για το όνομα, μετά τις εκλογές των Σκοπίων για το όνομα πΓΔΜ-Κόσοβο-Κύπρος: το καυτό καλοκαίρι της ελληνικής διπλωματίας

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

«Εσείς οι Αμερικανοί είστε περισσότερο επικίνδυνοι ως φίλοι, παρά ως εχθροί», λέγεται ότι είπε μια μέρα ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος στον τότε Πρέσβη των ΗΠΑ Μοντήγκλ Στερνς. Ο πρέσβης άλλαξε χρώμα ακούγοντάς την παρατήρηση. Δικαίως, γιατί το «πείραγμα» περιείχε  μεγάλη δόση αλήθειας, αποστάγματος εξήντα χρόνων «τραυματικής» ελληνοαμερικανικής σχέσης, που οι πολιτικοί μας ταγοί θέλουν να ξεχάσουμε. Αλλά που η «πεισματάρα» ζωή ξαναθυμίζει κάθε τόσο, ξαφνιάζοντας περισσότερο την «παθολογικά (και ιδιοτελώς) φιλοαμερικανική» «ελίτ» της χώρας, λιγότερο την (κατηγορούμενη ως «παθολογικά αντιαμερικανική») κοινή της γνώμη.

 

Τρεις μόνο μέρες πριν από τις εκλογές στην πΓΔΜ, η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να προκαλέσει διπλά την Ελλάδα στο θέμα του ονόματος, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τον σλαβομακεδονικό σωβινισμό. Προσκάλεσε τα Σκόπια ως «Μακεδονία» σε διεθνή διάσκεψη για τη «μη διασπορά των μέσων μαζικής καταστροφής» στην Ουάσιγκτον, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδωσε στην Αθήνα ότι τα Σκόπια θα εκπροσωπούνταν ως πΓΔΜ. Ως αποτέλεσμα αποχώρησαν (ευτυχώς) ελληνική και κυπριακή αντιπροσωπεία. Την απόφαση πήρε, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, προσωπικά η Κοντολίζα Ράις. Στο ελληνικό ΥΠΕΞ θεώρησαν ότι επρόκειτο περί «τιμωρίας» για το βέτο. Πεπειραμένος διπλωμάτης εκτιμά τα περί «τιμωρίας» ως μη σοβαρά – αποκαλύπτουν, λέει, κυρίως τη νοοτροοπία «μαθητή» που συνήθως χαρακτηρίζει την ελληνική διπλωματία και πολιτική έναντι των ΗΠΑ, υπαγορεύοντας ενοχή και αναμονή τιμωρίας, όταν «αντιμιλάει» το «σκολαριόπαιδο».

Η Ουάσιγκτον γνωρίζει εξ εμπειρίας την νοοτροπία των περισσότερων Ελλήνων ιθυνόντων. Γι' αυτό, σύμφωνα με άριστα πληροφορημένους κύκλους στην αμερικανική πρωτεύουσα, ελπίζει ότι το βέτο στο Βουκουρέστι ήταν «παρένθεση χωρίς σημασία», ότι με τη «σκληρή» της στάση μπορεί να λυγίσει τελικά την ελληνική αντίθεση εντός του θέρους σε ένα ή περισσότερα από τα τρία μείζονα θέματα που χειρίζεται η υπό τον Ντάνιελ Φριντ ομάδα στο Στέητ Ντηπάρτμεντ: «Λύσημαϊμού» για την πΓΔΜ, αναγνώριση Κοσόβου, επαναφορά παραλλαγής σχεδίου Ανάν (που θα μπορούσε να ονομασθεί και Μπανάν, λόγω Μπαν Κι Μουν, που θεωρείται, πολύ περισσότερο από τον Ανάν, «υπάλληλος» των ΗΠΑ). Πιστεύουν άλλωστε, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, ότι, αν κάμψουν την ελληνική αντίσταση σε ένα από τα τρία θέματα, θα είναι ευκολότερο να «συμπαρασύρουν» τα υπόλοιπα.

Η «ομάδα Φριντ», οι «αλαζόνες του Στέιτ Ντηπάρτμεντ» όπως τους αποκαλούν στην Ουάσιγκτον, έχουν μέχρι στιγμής χρεωθεί δύο μεγάλες ήττες των ΗΠΑ, το όχι στο κυπριακό δημοψήφισμα και το «μεγάλο φιάσκο» του Κοσόβου, όπου διαψεύστηκε κραυγαλέα η ελπίδα τους ότι θα υποχωρήσουν Βελιγράδι και Μόσχα. ‘Οχι μόνο δεν υποχώρησαν, αλλά οι μονομερείς ενέργειές τους είχαν ως αποτέλεσμα να προωθήσουν την συσπείρωση Ρωσίας-Ινδίας-Κίνας, που με βαρυσήμαντη, κοινή δήλωσή τους καταδίκασαν την μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας και παρενέβησαν ζητώντας ανάκλησή της και νέες διαπραγματεύσεις. Ελάχιστες χώρες έχουν αναγνωρίσει την απόσχιση του Κοσόβου, που έχει βάλει υποψηφιότητα «Βερολίνου» ενός νέου ψυχρού πολέμου, όσο για τους «τζάμπα μάγκες» της ΕΕ, όπως τους αποκαλεί διπλωμάτης στο Βελιγράδι, «ξανασκέφτονται» την αποστολή δικής τους δύναμης στη διαφιλονικούμενη επαρχία της Σερβίας. Η ευρωπαϊκή πολιτική της παρούσας αμερικανικής κυβέρνησης κινδυνεύει, υπό παρόμοιες συνθήκες, να καταλήξει σε έναν απολογισμό «μεγάλου μηδενικού», που θα μοιάζει με αυτά που της συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία. Η τελευταία τους ελπίδα να παρουσιάσουν μια επιτυχία πριν από το Νοέμβριο, είναι μια «πρόοδος» στα Βαλκάνια ή την Κύπρο. Μόνο που τέτοια «πρόοδος», όπως την αντιλαμβάνονται, αν επιτευχθεί, θα θίξει ζωτικά εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.

Οι «προκλήσεις» της Ουάσιγκτον εντάσσονται σε μια τακτική «πρέσινγκ», «ψυχολογικού πολέμου» εναντίον της Αθήνας, προκειμένου να δημιουργήσουν στην ελληνική (και κυπριακή) διπλωματία το αίσθημα της «απομόνωσης» από τους  «Συμμάχους» και της ανάγκης «άμεσης λύσης», υπογραμμίζει ανώτερο στέλεχος του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Η Ουάσιγκτον γνωρίζει βέβαια ότι είναι πολιτικά αδύνατο για τον ‘Ελληνα Πρωθυπουργό να «πάρει πίσω» το βέτο. Ελπίζει όμως ότι θα οδηγήσει την Αθήνα σε «λύση-μαϊμού» (π.χ. όνομα μόνο για τους διεθνείς οργανισμούς, ή λύση που δεν θα κατοχυρωθεί με συνταγματική τροποποίηση και θα οδηγήσει σε διαιώνιση του προβλήματος, ή όνομα που συντηρεί τη «θολούρα» ως προς τη μακεδονική ταυτότητα, όπως αίφνης «Νέα Μακεδονία» ή «Μακεδονία-Σκόπια»)

Ο ίδιος διπλωμάτης διαφωνεί με την συχνά επαναλαμβανόμενη στο Υπουργείο του άποψη, ότι η Ελλάδα «ξοδεύει διπλωματικό κεφάλαιο» εμμένοντας σε έντιμο συμβιβασμό – συμβαίνει μάλλον το αντίθετο, η ελληνική εμμονή αποκαθιστά το κύρος της διπλωματίας μας, υποχρεώνοντας τον διεθνή παράγοντα να λάβει υπόψιν του την Αθήνα. «Οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ θέλουν διεύρυνση, η Ελλάδα ούτε τη χρειάζεται, ούτε είναι προς το συμφέρον της», συμπληρώνει.

Η αμερικανική πολιτική έχει βέβαια ως συνέπεια την ενθάρρυνση της σκλήρυνσης των Σκοπίων, που σημειώθηκε στην προεκλογική περίοδο, εν μέρει για προεκλογικούς λόγους, αποκαλύπτοντας όμως και το υπαρκτό υπόβαθρο ενός επικίνδυνου σλαβομακεδονικού εθνικισμού, που δεν θέλει υποχώρηση στο όνομα γιατί διεκδικεί το σύνολο της Μακεδονίας ως δική του ιστορική πατρίδα. Η διεκδίκηση θα μπορούσε να είναι αστεία, αλλά τα Σκόπια δεν είναι μόνα τους. Είναι, μαζί με το Κόσοβο, το κέντρο μιας αμερικανικής ζώνης «νεοπροτεκτοράτων» που επιδιώκεται να ολοκληρωθεί στο σύνολο της Βαλκανικής (ζώνης όπου διατηρεί μεγάλη και αυξανόμενη επιρροή η ‘Αγκυρα). Με την πίεση σε σκοπιανό, Κόσοβο, Κύπρο, επιδιώκεται η «αφομοίωση» του ελληνικού χώρου στη ζώνη αυτή. Κι αυτό εξηγεί την καθόλου τυχαία, καθόλου προϊόν παρεξήγησης πολιτική της Ουάσιγκτον, που εκφράζεται με την πλήρη υιοθέτηση των θέσεων των Σκοπίων, τις θεωρίες Χάντιγκτον ή τον χαρακτηρισμό Ελλάδας/Κύπρου ως ρωσικών «Δούρειων ‘Ιππων» από σημαντικά ευρωατλαντικά θινκ τανκ.

Στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών κρατάνε πάντως «μικρό καλάθι» για τις εξελίξεις μετά τις εκλογές στα Σκόπια, εκτιμώντας ότι η πιθανότητα μεγάλων μεταβολών στη θέση τους είναι περιορισμένη. Δεν αποκλείουν πάντως ότι, μετά τις εκλογές, ο κ. Γκρουέφσκι θα μεταβάλλει στάση και θα αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο συμβιβασμού.

Εθνότητα και γλώσσα

‘Εως τώρα το όνομα είχε μονοπωλήσει την διαφορά με τα Σκόπια. Σταδιακά όμως αναφύεται το πραγματικό πρόβλημα, του οποίου συνέπεια είναι το θέμα του ονόματος, δηλαδή το ζήτημα της ονομασίας του έθνους και της γλώσσας. Οι γιουγκοσλαβικές ομόσπονδες δημοκρατίες συγκροτήθηκαν σε εθνική βάση, ως οι δημοκρατίες δηλαδή διαφορετικών εθνοτήτων (Σέρβων, Κροατών, Σλοβένων, «Μακεδόνων» κλπ.) Τα ονόματά τους έχουν εθνοτική ετυμολογία. Τώρα που «ξανάνοιξε» το ζήτημα, οι ‘Ελληνες διπλωμάτες ανακαλύπτουν το υπόβαθρό του. Αν το γειτονικό έθνος θέλει να ονομάζεται «μακεδονικό», αναφύεται πάλι το ζήτημα της οικειοποίησης του όλου από το μέρος, αλλά και της δυνατότητας χρήσης των όρων «μακεδονικός» από τους ‘Ελληνες Μακεδόνες. Η ορθή λύση, που θα έλυε το πρόβλημα και θα ανταποκρινόταν στην αλήθεια είναι ο όρος «σλαβομακεδονικό» για το γειτονικό έθνος, η επέκταση της διαπργμάτευσης εκεί όμως θα καταστήσει δυσχερέστερη την επίλυση του θέματος.