Ένα διαφορετικό αφιέρωμα, καθαρό, αντικειμενικό, χωρίς υπερβολές και υποβολιμαίες φράσεις ή κατευθύνσεις εκ μέρους του συνεντευξιαζόμενου, και με έντονα τα στοιχεία του πορτραίτου δημοσίευσε την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου το ένθετο περιοδικό της εφημερίδας ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ,  BIG FISH για έναν άνθρωπο της Ομογένειας.

Κεντρικό πρόσωπο μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Ένας συγκρουσιακός και  εκρηκτικός χαρακτήρας. Ένας άνθρωπος με πολλούς (φαινομενικούς) φίλους και δεκάδες  ορκισμένους εχρθούς.  Δημήτρης Καστανάς. Το όνομα του τα λέει όλα! Η Ομογένεια τον γνωρίζει πολύ καλά απ΄άκρη σ΄ άκρη και έχει σχηματίσει χρόνια τώρα τη δική της αντίληψη και άποψη. Ξέρει που και πως έχει συνδράμει.  Στην Ελλάδα κάποτε -προ 10ετιας  το όνομα του ήταν  συνώνυμο με την ομογένεια! Ο ίδιος με τεχνικές καλού managment φρόντισε πάντα  να αυτοπροβάλλεται και έτσι να συνδεθεί το όνομα του, κυρίως την περίοδο που η ομογένεια είχε πλήρη και παντελή άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας και αντίστοιχα η Ελλάδα για τα όσα συμβαίνουν στους κόλπους της πολύπαθης Ομογένειας και τον Ελληνισμό της Αμερικής.  Γνωστός σε όλη την ομογένεια ο άνθρωπος δε χρειάζεται πολλές συστάσεις. Την προσωπικότητα, την όποια προσφορά και το έργο του σκιαγραφήσαμε  -όσο πιο αντικειμενικά-  πρόσφατα σε ένα μεγάλο ειδικό  αφιέρωμα – πορτραίτο – και μια  συνέντευξη-δημόσια εξομολόγηση του Δημήτρη Καστανά με τίτλο "ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΠΟΛΛΑ ΛΑΘΗ ΖΗΤΩ ΣΥΓΝΩΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ"  Μια συνέντευξη που άφησε τη δική της ιστορία στα δρώμενα της Ομογένειας και στάθηκε αφορμή για πολλά θετικά σχόλια αλλά και για το παρακάτω αφιέρωμα του περιοδικού. Αποσπάσματα μάλιστα από αυτό το πλούσιο  αφιέρωμα, χρησιμοποιήσε τηρώντας τους κανόνες δεοντολογίας- πράγμα σπάνιο στην εποχή μας- η νεαρή ανερχόμενη συνάδελφος  Στέλλα Μεϊμάρη η οποία και υπογράφει το σχετικό κείμενο στο περιοδικό της εφημερίδας. Μέσα από τη δικό της αποστασιοποιήμενο βλέμμα -από γεγονότα και καταστάσεις που διαδραματίζονται στην Ελληνική Κοινότητα της ΝΥ- παρουσιάζει τον Δημήτρη Καστανά. Μέσα από αυτά που αφηγείται,  με αφετηρία πάντα  την προσωπική του ιστορία, που αναμφίβολα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον,  αλλά και τις απόψεις του για τα μείζονα προβλήματα της ομογένειας και που ορθώς μεταφέρει σε αυτή την συνέντευξη του. Σήμερα δημοσίευμε ολόκληρο το σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού BIG FISH.   

Κείμενo: Στέλλα Μεϊμάρη

 

Δούλεψε στην τράπεζα, πούλησε αυτοκίνητα και ασφάλειες, έκανε δουλειές του ποδαριού, έφτιαξε εστιατόρια, μέχρι να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα: Ένα κανάλι που μεταδίδει νέα από την Ελλάδα στη διψασμένη ομογενειακή κοινότητα της Αμερικής.

ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ είναι συνώνυμο και ταυτόσημο με την Ομογένεια, τη ζωή της οποίας έχει σφραγίσει τα τελευταία 30 χρόνια με την παρουσία του. Ο Δημήτρης Καστανάς αγαπήθηκε πολύ, ειδικά την περίοδο της δεκαετίας του ΄70 και του ΄80, όταν η ελληνική τηλεόραση δεν είχε φτάσει ακόμα στα σπίτια των ομογενών και εκείνος έστελνε στα σπίτια τους την Ελλάδα… Και ποιος, άλλωστε, δεν έχει περάσει από τα στούντιο του NATIONAL GREEK TV; Ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Έλληνα καναλάρχη, βλέπει κανείς να παρελαύνουν διάσημες προσωπικότητες από όλους τους χώρους… Πρόεδροι των ΗΠΑ και πρωθυπουργοί της Ελλάδας, αρχιεπίσκοποι και ανώτεροι κληρικοί, επιστήμονες και καλλιτέχνες διεθνούς βεληνεκούς. Πρόσφατα, η Ομογένεια βράβευσε το Δημήτρη Καστανά για τα 30 χρόνια προσφοράς και δράσης του και δεκάδες προσκεκλημένοι ήρθαν για να τον τιμήσουν από ολόκληρο τον κόσμο. Αυτοδημιούργητος και αφοπλιστικά ειλικρινής, μιλάει στο Big Fish για το μοναδικό ελληνικό κανάλι στη Νέα Υόρκη και για την τριαντάχρονη επαγγελματική του σταδιοδρομία στο χώρο της τηλεόρασης, ενώ δεν παραλείπει να τονίσει τα προβλήματα της Ομογένειας που, όπως υποστηρίζει, την απειλούν με διάσπαση και προκύπτουν από την παντελή αδιαφορία των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων.

 

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΣΤΑΝΑΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΜΩΛΟ, ένα μικρό χωριό κοντά στη Λαμία. Δέκα μόλις μήνες μετά τη γέννηση του, ο πατέρας του, γιατρός στο επάγγελμα, πεθαίνει σε ηλικία 36 ετών. Τρία χρόνια αργότερα, η μητέρα του, που ήταν δασκάλα, παίρνει μετάθεση και έτσι μετακομίζουν μόνιμα στην Αθήνα. Τα παιδικά του χρόνια ήταν φτωχικά, αλλά όμορφα. «Έχω ωραίες παιδικές αναμνήσεις. Από τη μια πλευρά ήταν άσχημο που μεγάλωνα ορφανός, αλλά από την άλλη η μητέρα μου, στην οποία οφείλω πάρα πολλά, έπαιξε και με το παραπάνω αυτό το διπλό ρόλο στη ζωή μου».

Σπουδάζει Νομική και παράλληλα εργάζεται στη Ιονική Λαϊκή Τράπεζα. Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, όμως, δεν επαναπαύεται εύκολα. Ταυτοχρονα με τη δουλειά στην τράπεζα, διατηρεί ένα γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων (20 τον αριθμό) και πουλάει οικόπεδα στο Τατόι, τους Θρακομακεδόνες και το Μενίδι. «Για να καταλάβεις, θα σου πω ότι στην τράπεζα ο μισθός μου ήταν 2.500 δρχ και με τις άλλες δραστηριότητες μου οι μηνιαίες μου αποδοχές έφταναν τις 50.000 δρχ. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ο διευθυντής μου στην τράπεζα, με 25 χρόνια προϋπηρεσία, έπαιρνε μισθό 16.000 δρχ! Είχα ένα σπορ αυτοκίνητο και μου άρεσε που με αυτό προκαλούσα το θαυμασμό στα κοριτσόπουλα. Αλλά το αυτοκίνητο δεν μου το είχε πάρει η μάνα μου, το είχα αγοράσει μόνος μου και αυτό ήταν για μένα το πιο σημαντικό από όλα».

Το 1968, η δικτατορία τον οδηγεί στην απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να αναζητήσει -όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες εκείνη την εποχή- μια καλύτερη ζωή στην Αμερική. Αν τον ρωτήσεις τι τον ώθησε να πάρει αυτή τη μεγάλη απόφαση, η απάντηση του είναι αφοπλιστική: «Δεν θα σου πω, όπως οι περισσότεροι, ότι έφυγα λόγω αντίστασης, το θεωρώ πολύ τετριμμένο σενάριο πια. Έφυγα διότι σταμάτησαν όλες οι αγοραπωλησίες μόλις ανέλαβε ο Παπαδόπουλος. Και έτσι ξαφνικά, από εκεί που ήμουν ένα από τα πλουσιόπαιδα της Αθήνας και κάθε βράδυ διασκέδαζα στα μπουζούκια, βρέθηκα να συντηρούμαι μόνο με το μισθό της τράπεζας. H πρώτη λέξη που μου ήρθε στο μυαλό εκείνη την ώρα ήταν "Αμερική"».

ΑΜΕΣΩΣ ΠΑΡΑΙΤΕΙΤΑΙ από την τράπεζα και βρίσκεται ξένος σε μια ξένη χώρα. Τον ρωτήσαμε αν ήταν δύσκολα τα πράγματα στην αρχή. «Πάρα πολύ. Για να πετύχουμε, όμως, κάτι δημιουργικό στη ζωή μας χρειάζεται πάντα αγώνας και σκληρή δουλειά. Φανταστείτε, λοιπόν, πόσο πιο δύσκολο είναι να είσαι μετανάστης και να προσπαθείς να αναπτύξεις επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο των ΜΜΕ, με κύριο στόχο να διατηρήσεις και να προβάλεις στη ξένη γη τη γλώσσα και τον πολιτισμό σου. Τα πρώτα χρονια, δούλεψα  ανθοπώλης, ηλεκτρολόγος, βενζινάς, εργάτης, βοηθός σερβιτόρου, δεν υπάρχει καμία απολύτως δουλειά που να μην έχω κάνει στη ζωή μου..»

Στις αρχές του 1970, ο Δημήτρης Καστανάς είναι από τους πρώτους που πιάνουν δουλειά ως ασφαλιστής. Μέσα σε ένα χρόνο καταφέρνει να μαζέψει 60.000 δολάρια (αρκετά χρήματα εκείνη την εποχή) και αποφασίζει να ανοίξει μαζί με ένα συνέταιρο το πρώτο του εστιατόριο στην Αστόρια. «Θυμάμαι, όταν ξεκίνησα, δεν ήξερα ούτε νερό να βράσω. Αλλά, τα εστιατόρια ήταν μια προσοδοφόρα επιχείρηση τότε, αγόραζα, πούλαγα… Αυτή η δουλειά, όμως, γέμιζε μόνο την τσέπη μου, όχι την ψυχή μου.

Με λίγα χρήματα, λοιπόν, και με απεριόριστο πάθος για την Ελλάδα, ξεκίνησα την τηλεοπτική μου διαδρομή το Σεπτέμβριο του 1975 με μία ωριαία εβδομαδιαία εκπομπή στο κανάλι 47 κάθε Κυριακή. Τότε, μάλιστα, η εκπομπή αυτή αποτελούσε τη μοναδική τηλεοπτική γέφυρα που υπήρχε με την πατρίδα».

Σε ένα χρόνο κιόλας, η εκπομπή γίνεται δίωρη και εκτός από τη μητροπολιτική περιοχή της Νέας Υόρκης, το πρόγραμμα προβάλλεται στη Βοστώνη και το Σικάγο, με συνολική εμβέλεια σε δεκατρείς πολιτείες της Αμερικής. «Εκείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να συμπληρώσεις δύο ώρες τηλεοπτικού χρόνου, γιατί στην Ελλάδα υπήρχε μόνο η κρατική τηλεόραση και ειδικά τα ντοκιμαντέρ, που ενδιέφεραν πάρα πολύ τότε τους τηλεθεατές, ήταν σε ταινίες 16 mm, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να τα προμηθευτούμε, επειδή τα κρατούσαν για το αρχείο τους και δεν υπήρχε η δυνατότητα να έχουμε αντίγραφα».

Είναι η εποχή που ο Δημήτρης Καστανάς γνωρίζει και παντρεύεται την έως και σήμερα σύζυγο του, Νομική και αποκτούν μαζί δύο παιδιά, το Γιώργο και τη Ματίνα. «Κάποια στιγμή, αφού είχα πουλήσει όλα τα εστιατόρια, είχα βάλει υποθήκη και το σπίτι μου. Γύρναγα το βράδυ από τη δουλειά και έβλεπα την κόρη μου να κοιμάται και δάκρυζα. Έλεγα, άραγε, τον επόμενο μήνα θα έχει σπίτι να κοιμηθεί… Έχω κάνει πολύ μεγάλο αγώνα. Τα χειροκροτήματα, οι βραβεύσεις από Προέδρους Δημοκρατίας, οι προσκλήσεις στο Λευκό Οίκο, όλα αυτά δεν γίνονται έτσι απλά σε μία νύχτα…»

ΌΜΩΣ, Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΣΤΑΝΑΣ δεν το βάζει κάτω. Την 1η Δεκεμβρίου του 1987 κάνει το μεγάλο και συνάμα ριψοκίνδυνο άλμα να είναι ο πρώτος Έλληνας της διασποράς που δημιουργεί κανονικό ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό εκτός των ελληνικών συνόρων. Ταυτόχρονα, είναι και ο πρώτος ελληνικός ιδιωτικός σταθμός, γιατί μέχρι τότε στην Ελλάδα υπήρχε μόνο η κρατική τηλεόραση. «Μέσω της γιγαντιαίας καλωδιακής εταιρείας Time Warner ξεκίνησα να προβάλλω Ελλάδα για 24 ώρες, με τη δυνατότητα να παρακολουθούν τα προγράμματα όλοι οι Αμερικανοί τηλεθεατές που ήταν συνδρομητές της συγκεκριμένης εταιρείας. Με την πάροδο του χρόνου, είχα τη δυνατότητα να προμηθεύομαι περισσότερα ντοκιμαντέρ και εκπομπές από την Ελλάδα, αλλά και να κάνω πολλές παραγωγές στο χώρο της Ομογένειας, με καθημερινά δελτία ειδήσεων, συνεντεύξεις, έρευνες, ρεπορτάζ, μουσικές, ιατρικές, ψυχαγωγικές, αθλητικές και άλλες εκπομπές. Επίσης, μέχρι και σήμερα, διοργανώνω, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, τηλεμαραθώνιους για την ενίσχυση φιλανθρωπικών, κοινωνικών και εθνικών σκοπών. Πρέπει να σας πω ότι, μέσω του NGTV, έχουν συγκεντρωθεί εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για άρρωστα Ελληνόπουλα που έρχονται στην Αμερική για θεραπεία, κυρίως καρκινοπαθή και καρδιοπαθή».

Τον ρωτάω ποια από τις αμέτρητες προσωπικότητες της πολιτικής, των επιχειρήσεων, της τέχνης και του αθλητισμού που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να φιλοξενήσει στο κανάλι του, τον εντυπωσίασε περισσότερο. «Τον Οκτώβριο του 1975, είχα την τύχη να πάρω συνέντευξη από τον πρώτο πρόεδρο της Κύπρου, τον Εθνάρχη Μακάριο. Με εντυπωσίασε η προσωπικότητά του, ήταν ένας σπάνιος ηγέτης για τον Ελληνισμό. Τότε, ήμουν και στον πρώτο καιρό της τηλεοπτικής μου διαδρομής. Ίσως, σήμερα, αν ζούσε, να τον έβλεπα διαφορετικά, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα δέος που τον συναντούσα».

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, o Δημήτρης Καστανάς από το 1988 εκδίδει το περιοδικό «Εσείς», το οποίο βραβεύθηκε δύο φορές από το Υπουργείο Τύπου και Επικοινωνίας, δια χειρός του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλου και μια τρίτη φορά από το Ίδρυμα Μπότση, δια χειρός του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια, για την αντικειμενικότητα του και για τη συμβολή του στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στην Αμερική.

«Η έκδοση του περιοδικού ήταν επίσης ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Όμως, δεν υπέκυψα στον πειρασμό να βάζω προκλητικά εξώφυλλα με γυμνό και θέματα που θα αναμόχλευαν τα κομματικά πάθη στο χώρο της Ομογένειας. Προτίμησα να εκδίδω ένα σοβαρό περιοδικό, με αποτέλεσμα, μετά από δεκαεννέα χρόνια, να είναι αυτοσυντήρητο, με αποτελεσματική παρέμβαση στα δρώμενα της Ομογένειας». Τον ρωτάω ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας του.  «Το δημιουργικό πείσμα», απαντά. «Αυτό σε κάνει να προχωράς μπροστά στη ζωή. Το δημιουργικό πείσμα, να αποδείξεις ότι δεν είσαι αυτό που λένε οι άλλοι, αλλά αυτό που λες εσύ. Και χαίρομαι που, μετά από 31 χρόνια, ο κόσμος δεν λέει πια «να δούμε NGTV», αλλά λέει «να δούμε τον Καστανά». Πράγματι, την περίοδο που ο μεγάλος καναλάρχης ήρθε στη Νέα Υόρκη, υπήρχαν αρκετά άλλα ελληνικά τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα. Η Σαντοριναίου, ο Ηλίας Νεοφώτιστος, ο Τάκης Παραλύκας η αείμνηστη Μαρουλέτη και δεκάδες άλλοι σημαντικοί άνθρωποι που ασχολούνταν με τα λεγόμενα ομογενειακά ΜΜΕ. Ο Δημήτρης Καστανάς, όμως, είναι ο μόνος που απέμεινε να «κρατάει τα σκήπτρα» στη φθίνουσα αγορά των ομογενειακών ΜΜΕ των ΗΠΑ και εκείνος που ίσως δικαιωματικά μπορεί σήμερα να λέει, με περισσή αυταρέσκεια και ικανοποίηση, ότι «έχω τόσα, ώστε να ζήσουν και τα εγγόνια μου άνετα…»

Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης του NGTV δεν έχει μόνο φανατικούς φίλους, αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Κατα καιρούς, μάλιστα, έχει προκαλέσει ποικίλα σχόλια με τη στάση, τις απόψεις και τις «μάχες» που έχει δώσει, όχι μόνο για τα μεγάλα θέματα της Ομογένειας, αλλά κυρίως με τους εκάστοτε αντιπάλους του… Μάχες και αγώνες επιβίωσης, επικράτησης, αλλά και αλληλοεξόντωσης. Ίσως αυτός να ήταν και ένας από τους λόγους που τον οδηγησαν πρόσφατα να ζητήσει δημόσια συγνώμη από την Ομογένεια, μέσω του Greek American News Agency. Παράλληλα, οι προεκλογικές δημόσιες δηλώσεις του εναντίον του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού, παρά τις φημολογούμενες διασυνδέσεις του, αλλά και την ιδιαίτερη φιλία του με τον Υπουργό Υγείας κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο (του έχει βαφτίσει το μικρό γιο), φαίνεται να έχουν επηρεάσει την αμφίδρομη σχέση.

ΣΥΖΗΤΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην Ομογένεια. «Υπάρχει παντελής αδιαφορία», μου λέει. «Λόγια ακούμε πολλά, αλλά έργα δεν βλέπουμε. Για παράδειγμα, βλέπουμε τις κυβερνήσεις να διορίζουν εξωκοινοβουλευτικούς Υπουργούς. Δεν θα ήταν πιο ωραίο για την Ελλάδα και τον απανταχού Ελληνισμό, αν δημιουργείτο Υπουργείο του Απόδημου Ελληνισμού, με Υπουργό ένα εξωκοινοβουλευτικό που θα προερχόταν από το χώρο της Ομογένειας και ο οποίος, όχι μόνο θα γνωριζε τα θέματα των ομογενών, αλλά και τις λύσεις των προβλημάτων; Η έλλειψη ενός σοβαρού αντιπροσωπευτικού συντονιστικού φορέα με μορφωμένη ηγεσία αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, γιατί την ωθεί τελικά στη διάσπαση, ενώ δεν γίνονται οργανωμένες προσπάθειες για την επίλυση θεμάτων που αφορούν τους ομογενείς και γενικότερα τον Ελληνισμό».

Τον ρωτάω ποια πιστεύει ότι είναι τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ομογένεια της Αμερικής. «Η παιδεία», μου απαντάει, χωρίς να το σκεφτεί σχεδόν καθόλου. «Όλα σχεδόν τα ελληνοαμερικανικά σχολεία υπάγονται στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, η οποία έκανε πάρα πολλά και ακόμα κάνει στον τομέα αυτό, αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερα. Θα πρέπει η ελληνική Πολιτεία να βρει επιπλέον τρόπους για τη διατήρηση της ελληνικής παιδείας στην Αμερική σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο. Πιστεύω ότι λύσεις υπάρχουν, φτάνει να υπάρξουν τα σωστά άτομα και οι θαρραλέες ενέργειες, ώστε να οικοδομηθεί ένα σωστά καταρτισμένο και ανταγωνιστικό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στην αμερικανική κοινωνία».

Ο Δημήτρης Καστανάς είναι όντως ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Ένα πρόσωπο που, όσο κι αν η λάμψη και το glamour που εκπέμπει ο φακός της τηλεόρασης του προσδίδουν μια ιδιαίτερη αίγλη, σου δίνει την εικόνα ενός απλού Έλληνα της Διασποράς που κατάφερε να εκπληρώσει το δικό του «αμερικάνικο» όνειρο: Nα μεταφέρει την Ελλάδα στα σπίτια των ομογενών! Και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει να το κάνει για πολλά χρόνια ακόμα.