Του Στέφανου Κωνσταντινίδη*

Μετά από την επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν στη Δαμασκό το Σάββατο 26 Απριλίου 2008 και τη συνάντησή του με το Σύρο πρόεδρο Μπασάρ ελ Ασάντ,άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες για τουρκική διαμεσολάβηση ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Συρία με στόχο την επιστροφή των υψωμάτων του Γκολάν και την υπογραφή συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στις δύο χώρες. Αποκαλύφθηκε έτσι και επίσημα τόσο από τουρκικές πηγές όσο και από συριακές και ισραηλινές αυτό που ήταν ήδη γνωστό στους διπλωματικούς κύκλους ότι η τουρκική διαμεσολάβηση άρχισε εδώ και ένα χρόνο.

Έτσι η τουρκική διπλωματία παρά τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει σε διάφορα μέτωπα επένδυσε σε ένα τομέα που ενισχύει τον ρόλο της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Είναι γνωστό πως οι σχέσεις με τη Συρία είναι πολύ καλές τα τελευταία χρόνια από τότε που η Δαμασκός διέκοψε κάθε υποστήριξη στο Εργατικό Κουρδικό Κόμμα-PKK και εκδίωξε τον αρχηγό του Αμπντουλάχ Οτσαλάν και το επιτελείο του από την κοιλάδα Μπεκά όπου διέθετε βάσεις εκπαίδευσης των Κούρδων ανταρτών. Η Συρία υποχρεώθηκε στην εκδίωξη του Οτσαλάν και στη διάλυση των βάσεων του κάτω από την τουρκική στρατιωτική απειλή. Στη συνέχεια βεβαίως η Δαμασκός επωφελήθηκε από τις φιλικές της σχέσεις με την Άγκυρα για να εξέλθει της διπλωματικής απομόνωσης την οποίαν της επέβαλαν οι ΗΠΑ. Ταυτόχρονα όμως αναγνώρισε για πρώτη φορά και την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή της Αλεξανδρέττας που μέχρι τότε θεωρούσε συριακό έδαφος που αποσπάστηκε βίαια από την Τουρκία. Ως επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας τα τελευταία χρόνια μπορεί να θεωρηθεί η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων ταυτόχρονα με το Ισραήλ και με τις αραβικές χώρες και ιδιαίτερα με τους Παλαιστινίους. Είναι χαρακτηρηστικό ότι η Τουρκία δέκτηκε στην Άγκυρα τον εξόριστο αρχηγό της Χαμάς Χάλεντ Μεσάαλ όταν η οργάνωση αυτή κέρδισε τις εκλογές στα παλαιστινιακά εδάφη, παρά την αντίδραση της Ουάσιγκτον και του Ισραήλ.Χαρακτηριστικό επίσης της ανεξάρτητης πολιτικής που ακολουθεί η Άγκυρα είναι το γεγονός ότι διατήρησε φιλικές σχέσεις και με το Ιράν παρά τις αντίθετες αμερικανικές υποδείξεις.

Την ίδια στιγμή οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί σε σημείο που οι Αμερικανοί να παρέχουν την αναγκαία πληροφόρηση και την εξουσιοδότηση για την καταδίωξη των Κούρδων ανταρτών στο Βόρειο Ιράκ. Ασφαλώς η Άγκυρα δεν έπαψε ποτέ παρά τις όποιες τριβές να αποβλέπει στην αμερικανική υποστήριξη τόσο για την ευρωπαϊκή της πορεία όσο και για την εμπέδωση του ρόλου της ως περιφερειακής δύναμης. Η Ουάσιγκτον δε παρά τη δυσαρέσκεια που εκφράζει κατά καιρούς για την απαγόρευση διέλευσης των στρατευμάτων της από το τουρκικό έδαφος στον πόλεμο του Ιράκ και την πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα απέναντι σε χώρες όπως η Συρία και το Ιράν,υπολογίζει πάντα στη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας, το ρόλο της στο ΝΑΤΟ και στη συμμαχία της με το Ισραήλ. Για τους Αμερικανούς επίσης η Τουρκία παραμένει το μοντέλο του κοσμικού μουσουλμανικού κράτους.Μέσα από αυτές τις ισορροπίες η ΄Αγκυρα, παρά τα εσωτερικά της προβλήματα, καταφέρνει να παρουσιάζεται και ως ειρηνοποιός… στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Την ίδια στιγμή η τουρκική κατοχή στην Κύπρο περνά σχεδόν απαρατήρητη και το Κυπριακό παρουσιάζεται ως δικοινοτική διαφορά. Εξηγείται βεβαίως και η στάση της Συρίας να επιτρέψει την ακτοπλοϊκή σύνδεση της κατεχόμενης Αμμοχώστου με το συριακό λιμάνι της Λατάκειας. Το ότι η Συρία ήταν υποχρεωμένη να επιτρέψει αυτή την σύνδεση ήταν γνωστό. Μόνο κάποιοι στη Λευκωσία υποκρίνονταν άγνοια για να κατηγορούν τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας ως υπεύθυνο για αναβάθμιση των κατεχομένων. Σήμερα που η αναβάθμιση αυτή συνεχίζεται, επικρατεί σιωπή για να μη διαταραχθεί, υποτίθεται, το «καλό» κλίμα που δημιουργήθηκε μετά τις προεδρικές εκλογές. Φυσικά ούτε η Αθήνα, ούτε η Λευκωσία είναι άμοιρες ευθυνών για την αδιέξοδη πολιτική που ακολουθήθηκε στο Κυπριακό τις τελευταίες δεκαετίες και που το οδήγησε από πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε δικοινοτική διαφορά. Το δυστύχημα είναι πως ενώ η Τουρκία προελαύνει ως ειρηνοποιός… ούτε η Αθήνα, ούτε η Λευκωσία θέτουν ως προτεραιότητα τον τερματισμό της τουρκική κατοχής.

Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.