από το όραμα της οικονομικής δημοκρατίας στο δρόμο προς τη νεοφιλελεύθερη δουλεία.

Του Θεοφάνη Πάκου,Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

21.4.2008

Συναγωνίστριες και συναγωνιστές

Στη σημερινή μου ομιλία θα επιχειρήσω με αφαιρετικό τρόπο, και κατά συνέπεια όχι άμεσα πειστικό, να δείξω πως το όραμα για οικοδόμηση οικονομικής δημοκρατίας, που είχε αρχίσει να μορφοποιείται στις μεγαλειώδεις λαϊκές κινητοποιήσεις της προδικτατορικής  περιόδου και σχηματοποιήθηκε θεωρητικά στα χρόνια της δικτατορίας αλλά και αργότερα από διάφορες ομάδες διανοουμένων, έδωσε τη θέση του στη σημερινή βαθιά διχασμένη κοινωνία όπου, από τη μια μεριά, οι πολλοί μαστίζονται  από την ανεργία, τη φτώχεια, την ανασφάλεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό και, από την άλλη,  οι λίγοι προνομιούχοι σωρεύουν αμύθητα πλούτη και προκαλούν με την επιδεικτική κατανάλωση και την αλόγιστη σπατάλη. Χωρίς αμφιβολία η σημερινή εποχή είναι, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, μια εποχή με έντονους οικονομικούς διαχωρισμούς και ανισότητες. Πριν 30-40 χρόνια όποιος τολμούσε να μιλήσει για την ανισότητα που ερχότανε, ή όποιος θεωρητικός διέβλεπε την τάση του καπιταλισμού προς την εξαθλίωση όπως ο Marx, συγκέντρωνε αυτόματα το σκώμμα της αλαζονικής κριτικής των οργανικών διανοουμένων του συστήματος. 

 

Πριν προχωρήσω στην ανάπτυξη του σχετικού θέματος, θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσω ότι, στο αναλυτικό μου σχήμα, η οικονομική δημοκρατία  αποτελεί τη μια όψη του τριπτύχου που συγκροτεί την κοινωνική δημοκρατία. Οι άλλες δυο είναι η πολιτική και η ιδεολογική δημοκρατία. Διευκρινίζω επίσης ότι η κοινωνική δημοκρατία δεν πραγματώνεται ως άθροισμα αλλά ως διαλεκτική ενότητα και των τριών. Θεωρώ επίσης αναγκαίο να προσδιορίσω με κάθε δυνατή συντομία το εννοιολογικό περιεχόμενο των τριών αυτών πτυχών της κοινωνικής δημοκρατίας, παρόλο που κάτι τέτοιο με εκτρέπει κάπως από το κύριο θέμα μου.

Η πρώτη μορφοποιείται στη διασπορά της πολιτικής δύναμης, στις συναφείς πολιτικές ελευθερίες, στις ουσιαστικές δυνατότητες ισότιμης συμμετοχής στην άσκηση της εξουσίας, στο συνεχή και αποτελεσματικό έλεγχο της άσκησης της πολιτικής εξουσίας, στις τακτές εναλλαγές των ασκούντων την πολιτική διαχείριση και σε άλλες παρόμοιες ελευθερίες-δικαιώματα, υποχρεώσεις και δυνατότητες.  Αυτό που διαφοροποιεί την δική μου σημασιοδότηση του περιεχομένου της πολιτικής δημοκρατίας είναι η διάσταση της δυνατότητας. Καμιά πολιτική ελευθερία δεν μπορεί να ενασκηθεί χωρίς την παρουσία των αναγκαίων και ικανών προϋποθέσεων. Κατά συνέπεια η απλή θέσπιση πολιτικών ελευθεριών αν και απαραίτητη δεν είναι και ικανή συνθήκη για την πραγμάτωσή τους στην πράξη.

Με παρεμφερή τρόπο προσδιορίζω και το περιεχόμενο της οικονομικής δημοκρατίας. Στην προκείμενη περίπτωση το κύριο στοιχείο συνίσταται στην εξασφάλιση των κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένων οικονομικών όρων ζωής για  όλους, και μάλιστα καλής ζωής, όπως λέει ο Αριστοτέλης.

Οι κυριότερες πτυχές της οικονομικής δημοκρατίας είναι οι εξής δύο: α) η παρουσία θεσμών, μηχανισμών και πρακτικών που να διασφαλίζουν όχι μόνο την απλή αναπλήρωση αλλά και την αύξηση των οικονομικών πόρων της κοινωνίας, δηλαδή θεσμών και μηχανισμών που να εξασφαλίζουν αποτελεσματική και αναπτυξιακή οικονομική διαχείριση, και β) η σχετικά ίση ή κοινωνικά αποδεκτή διανομή του εισοδήματος και του πλούτου.

Τα ζητήματα που συνδέονται με το θέμα της ίσης, δίκαιης ή κοινωνικά αποδεκτής διανομής είναι σύνθετα, πολυεπίπεδα και αντιφατικά. Εδώ ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ σε οποιαδήποτε μορφής, ακόμα και εισαγωγικής, ανάλυσης. Επιβάλλεται όμως να κάνω μια κρίσιμη επισήμανση. Η παρουσία της οικονομικής δημοκρατίας είναι απαραίτητη αν και όχι ικανή συνθήκη για την ύπαρξη πολιτικής δημοκρατίας. Σύμφωνα και πάλι με τον Αριστοτέλη, οι οικονομικές ανισότητες, και ειδικότερα οι μεγάλες, νοθεύουν την πολιτική δημοκρατία και ωθούν σε αυταρχικές και ανελεύθερες μορφές διακυβέρνησης.

Επιπλέον οι ακραίες, κυρίως, ανισότητες και η συνακόλουθη νοοτροπία επιδεικτικής κατανάλωσης και σπατάλης των ευνοημένων από την άνιση διανομή στρωμάτων, υπονομεύουν την ικανότητα του υπάρχοντος, δηλαδή του καπιταλιστικού, οικονομικού συστήματος να λειτουργεί σε μόνιμη βάση αποτελεσματικά και αναπτυξιακά. Οικονομολόγοι διαφόρων σχολών και πεποιθήσεων, όπως οι Smith, Ricardo, Mill, Marx, Keynes και Galbraith, για να περιοριστώ στους πιο σημαντικούς, συμφωνούν στη διαπίστωση κρίση ότι ο βασικότερος παράγοντας που σπρώχνει την καπιταλιστική οικονομία στην κρίση είναι η ανισότητα. Το θέμα ότι οι παραπάνω οικονομολόγοι κατανοούν με διαφορετικό τρόπο τόσο τα αίτια όσο και τις συνέπειες της ανισότητας δεν έχει θέση στην παρούσα ομιλία. Θα αναφερθώ μόνο στον Keynes, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι εκτεταμένες ανισότητες που αναφύονται στο σύγχρονο καπιταλισμό προκαλούν προσκόμματα στην αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας με την αύξηση της ανισότητας και την ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης και της επένδυσης. 

Σύμφωνα με τον Keynes προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης απασχόληση και η σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας είναι απαραίτητο το κοινωνικό σύνολο μέσου του κράτους, το οποίο ιστορικά έχει αποδειχθεί ως ο πλέον αποτελεσματικός θεσμός έκφρασης της κοινωνικής ολότητας, να εξασφαλίζει τα πρόσφορα για τους σκοπούς αυτούς επίπεδα διανομής και επένδυσης. Ασφαλώς η παρεμβατική λειτουργία του κράτους που προτείνει ο Keynes δύσκολα διακρίνεται στην ποσοτική φορμαλιστική μεταλλαγή των ιδεών του  στη λεγόμενη νεοκλασική κεϋνσιανή σύνθεση. Η τελευταία είναι πολύ νεοκλασική και ελάχιστα έως καθόλου κεϋνσιανή. Γύρω από τη φύση και το ρόλο του κράτους υπάρχους και εγείρονται συνεχώς νέες, διαφωνίες και συγκρούσεις.

 Όμως ανεξάρτητα από τις εξαιρετικά σημαντικές διαφωνίες πάνω σε αυτές τις πτυχές ένα είναι βέβαιο: Στην κοινωνική δημοκρατία δεν θα πάμε ούτε μέσω της οικονομίας της ‘ελεύθερης' αγοράς ούτε μέσω πολιτικής αναρχίας, αλλά με κράτος. Είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που, όσοι οραματίζονται μια κοινωνία  κοινωνικής δημοκρατίας πρέπει να σκεφτούν σοβαρά τα πολυσύνθετα προβλήματα που συνδέονται με την οικοδόμηση ενός πολιτικά δημοκρατικού, κοινωνικά δίκαιου και οικονομικά αποτελεσματικού κράτους. Η επιστημονική δουλειά που πρέπει να γίνει σε αυτό τον τομέα λίγα, και σίγουρα μικρά, βήματα έχει κάνει από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Η μικρή αυτή πρόοδο δείχνει εκτός των άλλων τη δυσκολία του εγχειρήματος.

Το εννοιολογικό περιεχόμενο της δημοκρατίας στη σφαίρα της ιδεολογίας, η ιδεολογική δημοκρατία, συνδέεται στενά με εκείνο των άλλων δυο. Από τη μια μεριά υφίσταται την επίδρασή τους και από την άλλη τις διαμορφώνει. Προκειμένου να ξεπεράσω το σκόπελο της εμπλοκής στα δύσκολα των εννοιολογικών και φιλοσοφικών διαστάσεων της ιδεολογίας, περιορίζομαι στο να οριοθετήσω ως περιεχόμενο της ιδεολογικής δημοκρατίας τις ιδέες, τα ‘νοήματα' και τα επιχειρήματα  που στηρίζουν την πολιτική και την οικονομική δημοκρατία ως υπέρτατες κοινωνικές αξίες.

Η δύναμη των ιδεών, τόσο στην εξυπηρέτηση κατεστημένων συμφερόντων όσο και στην αποκάλυψη και ανατροπή τους είναι γνωστή από παλιά. Όλα τα ως σήμερα συστήματα επιβολής και ‘εξουσίασης' έχουν να επιδείξουν, δίπλα στους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς, και εκείνους που παράγουν την ιδεολογία που τα δικαιολογεί και τα νομιμοποιεί στις συνειδήσεις αυτών που εξουσιάζουν.

Για παράδειγμα, η οικονομία της ελεύθερης αγοράς δεν δημιουργεί μόνο τους  υλικούς όρους αναπαραγωγής της αλλά και τις ιδέες, τις θεωρίες και τις ρητορικές που στηρίζουν τον ορθολογισμό της,  την  αποτελεσματικότητας της και πάνω απόλα το αναντικατάστατό της.  Έτσι και ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, η σύγχρονη παραλλαγή της ορθόδοξης οικονομικής επιστήμης, είναι ένα κράμα με ελάχιστη επιστήμη και πολλή ρητορική και προπαγάνδα υπέρ του υπαρκτού καπιταλιστικού συστήματος.

Έχοντας προσδιορίσει το εννοιολογικό περιεχόμενο της κοινωνικής δημοκρατίας θα επικεντρώσω ειδικότερα στο θέμα που επιθυμώ να αναπτύξω, δηλαδή γιατί η προσπάθεια οικοδόμησης της οικονομικής και κατ' επέκταση της κοινωνικής δημοκρατίας εγκαταλείφθηκε και οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις στράφηκαν σταδιακά σε πολιτικές με ακραίο ταξικό περιεχόμενο, σε οικονομικές πολιτικές που τις χαρακτηρίζει η συστηματική και μεροληπτική ενίσχυση της λεγόμενης επιχειρηματικότητας, δηλαδή του κεφαλαίου, και η αντίστοιχη επιβάρυνση του κόσμου της εργασίας. Πολλοί λόγοι συνετέλεσαν σε αυτή την στροφή. Οικονομικοί, πολιτικοί, ιδεολογικοί, γεωπολιτικοί, τεχνολογικοί κλπ.

Προκειμένου να είμαι σύντομος αλλά και να μπορέσω να αναδείξω την ιστορική διαδρομή, θα επικεντρώσω την ανάλυση μου στα ακόλουθα σημεία:

1. Η ελληνική οικονομία από το τέλος του εμφύλιου έως την κατάρρευση της δικτατορίας

2. Η διαμόρφωση των προσδοκιών για οικονομική και κοινωνική δημοκρατία.

3. Τα δειλά, ανεπαρκή και αυτοαναιρούμενα βήματα κατάστρωσης και εφαρμογής πολιτικών κράτους πρόνοιας κατά την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία.

4. Η όξυνση της οικονομικής κρίσης των μέσων της δεκαετίας του 1980 και η εγκατάλειψη των πολιτικών κράτους πρόνοιας.

5. Η στροφή σε νεοσυντηρητικές οικονομικές πολιτικές, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, και η σταδιακή κατεδάφιση των θεσμών της οικονομικής δημοκρατίας και το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου.

6. Υπάρχει εναλλακτική λύση στον νεοφιλελευθερισμό;

Τα παραπάνω σημεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν το λιγότερο μεγάλα κεφάλαια σε ένα ογκώδες βιβλίο. Αναγκαστικά θα αφιερώσω στο καθένα λίγες παραγράφους.

Είναι γνωστό ότι κατά την πρώτη, μετά τη λήξη του εμφύλιου, 25/ετία η ελληνική οικονομία σημείωσε εντυπωσιακή ανάπτυξη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το ριζικό μετασχηματισμό της από μια αγροτική οικονομία σε μια σχετικά σύγχρονη οικονομία, η οποία στα επόμενα 30 χρόνια κατόρθωσε να  τοποθετηθεί στην ομάδα των πιο πλούσιων χωρών του κόσμου. Ωστόσο παρά την απόλυτη βελτίωση της εισοδηματικής θέσης όλων σχεδόν των  κοινωνικών τάξεων και των επιμέρους κατηγοριών των εργαζομένων, η ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος ελάχιστα βελτιώθηκε μέχρι και την κατάρρευση της δικτατορίας. Όλες σχεδόν οι εμπειρικές έρευνες για τη διανομή του εισοδήματος κατά την περίοδο αυτή δείχνουν ότι η ανισότητα στην Ελλάδα ήταν από τις υψηλότερες στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Η προσδοκία για οικονομική και πλατύτερα κοινωνική δημοκρατία άρχισε να μορφοποιείται σε πολιτικό αίτημα από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και συνέπεσε με τη σταδιακή χαλάρωση των καταπιεστικών μηχανισμών του μετεμφυλιακού παρακράτους, την αναπτυξιακή έκρηξη σε Ευρώπη και Ελλάδα, που σε αποκλειστικό βαθμό οφειλόταν στην οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και τη γενικότερη ρύθμιση της λειτουργίας των αγορών, την ιδεολογική αφύπνιση που επιταχύνθηκε και από την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση πλατειών κοινωνικών στρωμάτων, και κατά κύριο λόγο της νεολαίας, και, τέλος, την εμφάνιση πολιτικών σχηματισμών που επιχείρησαν, να εκφράσουν ή απλά να καρπωθούν το αίτημα για καλύτερες συνθήκες ζωής. Η δικτατορία αν και ανέκοψε βίαια όλες τις σχετικές κινήσεις δεν μπόρεσε να εξουδετερώσει τις ιδέες και τις προσδοκίες. Σημειώνω παρενθετικά ότι οι δικτατορίες, πρώτα στη χώρα μας και αργότερα στη Χιλή, αποτέλεσαν πεδία δοκιμής για την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων οικονομικών συνταγών που αργότερα με τις συντηρητικές επαναστάσεις της Θάτσερ και του Ρέιγκαν  θα σηματοδοτούσαν την παλινόρθωση της ‘φιλελεύθερης' οικονομικής πολιτικής που σταδιακά την υιοθέτησαν όχι μόνο τα συντηρητικά κόμματα αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά  και σοσιαλιστικά στις περιπτώσεις και στις χώρες που βρέθηκαν στην εξουσία.

Το 1974, η αποκατάσταση της πολιτικής δημοκρατίας βρήκε την οικονομία μας στη μέγγενη του στασιμοπληθωρισμού, που στην χώρα μας είχε προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις εξαιτίας των δεινών που είχε επισωρεύσει η δικτατορία και ειδικότερα εξαιτίας των επιβλαβών επιδράσεων της πρώιμης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών. Όμως, παρά το δυσμενές αυτό κλίμα, κατά την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία συντελέστηκε αξιόλογο έργο. Πάνω απόλα, αντιμετωπίστηκαν με σχετική επιτυχία οι ακραίες συνέπειες της οικονομικής κρίσης, και απορροφήθηκαν χωρίς τραγικές συνέπειες οι διαρθρωτικοί και οι άλλοι κραδασμοί από την είσοδο στην ΕΟΚ. Παράλληλα, η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έκανε σημαντικά πρόσθετα βήματα στην κατεύθυνση οικοδόμησης της οικονομικής δημοκρατίας με την όψιμη σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη εντατικοποίηση των πολιτικών κράτους πρόνοιας. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονται: η δημιουργία του εθνικού συστήματος υγείας, η ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης και της κοινωνικής ασφάλειας, η προστασία της απασχόλησης,  ο περιορισμός της ανισότητας στη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου.  Όμως ο  τρόπος και οι πολιτικές που χρησιμοποιήθηκαν για την  πραγμάτωσή τους περιέκλειαν μέσα τους τα σπέρματα της αποτυχίας. Για Παράδειγμα, η περίφημη κοινωνικοποίηση δεν ήταν άλλο από ένας ευφυής ευφημισμός για να μεταφερθεί το κόστος της χρεοκοπημένης ιδιωτικής επιχειρηματικότητας στο δημόσιο και στη συνέχεια στα συνήθη υποζύγια τους έλληνες φορολογούμενους. Δηλαδή στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, επαγγελματίες και μισθωτούς που σηκώνουν πάντα τα δημόσια βάρη. Ο διεθνώς αναγνωρισμένος στην εποχή του Ανδρέας Ανδρεάδης, καθηγητής της Δημόσιας Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είχε διαπιστώσει ότι τότε – στο τέλος 19ου και τις αρχές 20ου  αιώνα – οι πλούσιες τάξεις όχι μόνο δεν πλήρωναν φόρους αλλά απομυζούσαν με διάφορα τεχνάσματα σημαντικό μέρος των κρατικών εσόδων. Ως οικονομολόγος που ασχολούμαι και με τα δημόσια οικονομικά, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, ότι η κατάσταση έχει χειροτερεύσει έκτοτε αισθητά. 

Αυτοαναιρετική ήταν και η επιλογή του τρόπου χρηματοδότησης των θεσμών κράτους πρόνοιας. Σε ένα αντίστροφα προοδευτικό φορολογικό σύστημα, η όποια κοινωνική παροχή δεν αποτελεί τίποτε άλλο από το να βάζεις χρήματα στη μια τσέπη και να παίρνεις περισσότερα από την άλλη. Παρόμοιες είναι και οι επιδράσεις της ελλειμματικής χρηματοδότησης μέσω δανεισμού. Στην περίπτωση αυτή το βάρος θα το φέρουν οι φτωχοί των μελλοντικών γενεών που, όπως είθισται, θα κληθούν να πληρώσουν τη φορολογική νύφη. Το ίδιο απατηλή ήταν και η αναδιανομή που επιχειρήθηκε και καταγράφηκε από την εμπειρική έρευνα. Ο μικρός σε έκταση περιορισμός των εισοδηματικών ανισοτήτων δεν στηρίχθηκε σε μεταφορά εισοδήματος από τις πλούσιες τάξεις στα μεσαία και τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά από μια οριζόντια μεταφορά από τα μικρομεσαία στρώματα στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια.

Όμως η κοινωνική πολιτική, όπως γενικότερα κάθε δημόσια πολιτική προσκρούει σε και μια ουσιαστικότερη αδυναμία. Την απουσία μιας σύγχρονης, κομματικά ανεξάρτητης, ικανής, αποτελεσματικής, αδιάφθορης και αφοσιωμένης στην εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος, δημόσιας γραφειοκρατίας. Θα πίστευε κανείς ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η διαφθορά και η διαπλοκή. Ασφαλώς και οι δυο αυτές παθογένειες είναι από τις ψηλότερες στον κόσμο. Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Η στενή διασύνδεσή της με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και η άμεσα εξάρτηση από το εκάστοτε κόμμα που ασκεί την εξουσία δεν αφήνουν κανένα περιθώριο να ορθοποδήσει. Όσες προσπάθειες έγιναν σε επιμέρους τομείς απέτυχαν παταγωδώς.

Το πόσο ανίκανη, αναποτελεσματική και διεμβολισμένη  από κέντρα κομματικής και οικονομικής ισχύος είναι η δημόσια γραφειοκρατία αποκαλύφθηκε από την εμπειρία της διαχείρισης των τεράστιων οικονομικών πόρων που εισέρευσαν από την ΕΕ. Οι πόροι ήταν τόσοι που μια στοιχειωδώς ορθολογική αξιοποίηση θα μπορούσε να είχε αλλάξει τη χώρα. Όμως αυτό που επιτεύχθηκε ήταν δυσανάλογα λίγο πολύ λίγο.  Από τις ενδείξεις που υπάρχουν φαίνεται ότι σημαντικό ποσοστό των σχετικών εισροών κατευθύνθηκε στις τσέπες μιας ανίερης συμμαχίας που την αποτελούσαν ιδιωφελείς πολιτικοί, αρπακτικοί γραφειοκράτες και ακόρεστοι για εύκολο πλουτισμό ιδιώτες. Για παράδειγμα είναι πέρα από βέβαιο ότι οι μίζες για έγκριση ερευνητικών προγραμμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούσαν το 50%. Παραξενεύεται λοιπόν κανείς που ελάχιστο έργο συντελέστηκε σε αυτό τον τομέα και αυτό σε πολύ συγκεκριμένους χώρου; Εγώ τουλάχιστον το θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το σκηνικό αλλάζει δραματικά. Η όποια προσπάθεια για οικοδόμηση οικονομικής δημοκρατίας ενταφιάζεται οριστικά. Στη σφαίρα της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής θα ηγεμονεύσει έκτοτε η νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Το εντυπωσιακό στην όλη στροφή δεν είναι ότι τα κόμματα, ακριβέστερα οι σκληροί ηγετικοί  πυρήνες τους, που άσκησαν την εξουσία δεν εφάρμοσαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές από ανάγκη αλλά με το πάθος της ένθεης επιφοίτησης που τους κατέβηκε στο δρόμο προς τις Βρυξέλες.

Χωρίς να επεκταθώ σε αναλύσεις επισημαίνω, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι δεν θα είμαι πειστικός, ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί άρνηση τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής και ιδεολογικής δημοκρατίας. Τα κύρια γνωρίσματα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής είναι τα ακόλουθα τρία: (α) η μονομερής επίρριψη του κόστους που προκαλούν οι οικονομικές κρίσεις, οι τεχνολογικές αλλαγές και  οι διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί των επιμέρους οικονομιών στον κόσμο της εργασίας, (β) η εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση της δημόσιας και της κοινωνικής περιουσίας,  και (γ)  η μεγάλης κλίμακας αναδιανομή.

Η τελευταία επιτυγχάνεται με  (πρώτο) τη σκόπιμη, αλλά ουδέποτε ομολογούμενη, διατήρηση της ανεργίας στο ύψος εκείνο που είναι σε κάθε συγκυρία αναγκαίο για τη συμπίεση προς τα κάτω των αυξήσεων στις αμοιβές της εργασίας, (δεύτερο) με αυξήσεις στους μισθούς και τις αμοιβές της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων σε επίπεδα που μόλις καλύπτουν την πραγματική απώλεια του εισοδήματος που προκαλείται από την άνοδο των τιμών, και (τρίτο) με τη μεροληπτική διοχέτευση του συνόλου σχεδόν του νέου πλούτου που προέρχεται από την αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας της εργασίας στους υψηλόμισθους χειριστές της σύγχρονης χρηματιστικής οικονομίας και τους κατόχους του κεφαλαίου.

Ο νεοφιλελευθερισμός υιοθετήθηκε ανοιχτά, λάθρα είχε κάνει την παρουσία του από πριν,  στη χώρα μας με ιδιαίτερη επιμονή από την κυβέρνηση της ΝΔ στις αρχές του 1990. Οι συνέπειές της επιλογής  αυτης αναμενόμενες. Δεν σημείωσε επιτυχία και με τα δικά της κριτήρια. Για παράδειγμα ο στόχος της τιθάσευσης του πληθωρισμού που χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για τα σκληρά αντικοινωνικά μέτρα ουδέποτε επιτεύχθηκε. Το ίδιο  ισχύει και για τις ιδιωτικοποιήσεις που σε καμιά ανάκαμψη της οικονομίας δεν οδήγησαν. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά δεν μπορώ να επεκταθώ στην ανάλυσή τους στο πλαίσιο αυτής της ομιλίας.

Η σπουδή και ο ζήλος με τον οποίο υιοθετήθηκαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές και από τις μετέπειτα κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ουδόλως μετριάστηκε από τις φανερές αποτυχίες. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι την τελευταία 10/ετία διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ η οικονομική πολιτική πέτυχε κάποιους από τους  διακηρυγμένους στόχους, όπως ήταν η μείωση του πληθωρισμού και η ένταξη στην ΟΝΕ. Υποστηρίζω ότι οι επιτυχίες αυτές οφείλονται όχι στα νεοφιλελεύθερα μέτρα αλλά στα αντίθετά τους τα παρεμβατικά. Η τεχνικά άγαρμπη και κοινωνικά άδική πολιτική συμμαζώματος των δημόσιων οικονομικών έφερε το επιζητούμενο αποτέλεσμα: περιόρισε τη σπατάλη και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, δάμασε τον πληθωρισμό και τελικά, και με λίγη δημιουργική λογιστική, έβαλε τη χώρα στην ΟΝΕ. Παράλληλα, η συγκυρία των Ολυμπιακών Αγώνων οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο παρεμβατική πολιτική μεγάλης ώθησης, που εκδηλώθηκε με εκτεταμένες κρατικές επενδύσεις στις υποδομές των οποίων οι αναπτυξιακές επιδράσεις είναι ακόμα ορατές. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι τα κέρδη και οι ζημιές της συγκεκριμένης πολιτικής μοιράστηκαν με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Η μερίδα του λέοντος πήγε στις πλούσιες τάξεις και σε ορισμένους που έγιναν πλούσιοι από τον τρόπο που εφαρμόστηκε η σχετική πολιτική. Αλλά σε αυτό το θέμα θα επανέλθω.

Ό,τι  επακολούθησε με την επανάκαμψη  της ΝΔ στην εξουσία είναι από την οπτική της οικονομικής δημοκρατίας, το τονίζω αυτό, μια τραγωδία. Η σημερινή κυβέρνηση, χωρίς καμιά εξωτερική ανάγκη, αλλά κινούμενη από μια ακραία, παλιομοδίτικη αστική ιδεολογία, παραδίδει τον τόπο χωρίς περίσκεψη, και θα πρόσθετα χωρίς ντροπή, στο εγχώριο και ξένο κερδοσκοπικό κεφάλαιο. Σε ένα κεφάλαιο που δεν δημιουργεί πραγματικό πλούτο με πραγματικές επενδύσεις αλλά κέρδη από τις εικονικές επενδύσεις στο παγκοσμιοποιημένο χρηματιστηριακό παίγνιο.

Η σημερινή διαλάληση της μεταρρύθμισης γίνεται με τους ίδιους τόνους  και τα ίδια στόματα που πριν από λίγα χρόνια έβγαζαν εκσυγχρονιστικές κορόνες. Δεν χρειάζεται να πω ότι οι φωνές αυτές δεν ακούγονται μόνο από τους χώρους της κλασικής συντήρησης. Κάποιοι αυτοθεωρούμενοι προοδευτικοί φωνάζουν δυνατότερα. Αλλά για ποια μεταρρύθμιση κόπτονται όλοι αυτοί; Κόπτονται για τα ακόλουθα:

Απορύθμιση, η ίδιοι το λένε απελευθέρωση, όλων των αγορών και κατά κύριο λόγο των αγορών εργασίας.

Υπονόμευση, περιορισμό, ακόμα και κατάργηση των συνδικαλιστικών ελευθεριών.

Κατεδάφιση των θεσμών κοινωνικής προστασίας, κοινωνικής δικαιοσύνης, κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικής ωφέλειας.

Ιδιωτικοποίηση της δημόσιας παιδείας και της δημόσιας υγείας.

Εκποίηση σε εξευτελιστικό τίμημα της δημόσιας και της κοινωνικής περιουσίας.

Διασπάθιση, που φτάνει και τα όρια της κλοπής, των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, δηλαδή της αποταμίευσης των εργαζόμενων.

Αυτές είναι οι κεντρικές επιλογές της μεταρρύθμισης. Και όπως όλοι βιώνουμε εφαρμόζονται με τον πλέον ανάλγητο, κοινωνικά, τρόπο. Οι συνέπειες τους δεν θα οδηγήσουν μόνο σε ακραίες μορφές ανισότητας και φτώχειας αλλά και σε κάτι χειρότερο: σε ανθρωπιστική και περιβαλλοντική καταστροφή. Θα περιοριστώ στις ανισότητες για τις οποίες διαθέτω στοιχεία.

Σύμφωνα με προκαταρτικές εκτιμήσεις που έχω κάνει, η αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου που δημιουργήθηκε στη χώρα μας κατά τα τελευταία 15 με 20 χρόνια μοιράστηκε με απίστευτα άνισο τρόπο. Σχεδόν το 50% της αύξησης την καρπώθηκε το 1% του πληθυσμού. Τα πράγματα δεν διαφέρουν και πολύ από τις Ηνωμένες πολιτείες όπου το πλουσιότερο 1% πήρε μόνο 39 % της αύξησης του πλούτου μεταξύ 1980 και 2000. Το ίδιο ισχύει για όλες τις χώρες και κυρίως για αυτές που προχώρησαν πρώτες στην υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού και της συνακόλουθης παγκοσμιοποίησης. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, χώρες όπως οι ΗΠΑ, το ΗΒ, η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία συγκαταλέγονταν ανάμεσα σε εκείνες με τις μικρότερες ανισότητες. Σήμερα φιγουράρουν ανάμεσα σε εκείνες με τις μεγαλύτερες.

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ανισότητα δεν διευρύνεται μόνο από τη μη συμμετοχή στη διανομή του νέου πλούτου, αλλά και από τη συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος μεγάλων στρωμάτων των εργαζομένων, εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης των τιμών των αγαθών που συνθέτουν το καταναλωτικό καλάθι του μέσου εργαζόμενου, την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση της κοινωνικής προστασίας. Και είναι ακριβώς αυτή η τελευταία που έχει σαν συνέπεια την έξαρση της εξαθλίωσης στην οποία περιπίπτουν μεγάλα τμήματα των φτωχών στη χώρα μας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Να σημειώσω ότι η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας είχε άμεση συνέπεια την κατακόρυφη αύξηση των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ο καθένας μπορεί να το επιβεβαιώσει με μια απλή κίνηση. Να σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου και να καλέσει έναν από τους αριθμούς με το πολλά οχτάρια. Θα διαπιστώσει ότι ενώ ο δημόσιος ΟΤΕ παρείχε τη σχετική υπηρεσία δωρεάν, ο ιδιωτικοποιημένος χρεώνει μια ασύλληπτη τιμή που κυμαίνεται από 150 μέχρι 250 δραχμές.  Από πολλές εκτιμήσεις που γίνονται σε διάφορες χώρες οι ιδιωτικοποιήσεις που συντελούνται στις περιοχές της παιδείας της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης, των επικοινωνιών κλπ, έχουν σαν αποτέλεσμα (με συνεκτίμηση και των έμμεσων επιδράσεων) μεγάλη συμπίεση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζόμενων που για το χαμηλότερο 25% του πληθυσμού ξεπερνάει σε ποσοστά το 30% του διαθέσιμου εισοδήματος τους.

Ο Μαρξ, αλλά και ο Keynes, υποστήριζαν, από την οπτική τους ο καθένας, ότι ο καπιταλισμός χωρίς ελέγχους, οδηγεί σε κοινωνική εξαθλίωση. Ο πρώτος πίστευε ότι αυτή ήταν η αχίλλειος πτέρνα του που θα γινόταν η αιτία να σημάνουν κάποια στιγμή οι πένθιμες καμπάνες του τέλους του. Ο Keynes ήταν πιο αισιόδοξος. Πίστευε ότι μπορούσε να αποτραπεί το μοιραίο με την κατάλληλη πολική ρύθμιση και τη σταδιακή ατόνηση της απληστίας για κέρδος. Ισχυρίζομαι ότι αν όσοι παίρνουν σήμερα τις αποφάσεις για το μέλλον του τόπου και του κόσμου γνώριζαν τη σκέψη του Μαρξ και του Keynes -και γενικά αν ήταν πιο διαβασμένοι, τα πράγματα μπορεί να μην ήταν τόσο άσχημα. 

Θα κλείσω αποτολμώντας κάποιες προβλέψεις για το που βαδίζει ο κόσμος μας που καθοδηγείται από αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια οικονομική θεωρία ούτε ένα πλέγμα πολιτικών: είναι ιδεολογία απελευθέρωσης του κεφαλαίου από κάθε πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο. Και είναι ακριβώς αυτή η απελευθέρωση που σφραγίζει το σημερινό καπιταλισμό και όχι η παγκοσμιοποίηση. Και είναι ακριβώς η απελευθέρωση του κεφαλαίου από κάθε έλεγχο που παράγει την απόλυτη εξαθλίωση που άρχισαν να βιώνουν οι φτωχοί στην περιφέρειά του καπιταλιστικού κέντρου. Αν δεν υπάρξει αντίδραση οι θάνατοι στις ουρές για ψωμί  που είδαμε στην Ταϊτή και την Αίγυπτο σύντομα θα συμβούν   και αλλού, ακόμα και στις χώρες της υψηλής ανάπτυξης.

Δεν επιθυμώ να γίνω μάντης κακών. Απλά νιώθω την ανάγκη να επισημάνω ότι την πρώτη  φορά που ο καπιταλισμός απελευθερώθηκε από το δημοκρατικό έλεγχο προκάλεσε το θάνατο από πείνα εκατομμυρίων ανθρώπων στις περιφερειακές χώρες στην Ινδία,  στην Αφρική, τη Βραζιλία και αλλού. Ο Αμάρτυα Σεν απέδειξε με απόλυτα πειστικό τρόπο την άμεση ευθύνη της τότε παγκοσμιοποίησης. Εκείνη η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται επίσης πίσω από τους δυο Παγκόσμιους πόλεμους του 20ου αιώνα με τις εκατόμβες των νεκρών. Ο Keynes είχε επισημάνει, αμέσως μετά τη συνομολόγηση της συνθήκης για τη λήξη του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ότι στις γραμμές της προαναγγελλόταν η έναρξη του επόμενου. Η παρούσα παγκοσμιοποίηση μπορεί να μην οδηγεί, άμεσα τουλάχιστον, σε μια νέα παγκόσμια σύρραξη, αλλά προοιωνίξεται κάτι ακόμα χειρότερο: την καταστροφή του περιβάλλοντος και τη νεοφιλελεύθερη δουλεία.

Υπάρχει ελπίδα; Ίσως. Τεχνικές δυνατότητες υπάρχουν.  Ένα μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πλούτου, όχι μεγαλύτερο του 1% αρκεί για να αντιμετωπιστεί το φάσμα της πείνας σε όλο τον πλανήτη και άλλο τόσο για να ληφθούν τα άμεσα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Όμως και τα δυο προσκρούουν στην ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού που έχει αναγάγει σε υπέρτατη αξία το ατομικό συμφέρον και την ατομιστική απληστία.

Για να υπάρξει, λοιπόν, ελπίδα πρέπει να απαλλαγούμε από το νεοφιλελευθερισμό, πράγμα που σημαίνει να αλλάξουμε τον κόσμο. Όμως για να αλλάξουμε τον κόσμο πρέπει να αλλάξουμε πολλά άλλα, αλλά και τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, όπως έλεγε ο Σ. Καράγιωργας, πρέπει να πάψει να είναι «σκλάβος των πραγμάτων και κυνηγός του προσωπικού συμφέροντος» και να γίνει εργάτης του συλλογικού καλού της αμοιβαίας συνεργασίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Αυτό το στοίχημα πρέπει να κερδιθεί για να αλλάξει ο κόσμος.

Αλλά γιαυτό χρειάζονται συνεχείς και επίπονοι αγώνες πολιτικής και ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης ώστε οι κοινωνικές και οι ανθρωπιστικές αξίες της κοινωνικής δημοκρατίας να εκτοπίσουν εκείνες του νεοφιλελευθερισμού.

Εμείς που σήμερα εδώ θυμούμαστε, τέτοιους αγώνες μπορούμε να τους δώσουμε και, για τι όχι, να τους κερδίσουμε.

Σας ευχαριστώ.

[εισήγηση του κ. Θ. Πάκου στην Εκδήλωση του Συλλόγου Φυλακισθέντων Ορισθέντων Αντιδικτατορικού Αγώνα 1967-1974 με συνεκδηλωτες τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και την Κίνηση για την Εθνική Άμυνα .για τα 41 χρόνια από την επάρατον δικτατορία. Αθήνα , Αίθουσα Διηπειρωτικής , Κλεισθένους 15]