ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

O αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας και του Συγχρόνου βίου των Βαλκανικών Εκκλησιών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Μιχάλης Τρίτος μιλά για το βαθύτερο νόημα της Ανάστασης.

 

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

 

«Για τον Ελληνισμό η γιορτή της Αναστάσεως δεν είναι μια τυπική γιορτή, που τη συντηρεί και τη μεταφέρει η παράδοση διαμέσου των αιώνων. Είναι κυρίως η γιορτή που ανταποκρίνεται στο βαθύτερο ψυχισμό του.

Η μεγάλη αυτή γιορτή της χριστιανοσύνης ήταν πάντα η μεγάλη γιορτή του Ελληνισμού. Στις δύσκολες ώρες της δοκιμασίας του Έθνους μας έβλεπε στη γιορτή της Αναστάσεως την πεποίθηση για την αναγέννηση και την άνοδό του στο Φως. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η ευχή ήταν: «Χριστός Ανέστη και η Ελλάς Ανέστη».  Αυτά δηλώνει σήμερα  ο αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας και του Συγχρόνου βίου των Βαλκανικών Εκκλησιών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Μιχάλης Τρίτος, για να προσθέσει:

«Ο Ελληνισμός συνταύτισε το Πάσχα, έχει την ελπίδα, την επιβίωση, την ελευθερία και τη χαρά της ζωής. Ιδιαίτερα ο νέος Ελληνισμός διαμορφώθηκε με άξονα και κεντρική ιδέα την ανάσταση του Γένους. Έτσι το Πάσχα έχει αναγορευθεί στη γνησιότερη γιορτή της αντίστασης και της ελευθερίας».

Ο κ. Μιχ. Τρίτος γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1951. Σπούδασε στη Θεολογική και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Freiburg της Γερμανίας. Είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας και του Συγχρόνου βίου των Βαλκανικών Εκκλησιών.

Ασχολείται συστηματικά με τα θέματα των βλαχοφώνων της Βαλκανικής και γενικότερα των εκκλησιών της ΝΑ Ευρώπης. Έγραψε δεκάδες εργασίες θεολογικού, ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου. Βασικά έργα του «Οι Πατριάρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας», «Η "Μακεδονική" Εκκλησία των Σκοπίων», «Η Εκκλησία στο Ανατολικό Ιλλυρικό και την Αλβανία», «Η Πατριαρχική Εξαρχία Μετσόβου», «Κοσμάς ο Αιτωλός», «Ο Μετσοβίτης νεομάρτυρ Νικόλαος» και πολλές εργασίες για τους Βλάχους, τους Τσάμηδες, το Μακεδονικό Ζήτημα κ.ά.

Η συνέντευξη

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας, κ. Καθηγητά, τα ιστορικά τεκμήρια της Αναστάσεως του Χριστού;

 

«Η Ανάσταση του Χριστού έχει τις περισσότερες αποδείξεις από κάθε άλλο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας. Καταγράφεται στα Ευαγγέλια, που αποτελούν τα πλέον αξιόπιστα κείμενα της παγκόσμιας ιστορίας, από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες, οι οποίοι όχι μόνον καταγράφουν τα γεγονότα, αλλά και θυσιάζουν τη ζωή τους γι' αυτά. Την αλήθεια της Αναστάσεως επιβεβαιώνουν: η μεταβολή του Αποστόλου Παύλου, που είναι η πιο εκπληκτική και απότομη ψυχική μεταστροφή στην ανθρώπινη ιστορία. Η μετάθεση της αργίας του Σαββάτου την Κυριακή. Η ηθική μεταβολή των Αποστόλων. Η ουσία του κηρύγματος των Αποστόλων, που είναι ο Αναστάς Κύριος. Η διαχρονική επισφράγιση αυτής της αλήθειας με το αίμα εκατομμυρίων μαρτύρων.

Είναι δυνατόν, κ. Ζώη, ένας μύθος, δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, να αποτελεί το κέντρο της λατρείας και της αγάπης εκατομμυρίων πιστών; Όπως γράφει ο Λίνκολν «μπορεί να πλανηθεί λίγος κόσμος για πολύν καιρό. Και είναι δυνατόν επίσης να απατηθεί όλος ο κόσμος για λίγο όμως καιρό. Αλλά είναι εντελώς αδύνατο να απατάται όλος ο κόσμος για όλον τον καιρό».

Ποια είναι τα γνωρίσματα του ανθρώπου που βιώνει την Ανάσταση

 και αντίστροφα, του ανθρώπου που ζει μακράν της Αναστάσεως;

 

«Ας αρχίσουμε από το δεύτερο σκέλος της ερωτήσεώς σας. Ο μακράν της Αναστάσεως άνθρωπος νοιώθει να τον περισφίγγουν τα τείχη της περατότητας του είναι του. Αδυνατεί να θεμελιώσει την αξία του. Στερείται ενός ασφαλούς βάθρου ζωής και αφήνει την ψυχή του ανικανοποίητη στις πιο βαθιές μεταφυσικές απαιτήσεις και ανάγκες του. Η ζωή αποκτά αρνητικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη εμφανίζεται γυμνή και αδύναμη, γεμάτη αντιφάσεις, αφού αντιμετωπίζεται σε όλο το βάθος της αδυναμίας, της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. Γενικά η υπαρξιακή του πορεία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μία κίνηση από το μηδέν στο πουθενά.

Αντίθετα ο άνθρωπος που ενσαρκώνει το αναστάσιμο ήθος νοιώθει ελεύθερος από τα εφιαλτικά σύνδρομα της ενοχής, της αγωνίας και της βασανιστικής μέριμνας. Εντάσσει το παρόν στην προοπτική του μέλλοντος. Γεμίζει ελπίδα και εσωτερική ειρήνη. Κάνει υπέρβαση της ψυχικής ανεστιότητας και του υπαρξιακού αδιεξόδου. Απομυθοποιεί το παράλογο του πόνου και του θανάτου και κατακτά τη λύτρωση, την οποία καμία άλλη ενδοκοσμική αξία δεν μπορεί να του προσφέρει».

Τι σημαίνει για τον ελληνικό λαό και την ελληνική πραγματικότητα η Ανάσταση

του Χριστού;

 

«Για τον Ελληνισμό η γιορτή της Αναστάσεως δεν είναι μια τυπική γιορτή, που τη συντηρεί και τη μεταφέρει η παράδοση διαμέσου των αιώνων. Είναι κυρίως η γιορτή που ανταποκρίνεται στο βαθύτερο ψυχισμό του.

Η μεγάλη αυτή γιορτή της χριστιανοσύνης ήταν πάντα η μεγάλη γιορτή του Ελληνισμού. Στις δύσκολες ώρες της δοκιμασίας του Έθνους μας έβλεπε στη γιορτή της Αναστάσεως την πεποίθηση για την αναγέννηση και την άνοδό του στο Φως. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η ευχή ήταν: «Χριστός Ανέστη και η Ελλάς Ανέστη».

Ο Ελληνισμός συνταύτισε το Πάσχα, με την ελπίδα, την επιβίωση, την ελευθερία και τη χαρά της ζωής. Ιδιαίτερα ο νέος Ελληνισμός διαμορφώθηκε με άξονα και κεντρική ιδέα την ανάσταση του Γένους. Έτσι το Πάσχα έχει αναγορευθεί στη γνησιότερη γιορτή της αντίστασης και της ελευθερίας. Όπως λέγει και ο ποιητής «στο χώμα το στρωμένο με τα αμπελομάντιλα, κνίσες, τσουγκρίσματα και Χριστός Ανέστη με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων».

Πώς μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να βιώσει την αλήθεια της Αναστάσεως;

 

«Η Ανάσταση του Χριστού ως δυναμική υπαρκτική κατάσταση βιώνεται από την παρούσα ζωή. Ολοκληρώνεται όμως στην ατέρμονη αιωνιότητα, όπου οι πιστοί θα δουν «πρόσωπο με πρόσωπο» τον Αναστάντα Κύριο.

Στον αναστάσιμο κανόνα του Πάσχα μας υποδεικνύεται ο τρόπος για την επίτευξη αυτού του στόχου. Και αυτός είναι η κάθαρση των αισθήσεων από τον συσκοτισμό της καθημερινότητας. Μονάχα οι χριστοποιημένες αισθήσεις μπορούν να πάρουν πείραν του γεγονότος της Αναστάσεως. Η θέα του Αναστάντος στην παρούσα ζωή γίνεται «εν εσόπτρω και αινίγματι». Το τέλειο όμως της βιωματικής σχέσεως του πιστού με το νικητή του θανάτου και του Άδου θα γίνει στην άλλη ζωή, όπου θα υπάρξει πλήρης υποστατική ένωση των πιστών με τον Κύριο».