Με ιστορικούς λόγους αμοιβαίας εμπιστοσύνης και άρσης του κλίματος με συνεξηγήσεις που εδόθησαν  εκτατέρωθεν οι εκκλησιαστικές ηγέτες των δυο Εκκλησιών, Κωνσταντινουπόλεως και Ελλαδικής επισφράγισαν την  εκκλησιαστική και εκκλησιολογική ενότητα  μεταξύ τους, καυτηριάζοντας με σαφείς αιχμές  το μπρόσφατο παραλεθόν και τα όσα μεσολάβησαν φέρνοντας στα πρόθυρα σχίσματος της δυο Εκκλησίες. Η ενότητα εκφράστηκε και δια του  Κοινού Ποτηρίου με την κορυφαία Ευχαριστηριακή Πράξη σε Πατριαρχικό Συλλείτουργο όπου οι ομιλίες και των δυο ανδρών, Βαρθολομαίου και Ιερωνύμου του Β', χωρίς υπερβολή χαρακτηρίζονται για την Σοφία και την Σέναιση των Λόγων αλλά και των ιστορικών αληθειών που περιέχουν ιδίως η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου όπου αφενός ομολογούνται πικρές αλήθειες που πονούν το γένος για το καθεστώς που διαβιεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αφετέρου τονίζεται η ανάγκη της ενότητας. Σε παρόμοιο κλίμα κινήθηκε όλη η σημερινή τελευταία ημέρα της  πρώτης επισήμου επισκέψεως    του νέου Αρχιεπισκόπου  Αθηνών και  Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου. Υπενθυμίζεται ότι την Τρίτη ξεκινά επίσημη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Ελλάδα. Παρακάτω παραθέτουμε  αυτούσιες τις ομιλίες των δυο εκκλησιαστικών ηγετών στις εκδηλώσεις προς τιμήν του υψηλού επισκέπτη στο Φανάρι.   

 

Ο Μ Ι Λ Ι Α

ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ

ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ

ΕΝ Τῌ Ι. ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚῌ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚῌ ΜΟΝῌ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΒΑΛΟΥΚΛΗ

(11 Μαΐου 2008)

* * *

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κύριε Ἱερώνυμε,

Ἱερώτατοι ἀδελφοί,

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Τό κοσμοσωτήριον γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γηθοσύνως ἑορτάζοντες καί βιοῦντες καί αἰσθητῶς κατ᾿ αὐτάς τό «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια», δοκιμάζομεν ἐν ταὐτῷ σύν τῇ Πασχαλίῳ θυμηδίᾳ, τήν ἀνεκλάλητον χαράν τῆς ἐν μέσῳ ἡμῶν παρουσίας προσφιλεστάτου καί τιμιωτάτου Ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός, τῆς Ὑμετέρας δηλονότι Μακαριότητος, μετά τῆς τιμίας Συνοδείας Ὑμῶν, καί προβαίνομεν ὁμοῦ μεθ᾿ Ὑμῶν εἰς τήν σωτήριον ὁμολογίαν τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, εἰς τήν ἀπόγευσιν τοῦ ποτηρίου τῆς ζωῆς, εἰς τήν πραγμάτωσιν τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης καί εἰς τήν πρόδηλον ἐπιβεβαίωσιν τῆς ἀρραγοῦς ἑνότητος τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους, παρά τάς ποικίλας διοικητικάς κατατμήσεις καί τάς ἀλγεινάς τῶν δυσχειμέρων περιστάσεων ἐπιφοράς. Εἴμεθα ἀδελφοί ἡνωμένοι ἐν τῇ κοινῇ πίστει καί παραδόσει, ἐγαλακτοτροφήθημεν καί ηὐξήθημεν ἱστορικῶς καί πνευματικῶς διά τῶν ἀκενώτων δόσεων τοῦ αὐτοῦ μητρικοῦ κρατῆρος καί ἡ ὁμοιοσύστατος αὕτη γενετική προέλευσις, ὑπαρξιακή ταυτότης καί γλωσσική ἐκφορά οὐδόλως ἀφήνει περιθώρια ἀποστασιοποιήσεως εἰς τάς σχέσεις ἡμῶν, ὅσον καί ἄν ἱστορικαί συγκυρίαι καί πτωτικῆς ἀποχρώσεως ἐνέργειαι ἐπεχείρησαν ἀτυχῶς κατά καιρούς τοῦτο.

Καί τήν πρυτανεύουσαν ταύτην ἀδελφικήν ἀγάπην διακρατεῖ ἀσινῆ καί ἀλώβητον ἡ διηνεκής ἀναφορά πάντων πρός τόν θεῖον τῆς Ἐκκλησίας Δομήτορα, Ὅστις ἐν τῇ κλάσει τοῦ Ἄρτου ἀπροκαλύπτως πιστοποιεῖ τήν παρουσίαν Αὐτοῦ καί διά τοῦ κοινοῦ ποτηρίου τήν ἑνότητα πάντων αἰσθητοποιεῖ καί ἐπεργάζεται.

Ταύτην τήν ἀγάπην καλλιεργοῦντες, ἥτις οὐδόλως ἐνέχει συναισθηματικήν ἀπόχρωσιν ἤ συμβατικήν ἐννοιολογίαν ἀλλά τυγχάνει μετοχή εἰς τήν ἄκτιστον ἐνέργειαν τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ, χαιρόμεθα ἅπαντες τήν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ παρουσίαν καί πορείαν ἡμῶν, καί ἀπολαμβάνομεν τήν ζέσιν, τήν παραμυθίαν, τήν θαλπωρήν καί τήν παράκλησιν τοῦ ἐκ τοῦ κενοῦ μνημείου ἐκπηγάζοντος ἀνεσπέρου Φωτός, ὅπερ ἀνακαινίζει ἡμᾶς καί ἀκεραιώνει πᾶσαν χαίνουσαν πληγήν καί περιστασιακήν ἀλγηδόνα εἰς τό κράτος τοῦ συγγνωμονικοῦ ἤθους καί τῆς φιλαδέλφου περιχωρήσεως.

Μακαριώτατε,

Ἡ εἰρηνική ἐπίσκεψις Ὑμῶν εἰς τόν ἑπτάλοφον τόπον «οὗ ἔστησεν» ὁ Θεός τήν σκηνήν τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Γένους ἡμῶν, ἀποτελεῖ καθ᾿ ἑαυτὴν ἱστορικόν γεγονός οὐσιώδους καί πολλαπλῆς σημασίας. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν καί πρόεδρος τῆς ἐν Ἑλλάδι διττῆς Ἱεραρχίας, τῆς Αὐτοκεφάλου Διοικήσεως καί τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ ἡμῶν Θρόνου, ἐπισκέπτεται τόν Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί Πατριάρχην τοῦ Γένους προκειμένου προσωπικῶς καί ἐπισήμως νά ἀνανεώσῃ τούς ἀκαταλύτους ἐκκλησιολογικούς δεσμούς μεταξύ τῆς Μητρός καί τῆς θυγατρός Ἐκκλησίας.

Καί πράγματι, ἡ ἀποστολική Καθέδρα τῆς Κωνσταντινου-πόλεως ἀπό τήν εἰκονομαχικήν περίοδον καί ἑξῆς ἀνέλαβε τήν ποιμαντικήν εὐθύνην στερεώσεως τῆς πίστεως καί προστασίας τῆς γλώσσης, τῆς παιδείας καί τῆς ἐν γένει πολιτισμικῆς ταυτότητος τοῦ λαοῦ τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος. Ἔκτοτε ὁ σύνδεσμος αὐτός, ὡς «ὀμφάλιος λῶρος», διατρέφει τήν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίαν ἀπό τά νάματα τῆς Εὐσεβοῦς Πηγῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ζωοδοτεῖ τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν τῶν Ἑλλήνων.

Ὅταν ὅμως ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ὁ Ἱερός Θεσμός δέν ἐξεδικήθη διά τάς ἀσεβείας κοσμικῶν παραγόντων, οἵτινες ἐφίμωσαν τούς ἀγωνιζομένους κανονικούς ἱεράρχας, ἀλλά, ὅταν ἡ λαῖλαψ ἐκ τῶν παρεμβάσεων τῶν «ἀλλοτρίων χειρῶν» παρῆλθεν, ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ἄμπελον τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας του καί, ἐν πλήρει ἐπιγνώσει τῆς πολιτειοκρατικῆς προκαταλήψεως διά τά ἐκκλησιαστικά, κανονικῶς ἐξεχώρησε τό 1850 τό ἱερόν θέσπισμα τοῦ αὐτοκεφάλου μέ Τόμον διά τήν συγκρότησιν ἐν Ἑλλάδι αὐτοτελοῦς Συνόδου ὑπό τήν βασικήν ἀρχήν ὅτι «ἡ διοίκησις θά ἀσκῆται κατά τούς ἱερούς Κανόνας» καί μάλιστα «ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπό πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως». Πρός προστασίαν μάλιστα τῆς δομῆς τῆς ἐκεῖσε Ἐκκλησίας ἐτέθησαν καί οἱ ὅροι ἀσφαλείας: «ἵνα μή τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τῦφος κοσμικῆς παρεισδύηται», κατά τόν Ἀγκύρας Βασίλειον. Ὅμως, «ἄλλως ἔδοξε τοῖς ἀσκοῦσι» τήν κοσμικήν ἐξουσίαν τότε τῆς χώρας καί διεμόρφωσαν «παρεμβατικήν νομολογίαν» εἰς τά ἐκκλησιαστικά πράγματα μέ καταγραφάς ἐπί δεκαετίας θλιβερῶν γεγονότων, τῶν ὁποίων τήν μνήμην δέν παρέγραψεν ἡ Ἱστορία διά νά διδάσκῃ καί νά ὁδηγῇ εἰς ὡριμότητα.

Ὁ Τόμος τοῦ 1850 διά νά καταδείξῃ τήν σχέσιν «τῆς ὀρθοδοξούσης γῆς τῆς Ἑλλάδος» μέ τήν ἡμετέραν ἀποστολικήν Καθέδραν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀρχέτυπον τῆς Ἐκκλησίας τόν περί τῆς ἀμπέλου εὐαγγελικόν λόγον τοῦ Κυρίου, ἀπό τόν κορμόν τῆς ὁποίας βλαστάνουν αἱ «κληματίδες» ὑψούμεναι ὡς «ἀναδενδράδες» διά νά καρποφοροῦν τήν σταφυλὴν καί νά παράγεται τό «μυστηριῶδες γέννημα» τοῦ οἴνου τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τό ἀρχέτυπον τοῦτο διδάσκει τόν ἀδιάσπαστον σύνδεσμον «κοινωνίας» τῆς Μητρός καί τῆς θυγατρός Ἐκκλησίας διά τήν μετάγγισιν τοῦ θείου χυμοῦ τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης. Ἡ μητρική ἄμπελος «οἰκονομεῖ» τήν τοπικήν ἐκκλησιολογικήν αὐτοτέλειαν διά νά «συνέχωνται καί νά συγκροτῶνται συνιοῦσαι» αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι, χωρίς νά καταλύεται ἡ ἐσωτερική ὀργανική ἑνότης τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Οὕτω, δέν «καταλιμπάνεται» ἡ συνεχής ἀποστολική φροντίς ἐκ τῆς «Πηγῆς τῆς Εὐσεβείας» διά τήν τήρησιν τῶν δοθέντων κατά τούς ἱερούς Κανόνας ἀσφαλιστικῶν ὅρων καί προνομίων αὐτοτελοῦς δράσεως τῆς θυγατρός Ἐκκλησίας, ὥστε αὐτή κανονικῶς νά συναρμόζεται εἰς τό ἑνιαῖον σῶμα τῆς μιᾶς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ χαριστική πρᾶξις τῆς χειραφετήσεως δέν διασπᾷ τήν ὀντολογικήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μία Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία κήδεται τοῦ προνομίου τῆς ἀνεξαρτησίας της καί ἀσκεῖ ὁμαλῶς τήν διοίκησιν καί ἀνανεώνει τά στελέχη τοῦ κλήρου ὅλων τῶν βαθμῶν μέ κριτήρια ὑψηλῆς ὑπευθυνότητος καί εὐθυκρισίας, ἀλλά καί οἰκοδομεῖ σχέσεις ἀλληλοκατανοήσεως μέ τήν Πολιτείαν διά τήν ἐπίλυσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Αἱ ἀπολυθεῖσαι Μητροπόλεις δέν ἀνταγωνίζονται τήν πηγήν τῆς προελεύσεώς των, χάριν μιᾶς «κακῶς ἐννοουμένης ἰσοτιμίας», κατά τόν μακαριστόν Σάρδεων Μάξιμον (Σάρδεων Μάξιμος, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρ-χεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 7). Ἡ χορηγία τῆς διοικητικῆς ἀυτοκεφαλίας καί αὐτοτελείας δέν ἐκριζώνει τήν «κλιματίδα» ἐκ τῆς πρωτογενοῦς ἀμπέλου, οὔτε παραχαράσσει ὅρια τεθέντα κατά τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους καί «συμφωνηθέντα» ὑπό τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Πρός τοῦτο, καί ὅ,τι «ἅτακτα» βλαστάνει ἐκ τῆς ἀμπέλου τῆς Ἐκκλησίας ὡς «λαίμαργος παραφυάς», θεωρεῖται ἐπιβλαβές βλάστημα καί ὡς «μή ποιοῦν καρπόν καλόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. γ'. 10).

Ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ ὡς Βασιλεία Θεοῦ καί αὕτη κατ᾿ ἐξοχήν εἶναι «κοινωνία ἑνότητος» προσώπων, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάς, καί ἑπομένως πᾶσα «δωρουμένη» αὐτοκεφαλία ἤ αὐτονομία πρέπει νά διακονῇ τήν «ἑνότητα» καί τήν «κοινωνίαν» κλήρου καί λαοῦ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν καθ᾿ ὅλου Ὀρθοδοξίαν. Ἡ ἑνότης ἀπορρέει ἀπό τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἑνώνει τά τρία πρόσωπα εἰς τόν ἕνα Θεόν καί ζωοποιεῖ τό ἕν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησίαν, μέ τήν μίαν πίστιν, τό ἕν κήρυγμα, τό ἕν θυσιαστήριον, τήν μίαν Εὐχαριστίαν ὑπό τόν ἕνα ἐπίσκοπον, ὁ ὁποῖος ἑνώνει εἰς ἕκαστον τόπον καί χρόνον τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Αἱ ἔννοιαι τῆς «ἑνότητος» καί τῆς «κοινωνίας» εἶναι ἀδιασπάστως ἡνωμέναι εἰς τό θεῖον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀποτελοῦν τά βασικά γνωρίσματα τῆς εὐχαριστιακῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας, ἵνα «ὁ κόσμος πιστεύσῃ» (Ἰω. ιζ', 21). Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει ἐθνοφυλετικήν ταυτότητα καί πρός τοῦτο οὐδεμία Οἰκουμενική ἤ τοπική Σύνοδος ἔθεσέ ποτε Κανόνας διά τήν πολυδιάσπασιν τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά ὑπηρετηθοῦν κρατικά ἤ ἐθνοφυλετικά συμφέροντα. Οἱ Πατέρες ἔθεσαν αὐστηρούς Κανόνας διά τήν προστασίαν τῆς «κοινωνίας» καί τῆς «ἑνότητος» εἰς ἑκάστην ἐκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν καί εἰς τήν καθ᾿ ὅλου Ἐκκλησίαν. Αἱ δύο λέξεις «ἑνότης» καί «κοινωνία» ἀποτελοῦν τήν ἑρμηνευτικήν κλεῖδα ἡ ὁποία καταδεικνύει τήν ἀκατάλυτον ἐκκλησιολογικήν σχέσιν τῆς Ἀποστολικῆς ταύτης Καθέδρας ἰδίως μετά τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας τοῦ ἑνός Γένους.

Ἡ ὑπάτη θεσμική Πηγή τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, θεσπίσασα τήν «ἀπόλυσιν» ἤ καί τήν ἀνάθεσιν «ἐπιτροπείας» μητροπόλεων καί ἐπισκοπῶν τοῦ Θρόνου, ἔθεσεν ὅρους, προκειμένου νά διαφυλαχθῇ «ἀλώβητος» ἡ πολύτιμος «ἑνότης τῆς πίστεως καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» «κατά τά ἀνέκαθεν ἐκκλησιαστικῶς κεκανονισμένα». Οἱ ὅροι αὐτοί κατά τούς ἱερούς κανόνας εἶναι κανονικαί διατάξεις ρητῶς ρυθμίζουσαι τό ἐκκλησιολογικόν πλαίσιον τῶν ἐνεργειῶν μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου, δέν φαλκιδεύονται ὑπό ἱεροκρυφίων παρεμβολῶν εἰς κείμενα, οὐδέ ὑπό πονηρῶν παραλήψεων θύραθεν νομικῶν λέξεων, ὅπως οὐδέ καί κρίνονται καί ἀξιολογοῦνται ὑπό ἀλλοτρίων κρατικῶν θεσμῶν, ὅσον σεβαστοί καί ἄν εἶναι εἰς μίαν Ἐπικράτειαν. Ἡ θεσμική Πηγή τῆς Εὐσεβείας ἡμῶν, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἔχει τόν μόνον λόγον ρυθμίσεως τῶν ὅσων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων προκύπτουν ἐντός τῆς δικαιοδοσίας αὐτοῦ, ὁρισθείσης ἀπό αἰώνων συνοδικῶς ὑπό τῶν Πατέρων.

Ἡ «ἑνότης» καί ἡ «κοινωνία» ἐντός τῆς Ἐκκλησίας λειτουργοῦν κανονικῶς ὅταν ἀσκῶνται διά τῆς «συνοδικότητος», ἡ ὁποία καί ἐκφράζει τήν γνησίαν ἐκκλησιαστικήν συνείδησιν καί ἔχει πλουσιώτερον περιεχόμενον ἀφ᾿ ὅ,τι συνήθως ἐμφανίζεται, εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν. Πρός τοῦτο καί ἰδιαιτέρως ἐχάρημεν ἐνταῦθα διά τά ὅσα ἐλέχθησαν εἰς τόν ἐπιβατήριον Ὑμῶν λόγον περί τῆς «συνοδικότητος». Ἡ τιμή πρός τό συνοδικόν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας προστατεύει ἐξ ἀπερισκέπτων ἐνεργειῶν αἱ ὁποῖαι προκαλοῦν «τήν ἀλαζόνα ἐπιγαυρίασιν τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἐθνικῶν» (κανών 89 Καρθαγ.), ὥστε «διά τήν τῶν ὀλίγων ἀναισχυντίαν τό θεῖον καί ἱερώτατον ὄνομα τῆς ἱερωσύνης εἰς κατάγνωσιν ἐληλυθέναι» (κανών 20 τῆς Σαρδικῆς).

Μακαριώτατε,

Ἡ τελειότης τῆς ἀδελφικῆς «ἑνότητος» καί τῆς «κοινωνίας» ἐκκλησιαστικοποιεῖ τό φρόνημα τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ διά νά ἐκφράζεται εἰς τό «ὁμοθυμαδόν» τῆς Ἐκκλησίας τό ὁποῖον ζῶμεν κατά τήν παροῦσαν εὐχαριστιακήν σύναξιν. Σήμερον διατρανοῦται ἡ ἀγαπητική σχέσις τῆς ἀποστολικῆς ταύτης Καθέδρας μετά τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας ἐκφραζομένη πάντοτε μέ τήν «περιχώρησιν» ἀμφοτέρων ἐντός τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εὐθύνη οἰκοδομῆς τῆς «ἑνότητος» καί τῆς «κοινωνίας» ἡμῶν ἐπιβάλλει νά ἐπιλύωνται τά τυχόν ὑφιστάμενα προβλήματα πάντοτε ἐν Χριστῷ κατά τάς δεσμεύσεις τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων, ἀλλά καί τῶν ἱστορικῶν παρακαταθηκῶν τοῦ Γαζοφυλακείου τούτου τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους, μέ κατανόησιν τῶν συνθηκῶν καί τῶν διαφορετικῶν κατά τόπους δεδομένων διά νά ἀναπτύσσωνται μέ τήν καλλιέργειαν τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν αἱ ἀληθεῖς φιλάδελφοι σχέσεις.

Μακαριώτατε,

Ὑπήρξατε ὁ καλός ποιμήν τῆς Μητροπόλεως Θηβῶν καί Λεβαδείας καί ὁ νουνεχής καί ὀρθογνώμων συνοδικός συνδιοικητής τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἱερᾶς Συνόδου. Ἡ ἐμβριθής κατάρτισις Ὑμῶν μέ θεολογικάς, ἐκκλησιολογικάς καί ἱστορικάς γνώσεις καί ἡ ἀποκτηθεῖσα σοβαρά καί μακροτάτη κυβερνητική καί ποιμαντική πεῖρα πρεπόντως ἐξετιμήθη ὑπό τῶν Ἱερωτάτων Ἱεραρχῶν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας καί ἀνύψωσεν Ὑμᾶς εἰς τήν προεδρικήν εὐθύνην τῆς Προκαθημένης Ἱερᾶς Συνόδου, ἵνα ἐπιστημόνως καί μέ ἐκκλησιολογικήν σοφίαν ἐπιστατήσητε τά προσήκοντα πρός σωτηρίαν τοῦ ἐκεῖ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀνήλθετε εἰς τό προεδρικόν Σύνθρονον τῆς καθ᾿ Ἑλλάδα Ἐκκλησίας εἰς ἐποχήν ἀναπροσανατολισμοῦ διά μίαν ἀδιατάρακτον πορείαν πρός τήν «ἑνότητα» καί τήν «κοινωνίαν» μετά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἐπειδή τό «γαληνόν πνεῦμα τήν ναῦν ἰθύνει εἰς λιμένας εὐδιεινούς», κατά τόν Κύπρου Ἐπιφάνιον.

Καί ἄλλα εὐοίωνα μηνύματα ἐξεπέμψατε ἐξ Ἀθηνῶν, Μακαριώτατε, διά τήν στήριξιν τῆς «ἀλληλοπεριχωρήσεως» τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰσέτι δέ καί διά τήν ἀνάταξιν τῆς μαρτυρίας τῆς «καταλλαγῆς» πρός ἔγγιστα καί μακράν ἡμῶν Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας, σχέσεις, ὑπέρ τῶν ὁποίων διαχρονικῶς ἐκοπίασε καί κοπιάζει ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία καί μάλιστα κατά τούς ἐσχάτους χρόνους κυρίως ἐν Ἑλλάδι συνεχῶς διαβαλλομένη ἀπό οἰησισόφους «εὑρεσιολογίας καί δοξοκοπίας» ἀγεύστων τῆς μακροτάτης Ἱστορίας καί ἐμπειρίας αὐτῆς.

Μακαριώτατε,

Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία σήμερον δοξάζει τόν Θεόν διά τήν συνιερουργίαν ταύτην καί ὑποδέχεται ἐγκαρδιώτατα ἐνταῦθα τήν Ὑμετέραν πεφωτισμένην Μακαριότητα. Συγχαίρει βλέπουσα εἰς τόν θρόνον τῶν Ἀθηνῶν τήν ἐξόχως τετιμημένην καί καρτερικήν προσωπικότητα Ὑμῶν καί μεγάλως εὐαρεστεῖται διά τήν ἀνάθεσιν τοῦ ἐν Ἑλλάδι ἐκκλησιαστικοῦ ἀμπελῶνος εἰς τήν ἐπιστασίαν ἐμπείρου ἀμπελουργοῦ διά νά καρποφορῇ ἡ ἐκεῖ «ἀναδενδράς» τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας. Ἤδη «ἤνυσται καί τετέλεσται» κατά δύναμιν ἡ σύναξις ἐντός τοῦ Καθολικοῦ τῆς ἱστορικῆς ταύτης Ἱερᾶς Μονῆς, ὡς νά ἐτελέσθη εἰς τά οὐ μακράν ἀπό τόν τόπον τοῦτον εὑρισκόμενα καί σιωπῶντα νῦν ἀρχαῖα σκηνώματα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὅπου συνεχίζουν νά ὑπερίπτανται μακάριοι ψυχαί Ἁγίων Πατριαρχῶν. Εἰς τό παρελθόν τό Γένος ἐσυνάζετο ἐκεῖ, τώρα, τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Κυρίου, συνερχόμεθα καὶ ἐνταῦθα διά νά ὁμολογήσωμεν τήν ἑνότητα τῆς κοινῆς πίστεως ἡμῶν ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς «κοινωνίας» καί τῆς ἀγάπης.

Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, Μακαριώτατε καί προσφιλέστατε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ καί συλλειτουργέ μετά τῆς τιμίας συνοδείας Σας.

  

Ὁμιλία τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν εἰς τὸ Συλλείτουργον μετὰ τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ (11/5/08).

«Πάντες δὲ, οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά,…ἦσαν δὲ καθ' ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς…μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. Ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σωζομένους καθ' ἡμέραν τῇ Ἐκκλησίᾳ».(Πραξ. Ἀποστ.2,45-49)

Παναγιώτατε πάτερ καὶ Δέσποτα,

Σεβασμία ὁμήγυρις τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων,

Εὐλαβέστατοι Κληρικοί, 

Ἐντιμότατε κ. Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,

Λαὲ τοῦ Κυρίου εὐλογημένε.

Σήμερα, ἡ ἀποστολικὴ περιγραφὴ τῆς ἐν Σιὼν Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀναγωγικὸ πρότυπο γιὰ τὴν στοιχειοθεσία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ συνόλου, ἐπιβεβαιώθηκε, ὅπως καὶ σὲ κάθε θεία Λειτουργία ἄλλωστε, μὲ τὸν πιὸ ἄμεσο τρόπο.

        Σήμερα, ἡ Κοινότης,  ποὺ εἶναι τὸ ἀπαραίτητο ποθούμενο γιὰ τὴν τελείωσι σὲ ἐμᾶς τοῦ μυστηρίου τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως εἶναι μιὰ ψηλαφητὴ πραγματικότης.

        Σήμερα τὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπεκάλυψε γιὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴν κεκρυμένη Καθολικότητά Του καὶ ἐμεῖς ἔκθαμβοι, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἐπὶ τῆς Μεταμορφώσεως ἀναφωνοῦμε ἐνεοί: «τὸ καλὸν ἐστὶ ὧδε ἡμᾶς εἶναι»!

        Ἔμπειροι πλέον ἀπὸ τὴν κοινωνία στὸ Κυριακὸ Δεῖπνο καὶ ἔμπλεοι ἀπὸ τὴν χαρὰ τῆς  Ἀναστάσεως, ποὺ ἡ σημερινὴ ἐξαιρέτως Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων ἀποκαλύπτει προχωροῦμε στὴν κατάθεσι τῶν καρδιακῶν μας πόθων ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

        Τὸ νὰ ἐπαγγέλεται ἡ Ἐκκλησία τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀμετάπτωτη ἀποστολή Της! Ἡ δὲ ἀληθινὴ ἀπὸ Θεοῦ ἐπιμαρτυρία γιὰ τὴν  ἀλήθεια τῶν  ἀπὸ μέρους Της ἐπαγγελομένων εἶναι ἡ σύναξις τῆς Εὐχαριστίας.

Ἀπ' αὐτὴν ξεκινᾶ καὶ σ' αὐτὴν ὁλοκληρώνεται τὸ Εὐαγγέλιον. Ἡ προσκαρτερία στὴν κλᾶσιν τοῦ ἄρτου, ἡ δοξολογικὴ ἀποδοχὴ τῆς πραγματικότητος καὶ ἡ διαρκὴς ἀνανέωσις τοῦ εὐχαριστιακοῦ Σώματος μὲ τὴν πρόσθεσι «σωζομένων» δηλ. πιστῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ βεβαία  ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως.

Ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία ἑδράζονται πάνω σὲ αὐτὴ τὴν ὁμολογία. Ὅλα θέλουν καὶ κατατείνουν νὰ ὁμολογοῦν καὶ νὰ ἀνιστοροῦν τὴν σωτηρία «ἔργῳ καὶ λόγῳ».

Μὲσα σ' αὐτὴν τὴν ἀνιστόρησι τῆς Θείας οἰκονομίας καὶ τὴν περιπέτεια γιὰ τὴν καθολικὴ ἀνθρώπινη σωτηρία ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε σχῆμα γιὰ νὰ διαφυλάξῃ τὸ πνεῦμα καὶ διαρθρώθηκε σταθερὰ καὶ ἀκατάλυτα σύμφωνα μὲ τὴν πίστι Της, ποὺ παρέμεινε καὶ θὰ παραμείνῃ μέχρι τὴν ἐπανέλευσι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μακριὰ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἰδεοληψίας καὶ τοῦ ἐπίπεδου ρεαλισμοῦ, ἀπόλυτα ἰσόρροπη καὶ ταυτισμένη μὲ τὴ διπλῆ Της καὶ διπλῆ Του ὑπόστασι.

Ἡ θεανθρωπότης εἶναι τὸ καταλυτικὸ ὁρόσημο τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τοῦ γεγονότος, ποὺ ὡς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ζοῦμε, καὶ τὸ ἑλκυστικὸ μοναδικό Της στὴ διαρκῆ ἀναζήτησί της γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ πανανθρώπου.

Χωρὶς τὴ διαρκῆ ἀναζήτησι καὶ τὴν ἀντίστοιχη ἀπὸ Θεοῦ πρόσθεσι τῶν σωζομένων «τῇ Ἐκκλησίᾳ» Αὐτὴ θὰ ἦταν σήμερα μόνον ἕνα στοιχεῖο μελέτης ἀπὸ τὸ ἀπώτατο παρελθόν.

Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι κυρίως μέλλον, ποὺ βασίζεται στὸ παρελθὸν καὶ νοηματοδοτεῖ τὸ παρὸν γιὰ νὰ βεβαιώσει τὴν ἐλπίδα τῶν ἀναμενομένων.

Μέσα σ' αὐτὴν τὴν ἀναζήτησι καὶ σ' αυτὴν τὴν προσδοκία συμπλέκεται τὸ «ὅλο» καὶ τὰ ἐπὶ μέρους τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, ἑρμηνεύεται τὸ ἱστορικὸ Της παρελθὸν καὶ ἔτσι φωτοδρομεῖται τὸ αὔριο Της.

Μὲ αὐτὲς τὶς προοπτικὲς ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ὀντότητα εἶδε καὶ ἑδραίωσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἱστορικοῦ Της βίου τὸ εἶναι Της. Χωρὶς νὰ χάσῃ ποτὲ τὸ ὄραμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ τακτοποίησε τὶς κατὰ καιροὺς ἀνάγκες Της καὶ ὀργάνωσε τὶς δομές Της μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ νὰ παραπέμπῃ διαρκῶς στὴν πίστι Της, πρὸς τὸν ἐρχόμενο Κύριό Της.

Ἡ ἐπισκοποκεντρική Της διάρθωσι ἀποκαλύπτει καὶ ἐπεξηγεῖ τὴν πίστι καὶ οἱ κατ' ἀκολουθία αὐτῆς τῆς διαρθρώσεως ἐκκλησιαστικοὶ σχηματισμοὶ ἐπικυρώνουν τὴ Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα, τὴν Καθολικότητα καὶ Ἀποστολικότητά Της.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιφορτίσθηκε στὸ διάβα τῶν αἰώνων μὲ τὸ νὰ κατοπτεύῃ τὸ Σῶμα τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη διασπονδυλωμένης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νὰ μεριμνᾶ, μέχρις ἐξαντλήσεως, γιὰ τὶς ἀνάγκες Του καὶ νὰ θεραπεύῃ μὲ πατρικὴ σοφία τὶς ὅποιες ἀδυναμίες.

Ἀπ' αὐτὴ τὴν κεχαριτωμένη καὶ πηγαία χαρισματική Της πνοὴ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς στὴν Ἑλλάδα τὴν ὕπαρξί μας.

Ἀπὸ  αὐτὴ τὴν καταδαπάνησί Της στὸν ἐπιστηριγμό, τὴ θεραπεία καὶ τὴ μητρικὴ Της στοργὴ διατηροῦμε τὴν ὀντολογικὴ μας ὑπόστασι.

Ἀπ' αὐτὴν προσδιοριζόμεθα τὸ «τὶ» καὶ τὸ «πῶς» εἴμεθα.

Ἀπ' αὐτὴν ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ταυτότητα μας καὶ σ' αὐτὴν καταθέτουμε τὴν ἐμπιστοσύνη, τὸν σεβασμό, τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὸν θαυμασμό μας.

Ἡ σημερινὴ συλλειτουργία δὲν ἔχει ἄλλο σκοπὸ καὶ δὲ στοχεύει πουθενὰ ἀλλοῦ, εἰμὴ μόνον νὰ καταδείξῃ τὴν ὑπαρξιακὴ μας ἑνότητα καὶ τὴν ὁριοθέτησί μας.

Ὅλα ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνόρια, χωρὶς ὅρια δὲν εἶναι οὔτε ἡ πίστις. Καὶ αὐτὴ τὴν τιμὴ καὶ τὴν περιφύλαξι τῶν θεσμίων σήμερα στὴν ἀπὸ κοινοῦ προσκαρτερία τῆς κλάσεως τοῦ εὐχαριστικοῦ ἄρτου ἀνανεώσαμε.

Ἤλθαμε, Παναγιώτατε, νὰ δώσουμε τὸν ἐν Χριστῷ ἀσπασμὸν καὶ νὰ πάρουμε τὶς πατρικὲς Σας εὐχές, γιατὶ χωρὶς αὐτὲς δὲν μπορεῖ νὰ ἐλπίζουμε σὲ εὐστάθεια καὶ νὰ ἀναμένουμε τὴν ἀπὸ Θεοῦ εὐλογία.

Ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία καὶ ἡ συμμετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς ἑνότητος δὲν εἶναι θεωρήματα! Εἶναι ἡ κατ' ἐξοχὴν πρακτικὴ διάστασι τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέσα σ' αὐτὴν τὴν πίστι θέλουμε νὰ Σᾶς διαβεβαιώσουμε γιὰ τὴν ἀκλινῆ καὶ ἀμετακίνητη παραμονή μας.

Ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει πλούσια χαρίσει ἡ κοινὴ Μητέρα μας καὶ τροφὸς τοῦ Γένους, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία εἶναι γιὰ ἐμᾶς παμπολύτιμα, τιμαλφῆ καὶ καταθύμια.

Γνωρίζουμε τοὺς κόπους καὶ τὶς πόσες δυσκολίες τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὁ ἄγγελος του, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχουν ὑπομείνει «ἄχρις ἂν μορφωθῇ ἐν ἡμῖν ὁ Χριστὸς»! Αὐτὴν τὴν παρακαταθήκη τοῦ πόνου καὶ τῆς θυσίας δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψουμε ποτέ.

Ἐδῶ! καὶ πρὸς τὰ ἐδῶ! σταθερὰ θὰ εἴμαστε προσανατολισμένοι, δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογὴ!

Τὸ δικαίωμα καὶ ἡ ὑποχρέωσι μας στὴν ζωὴ εἶναι μονόδρομος! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἔκφρασις τῆς ἐλευθερίας μας!

Αὐτὰ εἶναι τὰ πιστεύματα καὶ οἱ βαθειές μας ἐπιθυμίες!

Καὶ μέσα σ' αὐτὰ τὰ πλαίσια πορείας εἶναι αὐτονόητος ὁ μὲ ἀπόλυτη ἱερότητα σεβασμὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ ὅτι μᾶς ἔχετε δωρίσει.

Ὁ Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850 εἶναι τὸ θεμελιῶδες κείμενο καὶ ἡ βάσις γιὰ ἐμᾶς. Δὲν ἐκζητοῦμε τίποτε περισσότερο καὶ δὲν ἐννοοῦμε νὰ ἐφαρμόζουμε τίποτε λιγώτερο. Ἐπίσης, οἱ ὑποχρε΄ώσεις μας γιὰ νὰ συνεπικουρήσουμε τὴν καιρικὴ δυσκολία στὴν διοίκησι τῶν ἰδικῶν Σας  ἐκκλησιαστικῶν Ἐπαρχιῶν στὴν Ἑλλάδα, ὅπως ἐπακριβῶς περιγράφονται καὶ ὁρίζονται στὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πρᾶξι τοῦ 1928 εἶναι στὸ σύνολο τους ἐφαρμοστές καὶ περιοριστικές γιὰ ἐμᾶς. Μακριὰ ἀπὸ κάθε διάθεσι παρερμηνείας καὶ ἐγκλεισμοῦ σὲ ἀπόψεις, θέσεις καὶ πρακτικές, ποὺ δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικές. Ὅποιες τυχὸν δυσκολίες καὶ ὀλιγωρίες παρουσιάσθηκαν στὸ παρελθὸν δὲν θὰ ἐπιτρέψουμε μὲ κανένα τρόπο καὶ ἀπὸ καμία ἀφορμὴ νὰ ἐπανέλθουν στὸ προσκήνιο. Στὶς θέσεις μας αὐτὲς εἴμαστε σίγουροι ὅτι θὰ ἔχουμε ἀρωγὸ σύσσωμη τὴν συντεταγμένη Ἑλληνικὴ Πολιτεία γιὰ νὰ βοηθήσῃ, ὅπου χρειάζεται στὰ ὅρια τῶν ἰδικῶν της καὶ μόνον ἁρμοδιοτήτων, γιὰ τὴν ὑπέρβασι τῶν ὅποιων ἐμποδίων στὴν προσαρμογή μας πρὸς τὸ ὀρθόν. 

Εἴμαστε πλέον σίγουροι ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ Αὐτοκεφάλου μέσα στὸν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐδόθη γιὰ νὰ ἐπικουρῇ τὶς ἀνάγκες τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι γιὰ νὰ περιθωριοποιοῦμε τὴν κηρυττομένη ἀπὸ μέρους μας ἑνότητα καὶ νὰ εὑρίσκουμε τρόπους διαφυγῆς ἀπὸ τὴν Κοινότητα, ποὺ μᾶς τὴν ζητᾶ ἡ πίστι μας.

Οἱ ἡμέρες τῶν καιρῶν μας εἶναι ἡμέρες ἀναδιατάξεων καὶ ἀναζητήσεων νέων σχημάτων μέσα στὸ παγκόσμιο κοινωνικὸ σύνολο. Ὅταν ὅλα καὶ ὅλοι ψάχνουν γιὰ διέξοδα ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδα τῆς ἀκοινωνησίας καὶ τῆς ἀλλοτριώσεως, ποὺ ἐπέβαλε ὁ σύγχρονος τρόπος ἀτομοκεντρικῆς ζωῆς, εἶναι πολυτέλεια ἁμαρτίας ἐμεῖς, ποὺ «ἕν ἐσμὲν»! Νὰ μείνουμε κατατετμημένοι, μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι εἴμεθα δὺο διαφορετικοὶ ἐκκλησιαστικοὶ σχηματισμοί. Ἡ Θεολογία μας δόξα τῷ Θεῷ, ἔχει ἀποκαλύψει τὴν ἀναγκαιότητα ἐκκλησιολογικοῦ ὑπόβαθρου καὶ ὅλα μᾶς δείχνουν πὼς οἱ ἐπιμερισμοὶ ἀνήκουν χωρὶς ἐπιστροφὴ στὴν λήθη καὶ τὸ παρελθόν.

Δὲν ἔχουμε, Παναγιώτατε, νὰ σᾶς προσφέρουμε τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνον τὴν ἀφοσίωσι, ποὺ μποροῦν νὰ προσφέρουν τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς τους.

Δὲν ἔχουμε νὰ Σᾶς ζητήσουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς παρέχετε πάντα τὴ σκέπη, τὴν εὐλογία καὶ τὰ πατρικά Σας σπλάγχνα. Εἶναι περιττὸ νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι γιὰ ὅλους ἐμᾶς στὴν Ἑλλάδα ἀποτελεῖ στέφανο ἐγκαυχήσεως καὶ ἐλπίδα σωτηρίας ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Εἶναι δὲ, ἀναμφίβολο ὅτι τὸ ταπεινὸ καὶ ἀνθεκτικὸ «Φανάρι» εἶναι ἡ μὲ μία λέξι περιγραφὴ καὶ ἀποκάλυψι τοῦ ὀρθόδοξου ἤθους!

Σᾶς εὐγνωμονοῦμε γιὰ ὅ,τι εἴσαστε γιὰ ἐμᾶς καὶ Σᾶς παρακαλοῦμε νὰ παραμείνετε εἰς αἰῶνας αἰώνων τὸ ἴδιο γιὰ νὰ φωτίζετε τὴν Οἰκουμενικὴ ὀρθοδοξία. 

Θέλουμε ὅλοι μας νὰ Σᾶς διαβεβαιώσουμε καὶ διὰ μέσου Ὑμῶν ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ὅτι ἡ Σεβασμία Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἐμεῖς προσωπικά, θὰ κάνουμε κάθε τι γιὰ νὰ δώσουμε ἁπτὰ καὶ ψηλαφητὰ τὰ δείγματα, ἀλλὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ τοὺς καρποὺς τῆς ἑνότητος, τῆς ταυτότητος καὶ τῆς κοινῆς μας πορείας στὴν «Ὁδὸ», δηλαδὴ στὴν συνάντησι μας πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό.   

 Εὔχεσθε Σᾶς παρακαλοῦμε καὶ προσεύχεσθε γιὰ τὴν κατευόδωσι τῶν πόθων μας.

          

Ἀντιφώνησις τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κατὰ τὴν δεξίωσιν εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Χαλκηδόνος (11/5/08)

Ὁμιλία τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν εἰς τὸ ἐπίσημον ἄριστον ἐν τοῖς Πατριαρχείοις (11/5/08).

Ὁμιλία τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν εἰς τὴν ἐπίσημον δεξίωσιν ἐν Βαλουκλῇ.

ΠΡΟΠΟΣΙΣ

ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ  ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΝ ΤΟΙΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΙΣ  ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ

ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ Α. ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΟΣ,

ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

(Κυριακή, 11 Μαΐου 2008)

ΠΡΟΣΛΑΛΙΑ ΠΡΟΣ   ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ  ΑΘΗΝΩΝ   ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ  κ.  ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ Βʹ

ΕΠΙ Τῌ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙ ΑΥΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΝ ΧΑΛΚΗΔΟΝΟΣ

( 11. 5. 2008)