ΜΑΚΡΟΘΕΝ 

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 Ολο και πιο συχνά βασανίζομαι από το ερώτημα τί είναι θάνατος και τί είναι ζωή. Πώς καθορίζονται τα όρια του φθαρτού μας βίου, ποιά μοίρα βάζει φρένο στην ανέμελη πραγματικότητά μας, ποιό ριζικό κόβει της ζωής το νήμα και ποιά είναι η ημερομηνία λήξης του καθενός απο μάς. 

Και πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να συγκρίνει τους θανάτους των ανθρώπων. Ο θάνατος των γηρατειών, καλοδεχούμενος και ευκτέος για τον άνθρωπο πριν κατρακυλίσει στην αποσύνθεση και την ολοκληρωτική ταπείνωση. Ο θάνατος απο ασθένεια , πικρός αλλά και αναμενόμενος με καθοδική πορεία προς το τέλος, δίνει την ευκαιρία στο περιβάλλον του ασθενούς να ζυμωθεί με την ζοφερή προοπτική του. Αλλά αυτός που με τρομάζει παράφορα είναι ο ξαφνικός θάνατος.

Αυτός είναι ο πιό ανελέητος απ τους θανάτους, είναι ο χάρος όπως ακριβώς τον αναπαριστά η λαϊκή σοφία, ντυμένος στα μαύρα με αμφίστομη ρομφαία στο χέρι. Αυτός ο ξαφνικός θάνατος σα να ρουφάει τον άνθρωπο κι αφήνει πίσω του μια σκόνη μαύρου καπνού που δεν ξεκολλάει ποτέ απο τις ψυχές των γύρω του. Τούτη την ξαφνική απώλεια του φίλου μας Κώστα Μαμαλούκα έμελλε να βιώσουμε λίγες μέρες πριν απ΄τις γιορτές.

Κι έγινε ο κόσμος πιό γκρίζος καθώς ο ποιητής του νησιού μας μετοίκησε χτυπημένος απο αυτοκίνητο στις άλλες άγνωστες πολιτείες τ’ ουρανού. Τον κλάψαμε όλοι στη Λευκάδα και έξω απ΄αυτήν, τον κλάψαμε γιατί έφυγε  μοναχικός και περήφανος όπως έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ποιητικά, όπως του ταίριαζε, με αναφορές στο έργο του τον έραναν με τα τελευταία λόγια του αποχαιρετισμού ο δρ της φιλολογίας Σπύρος Βρεττός και η δρ της φιλολογίας Βιβή Κοψιδά -Βρεττού εκεί στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στη Λευκάδα.

Κι ο πατέρας μου μαζί με τους άλλους Λευκαδίτες ιερείς του έψαλλαν την εξόδιο ακολουθία, σαν βάλσαμο για την πληγή που άνοιξε ο ξαφνικός του θάνατος. Βρήκα το κείμενο της δρος Βιβής Κοψιδά-Βρεττού εξαιρετικό για τη μνήμη του Κώστα, παρηγορητικό για όλας εμάς που μείναμε πίσω να τον θυμόμαστε τα επόμενα καλοκαίρια που δεν θα φανεί στο Μποσκέτο της παραλίας. Και σας το παραθέτω αυτούσιο σαν μια αισιόδοξη νότα ανάμνησης του ανθρώπου που αναχώρησε αφήνοντας πίσω του τα κατασταλάγματα της προσωπικής σοφίας του. 

Λευκάδα, 21-12-2006

    Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού                               Γλιστράει ο χειμώνας…                                               Του Κώστα, In memoriam aeternam    Κώστα, φίλε αγαπημένε Ούτε που κατάλαβες πώς ο ποιητής αλλάζει τη ροή των στίχων του, ούτε που κατάλαβες πώς ένα μετανοιωμένο πεπρωμένο γυρίζει αίφνης τα νώτα του στη γη, πώς τα χαρούμενα μέτρα της ζωής εγκαταλείπουν την «ασπρισμένη αυλή με την μπιγκόνια, τη μαργαρίτα που αυθαδιάζει» κι αδράχνουν βίαια το χρόνο στο απρόσμενο οδοιπορικό του προς το μεταλλικό μονόλογο των άφευκτων ελεγείων: «Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι / Κοντά να ξημερώσει/ μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα / Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα’ναι φαίνεται ότι/ Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω Περασμένα μεσάνυχτα σ’όλη μου τη ζωή»    Έτσι είναι. Οι ποιητές έχουν το λόγο τους για το πριν, αφήνουν το λόγο τους σιβυλλικό για το μετά. Κι αφήνουν πίσω τους αυτούς τους λίγους- τους πολλούς, που επιμένουν να βασανίζονται στις όχθες μιας  εθελούσιας, γενναίας μόνωσης ακούγοντας το συριγμό του κόσμου που χαίρεται ν’ακούει και να επιστρέφει «διάττοντα ψεύδη».  

  

 Έτσι τον έζησες τον κόσμο σου, εσύ Κώστα. Τον πέρασες απ’όλες τις εποχές του, όπως οι αθώοι ποιητές την ώρα που μυσταγωγούν με την έμπνευση, όπως οι θλιμμένοι στοχαστές όταν αναμετρούν την ειμαρμένη με τα λάθη και το δόλο των άλλων, όπως οι ιστορικοί σαν απεκδύονται την αμαρτία του αιώνα τους και αναζητούν στ’ανομήματα άλλων αιώνων την κάθαρση…και όχι όπως οι μικροί και οι μικρόχαροι άνθρωποι σαν αναμετρούν τη ζωή με τα φτηνά κέρματα του κέρδους και της ζημιάς.       

 

 Είχες την ατυχία να καταλαβαίνεις πολύ, ανθρώπους και πράγματα-το είπε αυτό στην εκφορά του καίριου λόγου της για σένα η Άννα… σαν μάθαμε…Κράτησες στον άσωστο χρόνο σου μια κοίτη χειμαρρώδη στις εναλλασσόμενες γλώσσες της να μιλάει με τον κόσμο, να γράφει για τον κόσμο, να μουντζουρώνει τις ανορθογραφίες του, να ενοχλεί τη σιγουριά και τις βεβαιότητες των παραδείσων του.

 

Ήτανε μια παράδοση αυτή, και την εγκλιμάτισες άσφαλτα στο ρυθμό σου, σκέψης και συναισθήματος, σε όλες τις αποχρώσεις και τις κλίμακες, για να μπορούν οι άνθρωποι να λένε πολύτροπα την αλήθεια και να εγκιβωτίζουν επιλεκτικά ανθρώπους, ιδέες και πράγματα στην επιλεκτική κιβωτό της μοναξιάς τους. Και να λυτρώνονται: από την άπνοια όταν οι άλλοι γύρω τους ανασαίνουν άπληστα το δύσοσμο αέρα, όταν οι άλλοι χαμηλώνουν υβριστικά το λόγο της υπέρβασης…γιατί κάθε φορά κάποιος άλλος έχει το πρόταγμα στις ιεραρχίες της αμαρτίας.

 

Ήσουν ένας εστέτ του λόγου, της σκέψης, του συναισθήματος, σε στενόχωρα όρια μπλεγμένος- της πόλης, του νησιού: που σου’δωσε «το χρώμα του καλοκαιριού και κάποιο όνειρο που εξαχνώνεται πυρπολημένο, το λευκό γιασεμί, την αποπλανημένη γαρδένια» των στίχων σου, αλλά και την ανεμπόδιστη νόηση μιας στοχαστικής ειρωνείας που διατρυπά της δειλίας το κέλυφος και ξεκλειδώνει τη ματιά της αλήθειας.

 

Γιατί δεν τρύπωσες εσύ Κώστα, στη σμιλεμένη κρύπτη της αριστοκρατικής σου αλήθειας, δεν την εκράτησες μονάχος  να τη νέμεσαι στις ώρες που οι ποιητές αποθέτουν αόρατα από το χρόνο τα ρολόγια, να μην ταράσσουν το ταξίδι του λογισμού τους οι δείχτες οι αμείλικτοι της θηλειάς που δένεται αθέατα γύρω από τη φλέβα της στρεβλής ευτυχίας τους. Δεν έμεινες μακρινός παρατηρητής στο πλούσιο κρησφύγετο του αισθητισμού σου ν’αναμετράς και να στοχάζεσαι τα αποτυχημένα ταξίδια των προσδοκιών, τον κρότο της κωπηλασίας προς την πλανεμένη φενάκη και να μοιράζεις ευθύνες και λάθη κι ενοχές.

 

Στην ποίησή σου ήσουν πολιτικός, και στην πολιτική σου ήσουν ποιητής και στης ζωής σου την απόλυτη πράξη ένας Αναχωρητής πάντα ΠΑΡΩΝ. Πότε με την πειθώ του ορθού λόγου,  και πότε με την πολεμόχαρη στην αξεπέραστη διαλεκτική της ειρωνεία, ακούγεσαι να ανατέμνεις με κριτικό, ανυποχώρητο λόγο το κακό και το άσχημο-κάτι σαν τρέχουσα φιλοσοφία της αυτοκρατορίας του υποθηκευμένου, στο συσκοτισμό, αιώνα μας πια-.

 

Και να προσδοκάς σ’ένα καρτέρι υπομονής –χωρίς ψευδαισθήσεις ή μελοδραματισμούς, «το άρωμα το επαναστατημένο της ρίγανης»…μια υπογραμμισμένη λεβεντιά που δεν χωράει φευ σε ανευλαβείς εποχές επιδοτούμενων προγραμμάτων με ψευδεπίγραφες τεκμηριώσεις της αξιοπιστίας τους, ετερόδοξες «αρετές»- ανοίκεια moralité που κανονικά συμπληρώνει την προσωπογραφία της με το στερητικό άλφα.

    Κώστα, αγαπητέ μας φίλε, ακριβές οι κουβέντες μας των ξάστερων καλοκαιριών-τελειώνουν τώρα, τριζοβολάει το σκοτάδι στο μεδούλι του ακίνητου έξω από την πόρτα σου τρεχαντηριού, μ’ένα μαντήλι δάκρυα για το ταξίδι σου στο “καμίνι του ήλιου”.

 

Την αποχαιρετάς αδούλωτος, ακέραιος από το ψεύτικο βάρος της ύλης και της βαρύτητας την πόλη σου τη λυρική στη σκέψη μας, τη χαλασμένη με την πράξη μας, αποδεκατισμένη από την απουσία, την αποχαιρετάς “με σύννεφα βαριά και με κλωνάρια του ήλιου”-ευθυτενής, ακέραιος, με την πολύσημη, ακροτελεύτεια  ειρωνεία του ποιητή και φιλόσοφου και τον απορηματικό του, ανοίκειο στους επίγειους φόβους μας, λόγο, για το ποιοι οδεύουν τώρα δα προς το καλύτερο…Κοιμήσου ήσυχα σαν τον άνθρωπο του ποιητή σου με το ασημένιο πρόσωπο…αλλ’άσε απείραχτη “στο δάκρυ του Γαρμπή και του Νοτιά π’αχνίζει” τη φεγγαροντυμένη μαργαρίτα σου “π’αυθαδιάζει”-“στη λειτουργία των δυσκολώτερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση”…