαρτώνται από εθνικές αποφάσεις και εθνικούς προϋπολογισμούς. Το ίδιο ισχύει και για την εξωτερική πολιτική, την ασφάλεια και την άμυνα, για τις οποίες η Γαλλία -όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο- δαπανούν πολύ περισσότερα από τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

Όλοι -κυβερνώντες, εκλεγμένοι και πολίτες- είναι ανάγκη να γνωρίζουμε πόσα δαπανούμε για τη χρηματοδότηση των κοινών στόχων. Παράλληλα με τον κοινοτικό προϋπολογισμό, το ορατό δηλαδή μέρος του παγόβουνου, μου φαίνεται αναγκαίο να καταρτίζουμε κάθε χρόνο ένα πίνακα, στον οποίο κάθε κράτος θα καταγράφει τις πιστώσεις που προβλέπεται να εγγράψει στον εθνικό προϋπολογισμό για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών. Έτσι, θα αποκτούσαμε ένα «δεύτερο προϋπολογισμό», το αφανές δηλαδή μέρος του παγόβουνου, το οποίο είναι ασφαλώς πιο μεγάλο από το ορατό. Η πρακτική αυτή δεν θα είχε μόνο παιδαγωγική αξία: θα μας επέτρεπε να σταθμίζουμε καλύτερα τις προσπάθειες όλων και θα αποτελούσε ένα πρώτο βήμα για μια νέα προσέγγιση των δημόσιων οικονομικών σε μια πολυεθνική οντότητα με κοινό νόμισμα για τα περισσότερα μέλη της.

 

4. Πώς να εκσυγχρονίσουμε την πολιτική ζωή στην Ευρώπη;

 

Δεν είμαι ικανοποιημένος από τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η ευρωπαϊκή πολιτική ζωή. Η εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση καθολική ψηφοφορία αποτέλεσε το 1979 μεγάλη δημοκρατική πρόοδο. Οι ευρωεκλογές δεν δίνουν όμως τη δυνατότητα για πραγματικές συλλογικές επιλογές σε ευρωπαϊκή κλίμακα: σε κάθε κράτος μέλος τα υπό συζήτηση θέματα σχετικά με τις ευρωεκλογές τίθενται κατά βάση σε εθνικό επίπεδο και δεν διεξάγεται μια ευρωπαϊκή καμπάνια γι’ αυτά. Έτσι εξηγείται γιατί ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός ψηφοφόρων που δεν αντιλαμβάνονται με σαφήνεια την πρόκληση των εκλογών, τις μετατρέπουν σε ένα είδος «δημοκρατικής εκτόνωσης» ή τις αγνοούν πλήρως. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες ζήτημα, για το αν δηλαδή θέλουμε οι συμπολίτες μας να προβληματίζονται πραγματικά γύρω από την ευρωπαϊκή πολιτική συζήτηση. Πώς μπορούμε να καταστήσουμε την εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ευκαιρία για πραγματικές ευρωπαϊκές συλλογικές αποφάσεις;

Προτείνω να επεξεργαστούμε μια λύση τολμηρή και συγχρόνως απλή στην εφαρμογή της: να επιτρέψουμε οι εθνικοί συνδυασμοί των υποψηφίων μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής οικογένειας να μπορούν να συνεργάζονται μεταξύ τους. Έτσι, οι συνδυασμοί που στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία ή αλλού ανήκουν στην οικογένεια του Λαϊκού Ευρωπαϊκού Κόμματος θα μπορούν, αν ενωθούν, να παρουσιάζουν ένα κοινό πρόγραμμα για την Ευρώπη. Η ίδια δυνατότητα πρέπει φυσικά να προβλέπεται και για τις υπόλοιπες πολιτικές οικογένειες: για το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, για τους Φιλελεύθερους, για τους Πράσινους κ.λπ. Έτσι, οι ευρωεκλογές θα ήταν μια καλή ευκαιρία για ευρωπαϊκές καμπάνιες σχετικά με τα ζητήματα της Ένωσης.

Γιατί να μην εφαρμόσουμε αυτή τη λύση άμεσα, πριν από τις εκλογές του 2009, τουλάχιστον σε όσα κράτη μέλη επιθυμούν να κάνουν αυτό το σημαντικό βήμα. Η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν να ανοίξουν το δρόμο επιτρέποντας στους συδυασμούς των υποψηφίων των δύο χωρών να συνεργαστούν και συμφωνώντας ότι τα τελικά αποτελέσματα θα προσδιοριστούν στη βάση των αποτελεσμάτων σε γαλλογερμανική κλίμακα, με αναλογική διάθεση των εδρών στους συνδυασμούς που ήταν αποτέλεσμα γαλλογερμανικής σύμπραξης. Το σύστημα αυτό πρέπει από τη φύση του να είναι ανοικτό σε όλα τα κράτη που επιθυμούν να το εφαρμόσουν, στα κράτη που επιθυμούν η Ένωση να στηρίζεται σε ένα ολοένα και περισσότερο πολιτικό και δημοκρατικό βάθρο: έχω στο νου μου ειδικότερα τα ιδρυτικά κράτη, την Ισπανία και την Πορτογαλία και άλλα. Πρόκειται για μια οικειοθελή επιλογή να οργανώσουν από κοινού τον καθορισμό των εκπροσώπων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προοπτική η οποία βρίσκει, νομίζω, έρεισμα στις ισχύουσες Συνθήκες.

 Επιτρέψτε μου να προχωρήσω πιο μακριά: εύχομαι κάθε πολιτική οικογένεια, και τουλάχιστον η δική μου, να υποδεικνύει πριν από τις ευρωεκλογές ποιος ή ποια θέλει να μας εκπροσωπήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αν νικήσει στις εκλογές. Ο καλύτερος τρόπος να δώσουμε εξουσία στους συμπολίτες μας είναι να τους προτείνουμε να αποφασίζουν άμεσα για τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Με αυτόν τον τρόπο, η ψήφος τους θα καθορίζει την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής για τα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτό θα προτείνω και στους συντρόφους μου στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.

Θεωρώ επίσης απαραίτητο να μετεξελιχθεί το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα σε πραγματικό ευρωπαϊκό πολιτικό κόμμα. Πρέπει μαζί με τους συντρόφους του UMP στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να προετοιμάσουμε τις ευρωεκλογές του 2009. Πρέπει να σκεφτούμε τις λύσεις που θα προτείνουμε για τα στρατηγικά ζητήματα που τίθενται στους Ευρωπαίους και τα οποία καμία χώρα δεν είναι ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μόνη της. Η καμπάνια του 2009 θα αποτελέσει ευκαιρία για ένα ουσιαστικό διάλογο σε βάθος σχετικά με το μέλλον της Ένωσης. Οι εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχουν στα χέρια τους ένα σαφές δημοκρατικό εργαλείο. Γι’ αυτό θα χρειαστεί να πάρουμε μια πολιτική πρωτοβουλία για να προχωρήσουμε όλοι μαζί πιο μακριά. Θα προτείνω λοιπόν στα αδελφά κόμματα του UMP να εγκαινιάσουμε στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Ευρωπαϊκές Συνελεύσεις για να καταρτίσουμε κοινές γραμμές πλεύσης σε διάφορα ζητήματα:

Στη μετανάστευση. Μετά τη δημιουργία ενός χώρου ελεύθερης μετακίνησης πρέπει να αξιολογούμε την πρόοδο που επιτελείται, γιατί δεν έχουμε ακόμα υπολογίσει όλες τις συνέπειες. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική και να σχεδιάσουμε ιδιαίτερες αρχές που να παρακολουθούν την εφαρμογή του συστήματος Σένγκεν.

-Στο περιβάλλον. Έχουμε ευθύνη απέναντι στους λαούς μας και κυρίως απέναντι στις νεότερες γενιές. Πρέπει να οργανώσουμε καλύτερα την προστασία του περιβάλλοντος.

Στην ενέργεια. Υπενθυμίζω ότι δύο από τις τρεις ιδρυτικές Συνθήκες μας αναφέρονται στην ενέργεια: η ΕΚΑΧ και η ΕΚΑΕ. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε ωστόσο καταφέρει να διαμορφώσουμε μία κοινή πολιτική στο ζήτημα της ενέργειας κατά το πρότυπο της κοινής αγροτικής πολιτικής.  Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εκφράζεται με μία φωνή όταν διαπραγματεύεται με τους μεγάλους προμηθευτές ενέργειας, όπως με τη Ρωσία. Πρέπει να μειώσουμε συνολικά την εξάρτησή της από τους υδρογονάνθρακες και πρέπει να επενδύσει κατά τρόπο συντονισμένο στους εξοπλισμούς παραγωγής και μεταφοράς.

Στην οικονομία και το νόμισμα. Πρέπει να ενισχύσουμε το ρόλο της πολιτικής στην οικονομική διαχείριση της ευρωζώνης. Η Ένωση δεν μπορεί λ.χ. να παραμείνει αδιάφορη στην αξία του ευρώ σε σχέση με την ευρύτατη ζώνη του δολαρίου, από την οποία επηρεάζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες. Το άρθρο 111 της Συνθήκης διευκρινίζει σχετικά ότι οι θεμελιώδεις προσανατολισμοί της πολιτικής των αλλαγών εξαρτώνται όχι από την Κεντρική Τράπεζα, αλλά από τις κυβερνήσεις. Εφόσον λοιπόν το Ευρωγκρούπ διαθέτει σταθερό Πρόεδρο με υψηλό κύρος, έχει κάθε λόγο καθώς και τα μέσα για να ασχοληθεί με αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Ήρθε η στιγμή να εξασφαλίσουμε σε όλες τις διεθνείς διαπραγματεύσεις την ξεχωριστή αντιπροσώπευση των κρατών της ευρωζώνης. Ακόμη κι εκεί δεν χρειάζεται παρά να εφαρμόσουμε τις Συνθήκες.

Στην Ευρωπαϊκή Άμυνα. Παρά τις αναμφισβήτητες αποτυχίες, η εξωτερική δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι ακόμη ορατή. Πρέπει να ενισχύσουμε τα κοινά μας εργαλεία, όπως τον ευρωπαϊκό στρατό. Θα ήθελα να υπογραμμίσω επίσης ότι έχουμε καθυστερήσει να εφαρμόσουμε την ευρωπαϊκή δύναμη πολιτικής προστασίας, την οποία αναφέρω στους λόγους μου εδώ και καιρό και την οποία επισημαίνει ο Michel Barnier στην έκθεσή του. Πόσες φυσικές καταστροφές χρειάζονται για να πάρουμε μια απόφαση σχετικά με την αντιμετώπισή τους;

Κυρίες και Κύριοι, το 2007 είναι η πεντηκοστή επέτειος της Συνθήκης της Ρώμης. Συγχρόνως, θα είναι η ευκαιρία για έναν μεγάλο δημοκρατικό διάλογο στη Γαλλία. Δεν έχω την πρόθεση να αφήσω το ζήτημα του μέλλοντος της Ευρώπης έξω από αυτόν. Ούτε και έχω των πρόθεση να κρύψω τις ευρωπαϊκές μου πεποιθήσεις. Επειδή πιστεύω στην Ευρώπη, έχω την υποχρέωση να είμαι ένας απαιτητικός Ευρωπαίος. Οι ευθύνες της Γαλλίας το 2008 θα είναι μεγάλες. Η Γαλλική Προεδρία θα πρέπει να πετύχει συμφωνίες και συμβιβασμούς σε πολλά ζητήματα. Πρέπει να προετοιμαστούμε γι’ αυτό από τώρα.

 

Ομιλία σε εκδήλωση του ιδρύματος «Φίλοι της Ευρώπης» και του Ιδρύματος «Robert Schuman» που πραγματοποίηθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2006 στις Βρυξέλλες. Το κείμενο απέδωσε στα ελληνικά η Στυλιανή-Ειρήνη Βέτσικα, Πτυχιούχος Νομικής.