ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 

Πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 30 Απριλίου 2007 στην αίθουσα του Συμβουλίου Κηδεμονιών (Trusteeship Council Chamber) στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, Διεθνές Συμπόσιο με θέμα «Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας» το οποίο διοργανώθηκε από την Ελλάδα, σε συνεργασία με το Kroc Institute for International Peace Studies του Πανεπιστημίου  Notre Dame.

 

Η διοργάνωση του Συμποσίου έχει ως στόχο να προωθήσει τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων, στη βάση δίκαιων και ισορροπημένων αρχών, που μεταξύ άλλων  λαμβάνουν υπόψη τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις των κυρώσεων και τις αρχές της δίκαιης δίκης για την καταγραφή ονομάτων στους καταλόγους κυρώσεων.

Η πρωτοβουλία της Ελλάδας αποτελεί συνέχεια ανάλογων πρωτοβουλιών, που από το 1999 έχουν αναλάβει η Γερμανία, η Ελβετία και η Σουηδία, οι οποίες διοργάνωσαν συνέδρια εκτός ΟΗΕ για το θέμα αυτό, ορισμένα από τα συμπεράσματα και τις αρχές των οποίων υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Η έναρξη των εργασιών του Συμποσίου ξεκίνησε με χαιρετισμό του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδος στα Ηνωμένα Έθνη, Πρέσβη κ. Αδαμάντιου Βασιλάκη, ο οποίος επεσήμανε ότι «κατά τη διάρκεια της διετούς θητείας της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η οποία ολοκληρώθηκε πρόσφατα, συμμετείχαμε σε διαβουλεύσεις και αποφάσεις για έναν αριθμό  θεμάτων καίριας σημασίας, που αντιμετωπίζει η Διεθνής Κοινότητα.». Ο κ. Βασιλάκης πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα μπορεί να δηλώσει με πεποίθηση ότι είμαστε υπερήφανοι για τη συμβολή μας στο έργο του Συμβουλίου Ασφαλείας, κατά τη διάρκεια της θητείας μας» και ότι «ένα από τα σημαντικότερα θέματα που μας απασχόλησε εις βάθος ήταν ο ρόλος που ενδιαφερόμενα κράτη – μέλη, εντός και εκτός του Συμβουλίου Ασφαλείας, μπορούν να διαδραματίσουν, προκειμένου να προωθήσουν θέματα καίριας σημασίας για τη Διεθνή Κοινότητα.»

Κατόπιν ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στα Ηνωμένα Έθνη ανέγνωσε μήνυμα της Υπουργού Εξωτερικών κας Ντόρας Μπακογιάννη, όπου μεταξύ των άλλων σημειώθηκε ότι η Ελλάδα είναι ικανοποιημένη και υπερήφανη που φέρνει σήμερα κοντά μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, κράτη – μέλη των Ηνωμένων Εθνών, διακεκριμένους εμπειρογνώμονες στον τομέα πολυμερών κυρώσεων, μέλη της Γραμματείας του ΟΗΕ, ακαδημαϊκούς και άλλους συμμετέχοντες, με επίκεντρο τις συντονισμένες προσπάθειες που καταβάλλουμε στο θέμα των κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. 

Στο μήνυμα της Υπουργού Εξωτερικών υπογραμμίστηκε ότι η παρουσία του Γ.Γ. του ΟΗΕ στο Συμπόσιο συνιστά σαφή ένδειξη της σημασίας που προσδίδουν τα Ηνωμένα Έθνη στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.  Επισημάνθηκε επίσης, ότι η διοργάνωση του Συμποσίου καταδεικνύει την πρόθεση της Ελλάδας όπως συνεχίσει να δεσμεύεται και να συμβάλλει πλήρως στη συνεχιζόμενη προσπάθεια αναφορικά με τις κυρώσεις, μεταξύ των οποίων οι ανθρωπιστικές επιπτώσεις των κυρώσεων και οι δέουσες διαδικασίες καταγραφής και διαγραφής στους καταλόγους κυρώσεων. (συν/νο πλήρες κείμενο μηνύματος της ΥΠΕΞ κας Ντόρας Μπακογιάννη)

Κατόπιν, τον λόγο έλαβε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών κ. Ban Ki-moon, ο οποίος σημείωσε ότι η Διεθνής Κοινότητα αναγνωρίζει τις ξεχωριστές υπηρεσίες που προσέφερε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης διετούς θητείας της στο Συμβούλιο Ασφαλείας, καθώς και στην Προεδρία που άσκησε στις επιτροπές κυρώσεων για την Ακτή του Ελεφαντοστού και του Σουδάν και στην Άτυπη Ομάδα Εργασίας του Συμβουλίου Ασφαλείας για Γενικά Θέματα Κυρώσεων.  Η αποφασιστική και δημιουργική προσέγγιση της Ελλάδος είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση έκθεσης με σημαντικές εισηγήσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Ο κ. Ban Ki-moon σημείωσε επίσης, ότι εάν οι κυρώσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας εφαρμοστούν αποτελεσματικά, μπορεί να αποφευχθεί κόστος σε αίμα και χρήμα και ότι οι κυρώσεις μπορούν να παίξουν έναν αποτελεσματικό ρόλο μεταξύ των μέτρων για την παρεμπόδιση και την επίλυση των διενέξεων. 

Ο κ. Ban Ki-moon υπογράμμισε επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε έναν αριθμό κυρώσεων με πολυποίκιλη σκοπιμότητα, όπως η αποκατάσταση δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, η αποτροπή επιθέσεων, απάντηση σε σοβαρές καταστρατηγήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δικαίου, η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και τελευταίως η πρόληψη της διάδοσης πυρηνικών όπλων και η εξάπλωση όπλων μαζικής καταστροφής.  Τόνισε δε, ότι η πιο πρόσφατη πρόκληση για την αποτελεσματική εφαρμογή των κυρώσεων περιστρέφεται γύρω από ζητήματα διαδικασίας σχετικά με την καταγραφή ή διαγραφή ονομάτων ατόμων στους καταλόγους κυρώσεων για συγκεκριμένες κυρώσεις όπως είναι το πάγωμα λογαριασμών και ταξιδιωτικές απαγορεύσεις.

Καταλήγοντας ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ σημείωσε ότι οι κυρώσεις μπορούν να συνεισφέρουν στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας όταν χρησιμοποιούνται όχι ως αυτοσκοπός, αλλά ως στήριξη σε μια προσέγγιση ολιστικής επίλυσης των διενέξεων.  Τόνισε δε, ότι μόνο με συνολική προσπάθεια μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα κατανοηθεί η πλήρης προοπτική των κυρώσεων προς το συμφέρον της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας (βλ. συν/νο πλήρες κείμενο ομιλίας του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών)

Κατόπιν τον λόγο έλαβαν κατά σειρά, ο πρώην Πρέσβης του Καναδά κ. Robert Fowler και πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής κυρώσεων για την Αγκόλα, η Πρέσβης της Δανίας στη Δημοκρατία της Τσεχίας κα Ellen Margrethe Loj και πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής κυρώσεων για την Λιβερία, ο Δρ. Danilo Turk, καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνα και πρώην Βοηθός Γ.Γ. του ΟΗΕ για Πολιτικές Υποθέσεις, ο οποίος προέδρευσε της Επιτροπής κυρώσεων για την Λιβύη και τέλος ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στον ΟΗΕ κ. Αδαμάντιος Βασιλάκης, ως πρώην πρόεδρος της Επιτροπής κυρώσεων για την Ακτή του Ελεφαντοστού.

Όλοι οι ομιλητές κατέθεσαν την εμπειρία τους από τη συμμετοχή τους στις εν λόγω Επιτροπές κυρώσεων, στα προβλήματα που υπήρξαν στην επιβολή τους, στα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν, καθώς και στο είδος των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί. Τονίστηκε δε από όλους τους ομιλητές ότι ο στόχος επιβολής κυρώσεων δεν είναι η τιμωρία, αλλά αποτελεί το μέσο για αλλαγή της συμπεριφοράς των χωρών. 

Τέλος, στη δεύτερη ομάδα ομιλητών συμμετείχαν οι καθηγητές κ.κ. Sue Eckert, αναπληρώτρια καθηγήτρια Διεθνών Σπουδών στο Thomas J. Watson Jr. Institute στο Πανεπιστήμιο Brown, η οποία ανέλυσε τη φύση και τον σκοπό των κυρώσεων, απαρίθμησε τα είδη κυρώσεων που υιοθετούνται από το Συμβούλιο Ασφαλείας (οικονομικές κυρώσεις, ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, εμπάργκο όπλων, απαγόρευση εξαγωγών κλπ) ενώ τόνισε ότι ο σκοπός των κυρώσεων δεν είναι να τιμωρήσει αλλά να διδάξει. 

Ο Πρόεδρος του Τέταρτου Φόρουμ Ελευθερίας και ερευνητής στο Kroc Institute για Διεθνείς Σπουδές Ειρήνης στο Πανεπιστήμιο Notre Dame κ. David Cortight και ο αναπληρωτής καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα κ. George Lopez, επικεντρώθηκαν στην αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων. Τέλος ο Πρόεδρος του Ερευνητικού Κέντρου για την Ειρήνη και τις Διενέξεις Dag Hammarskjold του Πανεπιστημίου της Ουψάλα, καθηγητής κ. Peter Wallensteen προσδιόρισε τους τρόπους για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής των κυρώσεων, ενώ σημείωσε ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές ομάδες κυρώσεων, οι εθνικές και περιφερειακές κυρώσεις και οι κυρώσεις που αναφέρονται σε διεθνείς απειλές όπως είναι η τρομοκρατία.  Ο κ. Wallensteen αναφέρθηκε σύντομα και στο πρόγραμμα «Διαδικασία της Στοκχόλμης» που αποτελεί πρωτοβουλία του ΥΠΕΞ της Σουηδίας και του Πανεπιστημίου της Ουψάλα και αποτελεί ειδικό πρόγραμμα για την εφαρμογή των κυρώσεων (http://www.smartsanctions.se/).

Σημειώνεται ότι οι εργασίες του Συμποσίου συνεχίστηκαν με συζητήσεις σε τέσσερις ειδικές ομάδες εργασίας με θέμα την «Ενίσχυση της Εφαρμογής Κυρώσεων» όπου εξετάσθηκαν οι ακόλουθες θεματικές ενότητες:

  • 1. Ενίσχυση της Διαχείρισης της Πληροφόρησης. Ο ρόλος της δημόσιας επικοινωνίας για την συνειδητοποίηση και την υποστήριξη των αντικειμενικών στόχων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
  • 2. Έλεγχος όπλων και η μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής.
  • 3. Οικοδόμηση ικανότητας λήψης μέτρων (στον τομέα της αντιτρομοκρατίας) σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο και
  • 4. Βελτίωση του μηχανισμού κυρώσεων.

      

 

Νέα Υόρκη, 30 Απριλίου 2007

 

 

Διεθνές Συμπόσιο

για την Ενίσχυση της Αποτελεσματικότητας των Κυρώσεων

του Συμβουλίου Ασφαλείας

(Ηνωμένα Έθνη, 30 Απριλίου 2007)

 

Μήνυμα της Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας κας Ντόρας Μπακογιάννη

"Εξοχότατε Γενικέ Γραμματέα του ΟΗΕ

Αξιότιμοι κύριοι και κυρίες

mpakogiannh.jpgΗ Ελλάδα είναι ικανοποιημένη και υπερήφανη που φέρνει σήμερα κοντά Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, Κράτη Μέλη των Ηνωμένων Εθνών, διακεκριμένους εμπειρογνώμονες στον τομέα πολυμερών κυρώσεων, μέλη της Γραμματείας του ΟΗΕ, ακαδημαϊκούς και άλλους συμμετέχοντες, με επίκεντρο τις συντονισμένες προσπάθειες που καταβάλλουμε στο θέμα των κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Η παρουσία του Γενικού Γραμματέα στο Συμπόσιο αυτό συνιστά σαφή ένδειξη της σημασίας που προσδίδουν τα Ηνωμένα Έθνη στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. 

Στο προοίμιο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, εκφράζεται η υπόσχεση για τη "σωτηρία των επόμενων γενεών από τη μάστιγα του πολέμου". Στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι κυρώσεις προβάλλονται ως μία ειρηνική εναλλακτική επιλογή έναντι της στρατιωτικής δράσης, ως ενδιάμεσος τόπος μεταξύ πειθούς και της χρήσης ισχύος.

Δεν χρειαζόμαστε περαιτέρω αποδείξεις για τη σημασία του οργάνου των κυρώσεων πέραν της αυξανόμενης χρήσης του από το Συμβούλιο Ασφαλείας και την πολλαπλότητα των στόχων για τους οποίους εφαρμόζονται οι κυρώσεις.

Αναγνωρίζουμε τις προσπάθειες του Συμβουλίου Ασφαλείας και Κρατών Μελών, όπως η Γερμανία, η Ελβετία, η Σουηδία και η Ελλάδα, οι οποίες συνεργάστηκαν με ακαδημαϊκούς, εμπειρογνώμονες και σχεδιαστές πολιτικής για να ανταποκριθούν σ΄ έναν αριθμό προκλήσεων αναφορικά με τις κυρώσεις, μεταξύ των οποίων οι ανθρωπιστικές επιπτώσεις των κυρώσεων και οι δέουσες διαδικασίες καταγραφής και διαγραφής στους καταλόγους κυρώσεων. Η διοργάνωση του Συμποσίου καταδεικνύει την πρόθεση της Ελλάδας όπως συνεχίσει να δεσμεύεται και να συμβάλλει πλήρως στη συνεχιζόμενη αυτή προσπάθεια.

Η επίλυση των συγκρούσεων και η πρόληψη σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπιστικού δικαίου είναι ορισμένες από τις σημαντικότερες διεθνείς προκλήσεις. Οι κυρώσεις συνιστούν ισχυρή έκφραση της συλλογικής φωνής και της συλλογικής βούλησης της Διεθνούς Κοινότητας. Ως τέτοιες, η συμβολική τους επίδραση είναι αδιαμφισβήτητη. Η επίδρασή τους σε πρακτικό επίπεδο αποδείχθηκε  σε αρκετές περιπτώσεις, όταν κυρώσεις συνέβαλαν σε συμβιβασμό μεταξύ συγκρουόμενων μερών.

Η εφαρμογή κυρώσεων κατέδειξε ότι αυτές έχουν ορθολογική επίδραση σε μέρη όπου στοχεύουν. Ακόμη και η απειλή κυρώσεων μπορεί να έχει προληπτικό αποτέλεσμα, αλλά μόνο εφόσον η απειλή εκλαμβάνεται ως αξιόπιστη και φέρει σαφές μήνυμα ότι υπάρχει η βούληση για αναγκαία δράση. Κυρώσεις, που εφαρμόζονται με τρόπο που προβάλλει την ενότητα στόχου και την αποφασιστικότητα της Διεθνούς Κοινότητας, μπορεί να επιτύχουν αποτελέσματα χωρίς τη χρήση βίας.

Το θέμα των κυρώσεων είναι αμφιλεγόμενο, εν μέρει λόγω της ανεπαρκούς γνώσης – σε όλα τα επίπεδα – για τη φύση, το εύρος και τους στόχους τους, καθώς και την εκτίμηση της τεράστιας εξέλιξής τους κατά την τελευταία δεκαετία. Η εις βάθος κατανόηση  – σε όλα τα επίπεδα – της εξέλιξης των κυρώσεων σήμερα και η συνειδητοποίηση του τεράστιου δυναμικού που αυτές διαθέτουν, είναι απαραίτητες για τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Αυτό αποτελεί και ένα από τα κύρια θέματα στα οποία στοχεύει το συγκεκριμένο Συμπόσιο".

New York, 30 April 2007 – Secretary-General's remarks to the Symposium on Enhancing the Implementation of Security Council Sanctions

Ambassador Vassilakis, [Permanent Representative of Greece to the UN]

Excellencies,

Ladies and Gentlemen,

basilakis_plai.jpgI am honoured to have this opportunity to address you on the important issue of Security Council sanctions.

It is particularly fitting that Greece has sponsored this symposium. We are all aware of Greece's distinguished service during its recent two-year tenure on the Council, including the leadership it demonstrated in chairing the Cτte d'Ivoire and Sudan committees as well as the Informal Working Group on General Issues of Sanctions. Greece's determined and creative approach resulted in the adoption of a report containing important recommendations for improving the effectiveness of Security Council sanctions, which the Council took note of in resolution 1732. Greece has demonstrated that leadership in this area can bring positive results.

The legal basis for sanctions is contained in Article 41 of Chapter VII of the United Nations Charter, under which the Security Council may seek to restore international peace and security by "measures not involving the use of armed force". Indeed, if implemented effectively, sanctions can avoid the costs in blood and treasure that might otherwise ensue from the use of armed force. While not a solution in themselves, sanctions can play an effective role among the panoply of measures to prevent and resolve conflict.

Following the end of the Cold War, a renewed sense of common purpose among members of the Security Council set the stage for more active and wide-ranging collective action. One of the foremost expressions of that newly revived political will was the establishment of sanctions regimes, starting with the measures imposed on Iraq in August 1990, which were the most comprehensive and long-lasting in the history of the United Nations. At the same time, the unintended humanitarian consequences caused lingering doubts regarding the efficacy of Security Council sanctions.

During the 1990s, the Council imposed sanctions on a number of targets for a variety of purposes: to restore a democratically elected government; to reverse aggression; to respond to serious violations of human rights and humanitarian law; to counter terrorism; and most recently, to prevent nuclear proliferation and the spread of other weapons of mass destruction.

The Council reacted by shifting its focus from comprehensive economic sanctions and "stand-alone" arms embargoes to a combination of "smart" or "targeted" measures aimed at decision-making elites. These new measures include the freezing of financial assets, travel restrictions, aviation bans, and strictures on commodities such as petroleum, diamonds and timber. They are meant to deny States the means with which to fuel conflict, while minimizing the effects on the general population. This effort to refine the sanctions instrument has been greatly assisted by Germany, Switzerland and Sweden.

The Council has also increased the use of humanitarian impact assessments, and established expert groups to monitor compliance with sanctions. Ambassador Fowler of Canada, who is with us today, deserves special mention for leading the effort to put in place a monitoring group on UNITA in Angola.

The Council has also sought to strengthen compliance by including in the mandates of peacekeeping missions the provision of assistance in monitoring arms embargoes. Two notable cases of this are UNOCI in Cτte d'Ivoire, and MONUC in the Democratic Republic of the Congo.

A more recent challenge to effective implementation of sanctions revolves around the issue of due process in the listing and "de-listing" of individuals designated for targeted sanctions such as asset freezes and travel bans. The Council has moved to address these concerns, and maintain confidence in the credibility and legitimacy of its measures, again with the assistance of Germany, Switzerland and Sweden, and in cooperation with the Watson Institute at Brown University. Further to the Council's resolution 1730, the Secretariat has created a focal point for delisting, which provides direct access of listed persons and entities to Committees.

Experience has shown that sanctions as a means of coercion, not punishment, can apply the necessary pressure on a target to change its behaviour. David Cortright and George Lopez, eminent experts on multilateral sanctions who are here with us today, have identified several cases in which sanctions resulted in partial compliance with the Council's demands or helped to bring conflicting parties to the bargaining table. These cases include Libya, the former Yugoslavia, UNITA in Angola, and the Charles Taylor regime in Liberia. Peter Wallensteen of Uppsala University, who recently presented his study on Cτte d'Ivoire and Liberia at the United Nations, has noted similarly that sanctions have had a restraining effect on their targets.

But as we know only too well, the implementation of sanctions faces a number of challenges. All too often, there is insufficient political will. States can lack capacity to enforce sanctions. And great difficulty has been encountered in exerting leverage on non-state actors.

To strengthen compliance and increase effectiveness, sanctions must be understood as a manifestation of the strong and unified political will of the international community. Their goals must be clear and unambiguous. And the goal posts must not be changed arbitrarily or without explanation in order to meet unstated political objectives.

Moreover, sanctions should include carrots along with sticks — not only threats, but inducements to elicit compliance. The target must understand what actions it is expected to take. And partial or full compliance should be met by reciprocal steps from the Council, such as easing or lifting sanctions as appropriate. At the same time, targets must not be allowed to exploit real or perceived differences among those who impose sanctions. This would only hold the international community hostage to a target's capricious or wily behaviour.

Non-compliance should be dealt with on an equal basis, and in a decisive manner. "Naming and shaming" in reports prepared by expert groups should be followed by effective action to deter any recurrence of violations.

Ladies and gentlemen,

There is ample evidence that sanctions have enormous potential to contribute to the maintenance of international peace and security when used not as an end in themselves, but in support of a holistic conflict resolution approach that includes prevention, mediation, peacekeeping, and peacebuilding. We should welcome the evolution of sanctions that has taken place: where once they were an often blunt and unfocused instrument, today they have become a more precise tool. Their increased use attests to their growing power. Our challenge is to ensure their credibility and legitimacy in the eyes of the world is unassailable. Only by our combined efforts can we hope to realize the full promise of sanctions in the interest of global peace and security.

I look forward to working with you in that effort. I extend my full support to Greece in this important endeavour, and wish you every success at this symposium.

Thank you again for the invitation to participate.