Για μ;iα ακόμη φορά η Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Ντόρα Μπακογιάννη δήλωσε επίσημα ότι δε νοείται λύση του Κυπριακού με παρουσία ξένων στρατών, ξένων παρεμβάσεων και παρωχημένων συστημάτων εγγυήσεων. Αντίστοιχη δήλωσή της καταγράφηκε τον περασμένο Μάρτιο σε συνέντευξή της σε γερμανική εφημερίδα. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλιας είχε επανειλημμένα κάνει παρόμοιες δηλώσεις. Επίσης, ο Πρόεδρος Χριστόφιας τάχθηκε εναντίον της παρουσίας ξένων δικαστών και αξιωματούχων και, στην αρχή της θητείας του, μίλησε και αυτός κατά της παρουσίας ξένων στρατών στην Κύπρο και κατά του παρωχημένου συστήματος εγγυήσεων του 1960.

 

Η θέση ειδικά της Ελληνίδας Υπουργού χαιρετίστηκε από πολλούς, συμπεριλαμβανομένου και του Φιλελεύθερου σε επίσημο σχόλιό του (Βλ. «Χωρίς το υφιστάμενο σύστημα εγγυήσεων», Φιλελεύθερος, 19 Μαρτίου 2008).

Ωστόσο, και από τις τελευταίες δηλώσεις της κ. Υπουργού προκύπτει ένα πρακτικό ζήτημα: λέγονται για να λέγονται τέτοιου είδους πράγματα ή υποδηλώνουν και κάτι το ουσιαστικό; Είναι απλά διακηρυκτικές οι δηλώσεις αυτές και γίνονται για λόγους εντυπώσεων ή υποδηλώνουν και κάποια ουσιαστική αλλαγή της μέχρι τώρα ακολουθούμενης ελληνικής πολιτικής;

Η δική μου διαπίστωση είναι ότι, δυστυχώς, οι επανειλημμένες δηλώσεις της κας Υπουργού όχι μόνο δεν είναι ουσιαστικές αλλά είναι και οξύμωρες. Ενώ από τη μία το ελληνικό κράτος θεωρεί το σύστημα εγγυήσεων στην Κύπρο «παρωχημένο», δεν το καταγγέλλει επίσημα. Η συνεχιζόμενη δηλαδή ενεργή συμμετοχή της Αθήνας στις Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας προσφέρουν νομικό κάλυμμα στην βρετανική και τουρκική παρουσία στην Κύπρο και, κατ' επέκταση και στα σημερινά δεδομένα, προσφέρουν νομική κάλυψη στην τουρκική κατοχική δύναμη.

Το νομικό καθεστώς του όντως παρωχημένου συστήματος εγγυήσεων του 1960, βασίζεται σε τρεις πυλώνες για να παραμένει όρθιο: τον ελληνικό, τον τουρκικό και τον βρετανικό. Εάν ένας εκ των τριών καταρρεύσει, θα καταρρεύσει μαζί του όλο το οικοδόμημα των εγγυήσεων. Έτσι και αλλιώς από πρακτικής πλευράς η Ελλάδα δεν μπορεί να συνδράμει στρατιωτικά την Κύπρο. Ας κάνει λοιπόν την ανάγκη αρετή και ας καταγγείλει μονομερώς τις Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας. Και εάν αυτό  δεν είναι εφικτό,  για «διπλωματικούς» και άλλους λόγους, ας διακηρύξει την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και, δια μεθοδευμένων πράξεων, ας καταστήσει τις συνθήκες αυτές «ανενεργές».

Πάντως, μία μονομερής αποποίηση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, των εγγυητικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στην Κύπρο και η άρνησή της να συμμετέχει μελλοντικά σε τέτοια, θα δυναμιτίσει το υφιστάμενο και τυχόν μελλοντικό σύστημα εγγυήσεων, που επεξεργάζονται ξένοι και ντόπιοι για να επιβάλλουν στην Κύπρο.

Εάν η ελληνική θέση στο θέμα των εγγυήσεων είναι οξύμωρη, αυτή της Κύπρου είναι αλλόκοτη. Οι εκάστοτε κρατούντες στην Κύπρο δηλώνουν ότι δεν θέλουν ξένους στρατούς, ξένους εγγυητές και ξένες παρεμβάσεις. Αλλά προφανώς δεν μπορούν και να κάνουν χωρίς όλους αυτούς. Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί σε φιλικά ακροατήρια ο Πρόεδρος Χριστόφιας «ξεσπαθώνει» κατά των ξένων, διατυμπανίζει μία λύση από «Κυπρίους για Κυπρίους» και ταυτόχρονα αναφέρεται στην Βρετανία ως «εγγυήτρια δύναμη» και συνυπογραφή με τον Βρετανό Πρωθυπουργό «Μνημόνιο» το οποίο επαναβεβαιώνει τις Συνθήκες του 1960 με ειδική αναφορά στον λεγόμενο «εγγυητικό ρόλο» των Εγγλέζων.

Η σύγχρονη τραγωδία της Κύπρου είναι, ότι η ηγεμονική της τάξη συμπεριλαμβανομένης και αυτής των Ακελιστών, ουδέποτε κατανόησε, ή χειρότερα, δεν μπορεί καν να κατανοήσει ότι ετούτος ο λαός και ετούτος ο τόπος έχουν αυτόνομα συμφέροντα που πρέπει να υπερασπισθούν. Η ηγεμονική τάξη αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται τα συμφέροντα του λαού και του κράτους ως εάν να είναι αυτά δοτά και ως να παρέχονται αυτά εν είδει μεγαλοψυχίας (ακόμη και ελεημοσύνης) είτε από τους νέο-αποικιοκράτες είτε από τους νέο-Οθωμανούς, είτε και από τους δύο. Και οι αντιλήψεις τους αυτές εκδηλώνονται και καταγράφονται με αντίστοιχες πολιτικές συμπεριφορές.