Εφεξής, καθώς η διοικούσα και ποιμένουσα Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος προεξάρχοντος του Πρώτου μεταξύ Πρώτων και Ίσου μεταξύ Ίσων Μακ. Αρχ. Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, θα πορεύεται προς την μεγάλη και διαχρονική Αποστολή Της με τελικό προορισμό την κατά Χάρην Θέωση του (κάθε πιστού) Ανθρώπου μέσα από το Σωτηριολογικό έργο Της, με την ανάδειξη στον Θρόνο των Αθηνών του από Θηβών και Λεβαδείας Ιερωνύμου του Β', παρατηρούμε πως αργά και σταθερά ότι ο δημόσιος  Λόγος  της Εκκλησίας  επιστρέφει στην ορθοπραξία της Ορθοτομούσης Αληθείας και της  Ορθόδοξης θεολογίας. Λόγος  όπου εκφεύγει της εκκοσμιμευμένης διάστασης που είχε προσλάβει τα τελευταία χρόνια (και προ του Μακ. Κυρού Χριστόδουλου). Μια προσεχτική ματιά στον λιτό, σύντομο και περιεκτικό αλλά πλήρους νοημάτων  δημόσιο(γραπτό και προφορικό) Λόγο του Αρχ. Ιερωνύμου αρκεί κανείς για να διαπιστώσει αυτή την αλλάγή και τον επαναπροσδιορισμό αυτής της σχέσης μεταξύ Πιστών και Ποιμένων. Ένα τέτοιο κείμενο το οποίο χρήζει περαιτέρω μελέτης, πέρα από μια απλή ανάγνωση, είναι και αυτό της Αντιφώνισης του Αρχ. κ. Ιερωνύμου προς τον Εξοχώτατο Πρέδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας την Κυριακή της Ορθόδοξιας στο γεύμα που παρέθεσε προς τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου στο προεδρικό Μέγαρο. Καλό θα  είναι αυτά τα κείμενα να τυχαίνουν της ευρύτερης δημοσιότητας ανάγνωσης και μελέτης ώστε να μπορούμε όλοι να γινόμαστε Κοινωνοί και Μέτοχοι αυτού του  Λόγου της Εκκλησίας ο οποίος εκφράζεται κυρίως δια του Πρώτου των μελών της Ιεράρχιας της Ελλαδικής  Εκκλησίας.         

 

Ἐξοχώτατε  Κύριε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,

Ὁ πανηγυρικός ἑορτασμός τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας σέ ὅλες τίς ἀνά τήν Οἰκουμένην Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχει ἱστορικό βάθος δώδεκα περίπου αἰώνων. Ὁ πνευματικός ὅμως συμβολισμός του εἶναι διαχρονικός καί παραμένει πάντοτε ἐπίκαιρος σέ κάθε τόπο καί κάθε ἐποχή.

Στό ἐπίκεντρο τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος τέθηκε το ζήτημα ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Εἰκόνας στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί στήν προσωπική πνευματικότητα τῶν μελῶν της.

Οὐσιαστικά ὅμως πρόκειται γιά τή διαλεκτική ἀντιπαράθεση τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς καί τῆς θεοκεντρικῆς ἑρμηνείας τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν  Θεό καί μέ τόν  κόσμο. Αὐτή ἡ διαλεκτική ἀντιπαράθεση ἐκφράζεται στήν ὅλη εἰκονογραφία τῶν Ἱερῶν Ναῶν καί συνδέει τήν ὁμολογία τῆς πίστεως μέ τή λειτουργική ἐμπειρία τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Ἡ τελετουργική παράδοση τοῦ σημερινοῦ πανηγυρικοῦ ἑορτασμοῦ λαμπρύνθηκε μέ τήν παρουσία τῆς Ὑμετέρας Ἐξοχότητας καί τῶν ἐκπροσώπων τῆς πολιτικῆς, πνευματικῆς καί στρατιωτικῆς ἡγεσίας τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἡ πρόθυμη αὐτή συμμετοχή προβάλλει μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση τό διαχρονικό μήνυμα τῆς ἑορτῆς καί ἐπισημαίνει, ἰδιαίτερα σήμερα, τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἁρμονικῆς συνεργασίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν ἐντιμότατη Ἑλληνική Πολιτεία μέσα στά καθιερωμένα «ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν».

Ἡ παρατιθέμενη ἀπό τήν Ὑμετέραν Ἐξοχότητα κοινή Τράπεζα στά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀποτελεῖ προέκταση τῆς κοινῆς μας ἐμπειρίας γύρω ἀπό τήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, κατά τήν προηγηθεῖσα Θεία Λειτουργία πού τελέσθηκε γιά ὅλα τά μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί νοηματοδοτεῖ τό ὅλο περιεχόμενο τῆς τιμῆς πρός τίς εἰκόνες.

Τήν εἰκονική παράσταση τῶν μεγάλων γεγονότων τῆς ἱστορίας ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση τήν βλέπει ὡς ἐξαίρετο ὄχημα τῆς ἀδιάλειπτης λειτουργίας τῆς πνευματικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν  Θεό καί μέ τόν  κόσμο, ὅπως αὐτή ἐκφράσθηκε μέ τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ θείου Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν μοναδική καί ἀμετάθετη ἀναφορά τῆς εἰκόνας.

 Ἡ ἀναφορά αὐτή μεταμορφώνει τήν εὐτελῆ ἤ καί τήν πολύτιμη ὕλη τῆς εἰκόνας σέ μιά λειτουργική ἀκτινοβολία, ἡ ὁποία αἰσθητοποιεῖ καί ἐνεργοποιεῖ τήν ἄρρηκτη συζυγία αἰσθητῶν καί ὑπεραισθητῶν πραγματικοτήτων στήν πνευματική ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ διαχρονική αὐτή συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ὁπωσδήποτε στήν ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὡς θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρέσεων. Ὅμως ὁ πανηγυρικός αὐτός ἑορτασμός καθιερώνεται στήν εἴσοδο τοῦ σταδίου τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Στό πνευματικό αὐτό στάδιο προβάλλεται μέ τόν ὑπέροχο πλοῦτο τῆς ὀρθοδόξου ὑμνογραφίας ἡ ὅλη ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, ὅπως ἐκτυλίσσεται ἀπό τήν πρώτη δημιουργία του μέχρι τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ.

Γι' αὐτό καί οἱ πιστοί καλοῦνται νά βιώσουν σέ συνοπτικό λειτουργικό χρόνο ὄχι μόνο τήν ἀναφορικότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν  Θεό, ἀλλά καί τήν ἀσκητική σχέση τους μέ τόν κόσμο, ὅπως αὐτά ἀποτυπώνονται στήν εἰκονογραφία τῶν Ἱερῶν Ναῶν.

Ἐξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε,

Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται – καί πράγματι εἶναι μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο – εἰκονομαχική, ὄχι μόνο γιατί ἡ ἀλαζονική ἀνθρωποκεντρική ἐσωστρέφεια τοῦ νεώτερου πολιτισμοῦ ἀπωθεῖ τόν  Θεό στό περιθώριο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά κυρίως γιατί ὑποβαθμίζει ἤ καί ἀπορρίπτει τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τή λειτουργική σχέση του πρός τή θεία δημιουργία.

Ἡ αὐτάρεσκη ἀπομόνωση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἰδεοληπτική αὐτονομία του συσκοτίζει τήν ἀναφορικότητα τῆς ὑπάρξεώς του τόσο πρός τόν  Θεό, ὅσο καί πρός τόν  κόσμο, γι' αὐτό καί ὁ «ἄλλος» ἤ τό «ἄλλο» ἀποτελοῦν πλέον πρόβλημά του καί ὄχι ἐπιβεβαίωση τῆς προσωπικῆς πνευματικῆς του ταυτότητας.

Ἡ εἰκόνα στή λειτουργική της ἔκφραση ἀποτελεῖ μιά συνεχῆ πρόσκληση καί πρόκληση πρός τόν  σύγχρονο ἄνθρωπο νά ξαναδῆ τόν  ἑαυτό του μέ ὅρους «κοινωνίας» καί ὄχι μόνο μέ ὅρους «αὐτονομίας», γιά νά ζήση ὁ κόσμος τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Ὁ σημερινός ἑορτασμός τῆς Ἀναστήλωσης τῶν Εἰκόνων σηματοδοτεῖ κατ' ἐξοχήν τήν ἀνάγκη τῆς ἀναστήλωσης καί τῶν ἄλλων εἰκόνων πού εἶναι ὁ Ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος.

Μέ τίς λίγες αὐτές σκέψεις κ. Πρόεδρε σᾶς ἐκφράζουμε ὅλα τά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τίς εὐχαριστίες μας καί σᾶς εὐχόμεθα τήν κατ' ἄμφω ὑγεία πρός ἐπιτέλεσιν τοῦ μεγάλου ἔργου καί τῆς σημαντικῆς ἀποστολῆς σας.